3,270,575
edits
(cc2) |
m (Text replacement - " N. T." to " N.T.") |
||
(17 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=sygchraomai | |Transliteration C=sygchraomai | ||
|Beta Code=sugxra/omai | |Beta Code=sugxra/omai | ||
|Definition= | |Definition=<span class="bld">A</span> [[make use of]], [[avail oneself of]], <b class="b3">τῇ συμμαχίᾳ τοῖς καιροῖς</b>, etc., Plb.1.8.1, 18.51.6, etc.; πρὸς τὴν ἀδικίαν ταῖς ναυσί Id.4.6.2; <b class="b3">συναγωνιστῇ τῷ ποταμῷ</b> as a coadjutor, Id.3.14.5; τῇ ἀπὸ τῶν φίλων εὐνοίᾳ ''SIG''685.45 (Crete, ii B.C.); πόρῳ ''OGI''544.23 (Ancyra, ii A.D.); of commercial dealings, σ. τῇ νήσῳ ''Peripl.M.Rubr.''31: generally, [[have dealings]], [[associate with]], Σαμαρείταις ''Ev.Jo.''4.9, cf. Diog.Oen.''Fr.''64.<br><span class="bld">II</span> [[borrow jointly]], τινῶν τριήρεις Plb.1.20.14:—Pass., σιτικὰ τὰ συγχρησθέντα ''PPetr.''2p.64 (iii B.C., cf. ''Arch.Pap.''3.518). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0971.png Seite 971]] (s. [[χράομαι]]), dep. med., mit oder zugleich brauchen, mit verbrauchen, Pol. 3, 14, 5 u. öfter, u. Sp.; – leihen von Einem, παρὰ Ταραντίνων συγχρησάμενος πεντηκοντόρους, Pol. 1, 20, 14; – umgchen mit Einem, τινί, N. T. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0971.png Seite 971]] (s. [[χράομαι]]), dep. med., mit oder zugleich brauchen, mit verbrauchen, Pol. 3, 14, 5 u. öfter, u. Sp.; – leihen von Einem, παρὰ Ταραντίνων συγχρησάμενος πεντηκοντόρους, Pol. 1, 20, 14; – umgchen mit Einem, τινί, [[NT|N.T.]] | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶμαι;<br /><b>I.</b> [[user de qch d'accord avec son prope intérêt]] ; profiter de, τινι;<br /><b>II.</b> <i>particul.</i><br /><b>1</b> [[emprunter]];<br /><b>2</b> avoir des relations de commerce avec, τινι;<br /><b>3</b> [[avoir commerce]] <i>ou</i> s'associer avec, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[χράομαι]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συγχράομαι:'''<br /><b class="num">1</b> [[одновременно или совместно пользоваться]]: σ. τινι πρός τι Polyb. пользоваться чем-л. для чего-л.;<br /><b class="num">2</b> [[брать взаймы]] (τι [[παρά]] τινος Polyb.);<br /><b class="num">3</b> [[общаться]] (τισι NT). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συγχράομαι''': μέλλ. -ήσομαι, ἀποθετ., ποιοῦμαι χρῆσιν ἀπὸ κοινοῦ, [[καθόλου]], μεταχειρίζομαί τι, ὠφελοῦμαι ἔκ τινος, τῇ συμμαχίᾳ, τοῖς καιροῖς, κτλ., Πολύβ. 1. 8, 1., 18. 34, 6, κτλ.· ταῖς ναυσὶ [[πρός]] τι ὁ αὐτ. 4. 6, 2· τινι συναγωνιστῇ, μεταχειρίζομαι ὡς βοηθόν, ὁ αὐτ. 3. 14, 5· ἐπὶ ἐμπορικῶν σχέσεων, σ. τῇ νήσῳ Ἀρρ. Περίπλ. Ἐρυθρ. Θαλάσσ. σελ. 159· [[καθόλου]], ἔχω σχέσεις, ἢ συναναστρέφομαι, Εὐαγγ. κ. Ἰω. δ΄, 9· ἐπὶ σαρκικῆς μίξεως, Βυζ. ΙΙ. δανείζομαι ἀπό κοινοῦ, τί τινος, [[παρά]] τινος, Πολύβ. 1. 20, 14. | |lstext='''συγχράομαι''': μέλλ. -ήσομαι, ἀποθετ., ποιοῦμαι χρῆσιν ἀπὸ κοινοῦ, [[καθόλου]], μεταχειρίζομαί τι, ὠφελοῦμαι ἔκ τινος, τῇ συμμαχίᾳ, τοῖς καιροῖς, κτλ., Πολύβ. 1. 8, 1., 18. 34, 6, κτλ.· ταῖς ναυσὶ [[πρός]] τι ὁ αὐτ. 4. 6, 2· τινι συναγωνιστῇ, μεταχειρίζομαι ὡς βοηθόν, ὁ αὐτ. 3. 14, 5· ἐπὶ ἐμπορικῶν σχέσεων, σ. τῇ νήσῳ Ἀρρ. Περίπλ. Ἐρυθρ. Θαλάσσ. σελ. 159· [[καθόλου]], ἔχω σχέσεις, ἢ συναναστρέφομαι, Εὐαγγ. κ. Ἰω. δ΄, 9· ἐπὶ σαρκικῆς μίξεως, Βυζ. ΙΙ. δανείζομαι ἀπό κοινοῦ, τί τινος, [[παρά]] τινος, Πολύβ. 1. 20, 14. | ||
}} | }} | ||
{{StrongGR | {{StrongGR | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''συγχράομαι:''' μέλ. <i>-ήσομαι</i>, αποθ.·<br /><b class="num">I.</b> κάνω [[χρήση]] από κοινού με κάποιον, [[επωφελούμαι]] από κάποιον ή [[κάτι]], με δοτ., σε Πολύβ.· γενικά, έχω δοσοληψίες με κάποιον, <i>τινι</i>, σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">II.</b> δανείζομαι από κοινού, <i>τί τινος</i>, [[κάτι]] από κάποιον, σε Πολύβ. | |lsmtext='''συγχράομαι:''' μέλ. <i>-ήσομαι</i>, αποθ.·<br /><b class="num">I.</b> κάνω [[χρήση]] από κοινού με κάποιον, [[επωφελούμαι]] από κάποιον ή [[κάτι]], με δοτ., σε Πολύβ.· γενικά, έχω δοσοληψίες με κάποιον, <i>τινι</i>, σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">II.</b> δανείζομαι από κοινού, <i>τί τινος</i>, [[κάτι]] από κάποιον, σε Πολύβ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |