πετρώδης: Difference between revisions

m
Text replacement - "Arist.''HA''" to "Arist.''HA''"
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (Text replacement - "Arist.''HA''" to "Arist.''HA''")
 
(16 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=petrodis
|Transliteration C=petrodis
|Beta Code=petrw/dhs
|Beta Code=petrw/dhs
|Definition=ες, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[like rock]] or [[stone]], [[rocky]], [[stony]], <b class="b3">π. κατῶρυξ</b>, of a grave, <span class="bibl">S.<span class="title">Ant.</span>774</span>, cf. <span class="bibl">Porph.<span class="title">Antr.</span>9</span>; of ground, Hp.Aër.1; γεηρὰ καὶ πετρώδη καὶ ἄγρια <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>612a</span>; ἐν τοῖς τραχέσι καὶ πετρώδεσι <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>549b14</span>; <b class="b3">τὸ π</b>. <span class="title">BMus.Inscr.</span>3.407.8 (Priene); ἄνθρωποι π. καὶ δενδρώδεις <span class="bibl">Heraclit.<span class="title">Incred.</span>23</span>; π. κεφαλή <span class="bibl">Philum.<span class="title">Ven.</span>15.4</span>.</span>
|Definition=πετρῶδες, [[like rock]] or [[stone]], [[rocky]], [[stony]], <b class="b3">π. κατῶρυξ</b>, of a grave, S.''Ant.''774, cf. Porph.''Antr.''9; of ground, Hp.Aër.1; γεηρὰ καὶ πετρώδη καὶ ἄγρια [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 612a; ἐν τοῖς τραχέσι καὶ πετρώδεσι [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''549b14; <b class="b3">τὸ π.</b> ''BMus.Inscr.''3.407.8 (Priene); ἄνθρωποι π. καὶ δενδρώδεις Heraclit.''Incred.''23; π. κεφαλή Philum.''Ven.''15.4.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0606.png Seite 606]] ες, felsen-, steinähnlich, felsig, steinig, wie [[πετραῖος]]; [[δεσμός]], Soph. Ant. 948, vgl. 770; καὶ γεήρης, Plat. Rep. X, 612 a; Sp., wie N. T., Plut. Sull. 16.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0606.png Seite 606]] ες, felsen-, steinähnlich, felsig, steinig, wie [[πετραῖος]]; [[δεσμός]], Soph. Ant. 948, vgl. 770; καὶ γεήρης, Plat. Rep. X, 612 a; Sp., wie [[NT|N.T.]], Plut. Sull. 16.
}}
{{bailly
|btext=ης, ες:<br /><b>1</b> [[pierreux]], [[rocailleux]];<br /><b>2</b> [[de pierre]], [[fait en pierres]].<br />'''Étymologie:''' [[πέτρα]] <i>ou</i> [[πέτρος]], -ωδης.
}}
{{elnl
|elnltext=πετρώδης -ες [πέτρα] [[rotsachtig]], [[rotsig]].
}}
{{elru
|elrutext='''πετρώδης:'''<br /><b class="num">1</b> [[похожий на камень]], [[каменистый]], [[скалистый]] ([[λόφος]] Plut.): τὰ πετρώδη Plat. камнеобразные вещества, NT каменистая почва;<br /><b class="num">2</b> [[высеченный в скале]] (ἡ [[κατῶρυξ]] Soph.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πετρώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[ὅμοιος]] πέτρᾳ, [[βραχώδης]], [[πετρώδης]], ὡς τὸ [[πετραῖος]], πετρώδει... ἐν κατώρυχι, ἐπὶ τάφου, Σοφ. Ἀντ. 774, πρβλ.· 948· ἐπὶ ἐδάφους, Ἱππ. π. Ἀέρ. 280· πετρώδη καὶ ἄγρια Πλάτ. Πολ. 612Α· ἐν τοῖς τραχέσι καὶ πετρώδεσι Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 17, 8.
|lstext='''πετρώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[ὅμοιος]] πέτρᾳ, [[βραχώδης]], [[πετρώδης]], ὡς τὸ [[πετραῖος]], πετρώδει... ἐν κατώρυχι, ἐπὶ τάφου, Σοφ. Ἀντ. 774, πρβλ.· 948· ἐπὶ ἐδάφους, Ἱππ. π. Ἀέρ. 280· πετρώδη καὶ ἄγρια Πλάτ. Πολ. 612Α· ἐν τοῖς τραχέσι καὶ πετρώδεσι Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 17, 8.
}}
{{bailly
|btext=ης, ες :<br /><b>1</b> pierreux, rocailleux;<br /><b>2</b> de pierre, fait en pierres.<br />'''Étymologie:''' [[πέτρα]] <i>ou</i> [[πέτρος]], -ωδης.
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR
Line 26: Line 32:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ες, ΝΜΑ<br />[[πέτρα]]<br />(για [[τόπο]]) αυτός που αποτελείται από [[πέτρα]], [[χωρίς]] αρκετό [[χώμα]], [[βραχώδης]], [[γεμάτος]] πέτρες («[[λόφος]] [[πετρώδης]] και [[περίκρημνος]]», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για ανθρώπους) αυτός που έχει προέλθει, που έχει γεννηθεί από [[πέτρα]] («ἄνθρωποι πετρώδεις καὶ δενδρώδεις», Ηράκλ.)<br /><b>2.</b> (το ουδ. εν. και πληθ. ως ουσ.) <i>τὸ πετραῑον</i>, <i>τὰ πετραῑα</i><br />[[βραχώδης]] [[τόπος]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[πετρώδης]] [[κατῶρυξ]]» — [[τάφος]] σκαμμένος, [[μέσα]] σε βράχο<br />β) «[[πετρώδης]] [[δεσμός]]» — πέτρινο [[δεσμωτήριο]], πέτρινη [[φυλακή]].
|mltxt=-ες, ΝΜΑ<br />[[πέτρα]]<br />(για [[τόπο]]) αυτός που αποτελείται από [[πέτρα]], [[χωρίς]] αρκετό [[χώμα]], [[βραχώδης]], [[γεμάτος]] πέτρες («[[λόφος]] [[πετρώδης]] και [[περίκρημνος]]», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για ανθρώπους) αυτός που έχει προέλθει, που έχει γεννηθεί από [[πέτρα]] («ἄνθρωποι πετρώδεις καὶ δενδρώδεις», Ηράκλ.)<br /><b>2.</b> (το ουδ. εν. και πληθ. ως ουσ.) <i>τὸ πετραῖον</i>, <i>τὰ πετραῖα</i><br />[[βραχώδης]] [[τόπος]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[πετρώδης]] [[κατῶρυξ]]» — [[τάφος]] σκαμμένος, [[μέσα]] σε βράχο<br />β) «[[πετρώδης]] [[δεσμός]]» — πέτρινο [[δεσμωτήριο]], πέτρινη [[φυλακή]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πετρώδης:''' -ες ([[εἶδος]]), όμοιος με [[πέτρα]] ή λίθο, [[πετρώδης]], [[πέτρινος]], [[βραχώδης]], όπως το [[πετραῖος]], [[πετρώδης]] [[κατῶρυξ]], λέγεται για τάφο, σε Σοφ., Πλάτ.
|lsmtext='''πετρώδης:''' -ες ([[εἶδος]]), όμοιος με [[πέτρα]] ή λίθο, [[πετρώδης]], [[πέτρινος]], [[βραχώδης]], όπως το [[πετραῖος]], [[πετρώδης]] [[κατῶρυξ]], λέγεται για τάφο, σε Σοφ., Πλάτ.
}}
{{elnl
|elnltext=πετρώδης -ες [πέτρα] rotsachtig, rotsig.
}}
{{elru
|elrutext='''πετρώδης:'''<br /><b class="num">1)</b> похожий на камень, каменистый, скалистый ([[λόφος]] Plut.): τὰ πετρώδη Plat. камнеобразные вещества, NT каменистая почва;<br /><b class="num">2)</b> высеченный в скале (ἡ [[κατῶρυξ]] Soph.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj