δηκτικός: Difference between revisions

m
Text replacement - "Arist.''HA''" to "Arist.''HA''"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "Arist.''HA''" to "Arist.''HA''")
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=diktikos
|Transliteration C=diktikos
|Beta Code=dhktiko/s
|Beta Code=dhktiko/s
|Definition=ή, όν, [[biting]], [[stinging]], φαλάγγια <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>622b28</span>; τῶν ἰχθύων οἱ δ. <span class="bibl">Id.<span class="title">PA</span>662a31</span>; [[pungent]], Diph.Siph. ap. <span class="bibl">Ath.3.121a</span> (Comp.), <span class="bibl">Diocl.Fr.138</span>, Ruf.<span class="title">Fr.</span>68.3, Dsc. 1.105; φάρμακον <span class="bibl">Luc.<span class="title">Nigr.</span>37</span>, etc.: metaph., of anger, Phld.<span class="title">Ir.</span> p.77 W.; <b class="b3">-κόν, τό,</b> <span class="bibl">Ph.1.684</span>; ἀστεῖον καὶ δ. <span class="bibl">Luc.<span class="title">Demon.</span>50</span>. Adv. <b class="b3">-κῶς</b> Sch.<span class="bibl">Ar.<span class="title">V.</span>937</span>.
|Definition=δηκτική, δηκτικόν, [[biting]], [[stinging]], φαλάγγια [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''622b28; τῶν ἰχθύων οἱ δ. Id.''PA''662a31; [[pungent]], Diph.Siph. ap. Ath.3.121a (Comp.), Diocl.Fr.138, Ruf.''Fr.''68.3, Dsc. 1.105; φάρμακον Luc.''Nigr.''37, etc.: metaph., of [[anger]], Phld.''Ir.'' p.77 W.; [[δηκτικόν]], τό, Ph.1.684; ἀστεῖον καὶ δηκτικόν Luc.''Demon.''50. Adv. [[δηκτικῶς]] Sch.Ar.''V.''937.
}}
}}
{{DGE
{{DGE
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0560.png Seite 560]] beißend, bissig; [[φαλάγγιον]] Arist. H. A. 9, 39; scharf, reizend, [[φάρμακον]] Luc. Nigr. 37; u. von Speisen öfter Ath.; übertr., kränkend, scharf, τὸ εἰρημένον δ. καὶ ἀστεῖον Luc. Demon. 50. – Adv., Schol. Ar. Vesp. 937, = [[ὀδάξ]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0560.png Seite 560]] beißend, bissig; [[φαλάγγιον]] Arist. H. A. 9, 39; scharf, reizend, [[φάρμακον]] Luc. Nigr. 37; u. von Speisen öfter Ath.; übertr., kränkend, scharf, τὸ εἰρημένον δ. καὶ ἀστεῖον Luc. Demon. 50. – Adv., Schol. Ar. Vesp. 937, = [[ὀδάξ]].
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />[[qui mord]].<br />'''Étymologie:''' [[δάκνω]].
}}
{{elnl
|elnltext=δηκτικός -ή -όν [δάκνω] bijtend, stekend; overdr.: ἀστεῖον... δηκτικόν een stekelige geestigheid Luc. 9.50.
}}
{{elru
|elrutext='''δηκτικός:'''<br /><b class="num">1</b> [[кусающий]] (ἰχθύες Arst.);<br /><b class="num">2</b> [[жалящий]] (τὰ φαλάγγια Arst.);<br /><b class="num">3</b> [[едкий]], [[острый]] ([[φάρμακον]] Luc.): δηκτικόν τι ἔχειν Plut. иметь острый вкус;<br /><b class="num">4</b> [[едкий]], [[язвительный]] (τὸ εἰρημένον Luc.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''δηκτικός''': -ή, -όν, ἱκανὸς νὰ δάκνῃ, ἔχων [[κέντρον]], κεντῶν, φαλάγγια Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 39, 1· τῶν ἰχθύων οἱ δ. ὁ αὐτ. Ζ. Μ. 3. 1, 13· ― [[ἐρεθιστικός]], [[δριμύς]], [[φάρμακον]] Λουκ. Νιγρ. 37· καὶ οὕτω μεταφ., ἀστεῖον καὶ δ. ὁ αὐτ. Δημών. 50.
|lstext='''δηκτικός''': -ή, -όν, ἱκανὸς νὰ δάκνῃ, ἔχων [[κέντρον]], κεντῶν, φαλάγγια Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 39, 1· τῶν ἰχθύων οἱ δ. ὁ αὐτ. Ζ. Μ. 3. 1, 13· ― [[ἐρεθιστικός]], [[δριμύς]], [[φάρμακον]] Λουκ. Νιγρ. 37· καὶ οὕτω μεταφ., ἀστεῖον καὶ δ. ὁ αὐτ. Δημών. 50.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui mord.<br />'''Étymologie:''' [[δάκνω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[δηκτικός]], -ή, -όν) [[δήκτης]]<br /><b>1.</b> όποιος έχει την [[ιδιότητα]] να δαγκώνει, ο [[δαγκανιάρης]]<br /><b>2.</b> αυτός που προκαλεί [[οδύνη]], που πληγώνει (α. «δηκτικά [[λόγια]]» β. «ἀστεῖον δὴ κἀκεῖνο αὐτοῦ καὶ δηκτικὸν ἅμα»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[δηκτικός]]<br />[[γένος]] ακρίδων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[οξύς]], ο [[ερεθιστικός]], ο [[δριμύς]] («δηκτικῷ τε καὶ γλυκεῑ φαρμάκῳ», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το δηκτικόν</i><br />η [[δηκτικότητα]], το να προκαλεί [[κανείς]] πόνο ή ερεθισμό.
|mltxt=-ή, -ό (AM [[δηκτικός]], -ή, -όν) [[δήκτης]]<br /><b>1.</b> όποιος έχει την [[ιδιότητα]] να δαγκώνει, ο [[δαγκανιάρης]]<br /><b>2.</b> αυτός που προκαλεί [[οδύνη]], που πληγώνει (α. «δηκτικά [[λόγια]]» β. «ἀστεῖον δὴ κἀκεῖνο αὐτοῦ καὶ δηκτικὸν ἅμα»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[δηκτικός]]<br />[[γένος]] ακρίδων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[οξύς]], ο [[ερεθιστικός]], ο [[δριμύς]] («δηκτικῷ τε καὶ γλυκεῖ φαρμάκῳ», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το δηκτικόν</i><br />η [[δηκτικότητα]], το να προκαλεί [[κανείς]] πόνο ή ερεθισμό.
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δηκτικός:''' -ή, -όν ([[δάκνω]]), [[ικανός]] να δαγκώνει, αυτός που έχει [[κεντρί]], που κεντρίζει, [[ερεθιστικός]], [[δριμύς]], [[οξύς]], [[καυστικός]], σε Λουκ.
|lsmtext='''δηκτικός:''' -ή, -όν ([[δάκνω]]), [[ικανός]] να δαγκώνει, αυτός που έχει [[κεντρί]], που κεντρίζει, [[ερεθιστικός]], [[δριμύς]], [[οξύς]], [[καυστικός]], σε Λουκ.
}}
{{elnl
|elnltext=δηκτικός -ή -όν [δάκνω] bijtend, stekend; overdr.: ἀστεῖον... δηκτικόν een stekelige geestigheid Luc. 9.50.
}}
{{elru
|elrutext='''δηκτικός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[кусающий]] (ἰχθύες Arst.);<br /><b class="num">2)</b> [[жалящий]] (τὰ φαλάγγια Arst.);<br /><b class="num">3)</b> [[едкий]], [[острый]] ([[φάρμακον]] Luc.): δηκτικόν τι ἔχειν Plut. иметь острый вкус;<br /><b class="num">4)</b> [[едкий]], [[язвительный]] (τὸ εἰρημένον Luc.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[δάκνω]]<br />[[able]] to [[bite]], [[biting]], [[stinging]], Luc.
|mdlsjtxt=[[δάκνω]]<br />[[able]] to [[bite]], [[biting]], [[stinging]], Luc.
}}
}}