3,274,216
edits
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
|||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=fthinoporinos | |Transliteration C=fthinoporinos | ||
|Beta Code=fqinopwrino/s | |Beta Code=fqinopwrino/s | ||
|Definition= | |Definition=φθινοπωρινή, φθινοπωρινόν, [[autumnal]], Hp.''Aph.''2.25, Plu.2.735b, Gal.6.443; ἰσημερία ἡ φ. [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''543b9, ''PHib.''1.27.170 (iii B. C., without ἡ), Plb.4.37.2. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1271.png Seite 1271]] aus dem Herbste, vom Herbste, herbstlich; Arist. H. A. 5, 11; φθινοπωρινὴ [[ἰσημερία]] Pol. 4, 37, 2. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1271.png Seite 1271]] aus dem Herbste, vom Herbste, herbstlich; Arist. H. A. 5, 11; φθινοπωρινὴ [[ἰσημερία]] Pol. 4, 37, 2. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''φθῐνοπωρῐνός:''' [[осенний]] ([[ἰσημερία]] Arst., Polyb.; ὄμβροι Plut.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό / [[φθινοπωρινός]], -ή, -όν, ΝΑ [[φθινόπωρον]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[φθινόπωρο]]<br /><b>2.</b> αυτός που υπάρχει ή γίνεται [[κατά]] την [[παραπάνω]] [[εποχή]] (α. «φθινοπωρινά φρούτα» β. «[[ἰσημερία]] ἡ φθινοπωρινή», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που χρησιμοποιείται το [[φθινόπωρο]] («φθινοπωρινά ρούχα»)<br /><b>2.</b> αυτός που προκαλείται από το [[φθινόπωρο]] («φθινοπωρινή [[κατάθλιψη]]»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «φθινοπωρινό [[σημείο]]»<br /><b>αστρον.</b> το ένα από τα δύο [[σημεία]] τομής του ισημερινού επιπέδου και του επιπέδου της εκλειπτικής που αντιστοιχεί στη [[μετάβαση]] του Ηλίου [[κατά]] τη [[διάρκεια]] της φαινομένης κίνησής του, από το βόρειο στο νότιο [[ημισφαίριο]] του ουρανού. | |mltxt=-ή, -ό / [[φθινοπωρινός]], -ή, -όν, ΝΑ [[φθινόπωρον]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[φθινόπωρο]]<br /><b>2.</b> αυτός που υπάρχει ή γίνεται [[κατά]] την [[παραπάνω]] [[εποχή]] (α. «φθινοπωρινά φρούτα» β. «[[ἰσημερία]] ἡ φθινοπωρινή», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που χρησιμοποιείται το [[φθινόπωρο]] («φθινοπωρινά ρούχα»)<br /><b>2.</b> αυτός που προκαλείται από το [[φθινόπωρο]] («φθινοπωρινή [[κατάθλιψη]]»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «φθινοπωρινό [[σημείο]]»<br /><b>αστρον.</b> το ένα από τα δύο [[σημεία]] τομής του ισημερινού επιπέδου και του επιπέδου της εκλειπτικής που αντιστοιχεί στη [[μετάβαση]] του Ηλίου [[κατά]] τη [[διάρκεια]] της φαινομένης κίνησής του, από το βόρειο στο νότιο [[ημισφαίριο]] του ουρανού. | ||
}} | }} | ||
{{Chinese | {{Chinese | ||
|sngr='''原文音譯''':fqinopwrinÒj 弗汀-哦普-哦里挪士<br />'''詞類次數''':形容詞(1)<br />'''原文字根''':衰微-(晚上)-時間<br />'''字義溯源''':秋天的,深秋;由([[φθινοπωρινός]])X*=減少)與([[ὀπώρα]])=季節將盡)組成,而 ([[ὀπώρα]])又由([[ὀψέ]])=日暮)與([[ὥρα]])*=時辰)組成,其中 ([[ὀψέ]])出自([[ὀπίσω]] / [[τοὐπισω]])=到後面), ([[ὀπίσω]] / [[τοὐπισω]])出自([[ὄπισθεν]])=後頭),而 ([[ὄπισθεν]])出自([[ὀπτάνομαι]])*=注視)<br />'''出現次數''':總共(1);猶(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 秋天(1) 猶1:12 | |sngr='''原文音譯''':fqinopwrinÒj 弗汀-哦普-哦里挪士<br />'''詞類次數''':形容詞(1)<br />'''原文字根''':衰微-(晚上)-時間<br />'''字義溯源''':秋天的,深秋;由([[φθινοπωρινός]])X*=減少)與([[ὀπώρα]])=季節將盡)組成,而 ([[ὀπώρα]])又由([[ὀψέ]])=日暮)與([[ὥρα]])*=時辰)組成,其中 ([[ὀψέ]])出自([[ὀπίσω]] / [[τοὐπισω]])=到後面), ([[ὀπίσω]] / [[τοὐπισω]])出自([[ὄπισθεν]])=後頭),而 ([[ὄπισθεν]])出自([[ὀπτάνομαι]])*=注視)<br />'''出現次數''':總共(1);猶(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 秋天(1) 猶1:12 | ||
}} | |||
{{ntsuppl | |||
|ntstxt=ή, όν<br>de la fin de l'automne<br>[[φθινόπωρον]] | |||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[autumnal]]=== | |||
Arabic: خَرِيفِيّ; Gulf Arabic: خريفي; Moroccan Arabic: خريفي; Armenian: աշնանային; Belarusian: восеньскі, асенні; Bulgarian: есенен; Catalan: autumnal, tardorenc; Czech: podzimní; Esperanto: aŭtuna; Finnish: syksyinen, syksyn; French: [[automnal]]; Old French: autumnal; Galician: outonal; Georgian: შემოდგომის, საშემოდგომო, შემოდგომური; German: [[Herbst-]], [[herbstlich]]; Greek: [[φθινοπωρινός]], [[φθινοπωριάτικος]]; Ancient Greek: [[ὀπωρινός]]; Hebrew: סתווי; Hungarian: őszies; Icelandic: haust-, haustlegur; Ido: autunala; Irish: fómharach; Italian: [[autunnale]]; Kalmyk: намрин; Latin: [[autumnalis]]; Latvian: rudens; Maltese: ħarifi; Persian: پاییزی; Polish: jesienny; Portuguese: [[outonal]]; Romanian: tomnatic, de toamnă; Russian: [[осенний]]; Serbo-Croatian Cyrillic: јесенски; Roman: jesenski; Spanish: [[otoñal]], [[autumnal]]; Swedish: höstlig, höst-, höstlik; Ugaritic: 𐎃𐎗𐎔𐎐𐎚; Ukrainian: осі́нній; Welsh: hydrefol; Zazaki: payıze | |||
}} | }} |