τρητός: Difference between revisions

m
Text replacement - "Arist.''HA''" to "Arist.''HA''"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "Arist.''HA''" to "Arist.''HA''")
 
(19 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=tritos
|Transliteration C=tritos
|Beta Code=trhto/s
|Beta Code=trhto/s
|Definition=ή, όν, (τετραίνω) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">perforated, with a hole in it</b>, λίθος <span class="bibl">Od. 13.77</span>; <b class="b3">ἐν τρητοῖσι λεχέεσσιν</b>, prob. of [[inlaid]] bedsteads (cf. [[τορευτός]]), <span class="bibl">Il.3.448</span>, cf. <span class="bibl">Od.1.440</span>, al.; others expld. it of the [[holes]] through which the cords that supported the bedding were drawn, or of the [[holes]] in the bedposts which received the framework (ἐνήλατα), <span class="bibl"><span class="title">EM</span> 765.3</span>:—<b class="b3">μελισσᾶν τρητὸς πόνος</b>, i. e. the honeycomb, <span class="bibl">Pi.<span class="title">P.</span>6.54</span>; τρητά [[mortised]], <span class="bibl">Pl.<span class="title">Plt.</span>279e</span>; <b class="b3">τ. ὀστοῦν</b>, opp. [[ἄτρητον]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>516a27</span>; <b class="b3">λίθαξ τ</b>. pumice-stone, <span class="title">AP</span>6.66 (Paul. Sil.); <b class="b3">τ. δόνακες</b> shepherd's pipes, ib.78 (Eratosth.).</span>
|Definition=τρητή, τρητόν, ([[τετραίνω]]) [[perforated]], [[with a hole in it]], λίθος Od. 13.77; <b class="b3">ἐν τρητοῖσι λεχέεσσιν</b>, prob. of [[inlaid]] bedsteads (cf. [[τορευτός]]), Il.3.448, cf. Od.1.440, al.; others expld. it of the [[holes]] through which the cords that supported the bedding were drawn, or of the [[holes]] in the bedposts which received the framework ([[ἐνήλατα]]), ''EM'' 765.3:—<b class="b3">μελισσᾶν τρητὸς πόνος</b>, i.e. the honeycomb, Pi.''P.''6.54; τρητά [[mortised]], [[Plato|Pl.]]''[[Politicus|Plt.]]'' 279e; <b class="b3">τ. ὀστοῦν</b>, opp. [[ἄτρητον]], [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''516a27; <b class="b3">λίθαξ τ.</b> pumice-stone, ''AP''6.66 (Paul. Sil.); <b class="b3">τ. δόνακες</b> shepherd's pipes, ib.78 (Eratosth.).
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''τρητός''': -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθετ. τοῦ [[τετραίνω]], [[διάτρητος]], ἔχων ὀπήν, τρ. [[λίθος]] Ὀδ. Ν. 77· ὁ Ὅμ. συνήθως συνάπτει ἐν ἢ παρὰ τρητοῖς λεχέεσσιν, πιθ. ἐπὶ τορευτῶν κλινῶν (πρβλ. [[τορευτός]]), Ἰλ. Γ. 448, Ὀδ. Α. 440, κλπ.· ἕτεροι δὲ ἑρμηνεύουσι τὴν λέξιν ὡς σημαίνουσαν τὰς ὀπὰς καθ’ ἃς τὰ μέρη τῆς κλίνης ἐγομφοῦντο ἢ δι’ ὧν διήρχοντο τὰ σχοινία τὰ ὁποῖα ἐκτεινόμενα ἀνεῖχον [[κάτωθεν]] τὰ στρώματα, ἴδε Ὀδ. Ψ. 198· -τρητὸς μελισσῶν [[πόνος]], δηλ. ἡ κηρήθρα, Πινδ. Π. 6, ἐν τέλ.· τὰ τρητὰ Πλάτ. Πολιτ. 279Ε· τρ. [[ὀστοῦν]], ἀντίθετ. τῷ ἄτρητον, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3.7, 5· τρ. [[λίθαξ]], ἡ [[κίσηρις]], ἡ κοινῶς καλουμένη «ἐλαφρόπετρα», Ἀνθ. Π. 6. 66· τρ. [[δόναξ]], αὐλὸς [[ποιμενικός]], [[αὐτόθι]] 78.
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> troué, percé : [[λίθος]] OD pierre trouée pour fixer les amarres d'un navire;<br /><b>2</b> [[gravé]], [[ciselé]] : τρητὸν [[λέχος]] IL, OD lit orné de ciselures ; <i>sel. d'autres</i> percé de trous pour l'ajustement des différentes parties du lit <i>ou</i> pour recevoir les sangles qui supportent le lit.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[τιτράω]].
}}
{{elnl
|elnltext=τρητός -ή -όν [τετραίνω] [[doorboord]].
}}
{{pape
|ptext=adj. verb. zu [[τιτράω]], <i>[[durchbohrt]], [[durchlöchert]]</i>; [[λίθος]], <i>Od</i>. 13.77; ἐν τρητοῖσι λεχέεσσιν, <i>Il</i>. 3.448 und oft, [[wahrscheinlich]] von <i>[[zierlich]] geschnitzten, mit durchbrochener [[Arbeit]] versehenen [[Bettstellen]]</i>; [[Andere]] [[verstehen]] es von [[Löchern]] in den [[Bettpfosten]], durch [[welche]] [[Stricke]] oder [[Gurte]] [[gezogen]] waren; τρητὸν πόνον μελισσᾶν, Pind. <i>P</i>. 6.54; in [[Prosa]], τὰ τρητά, Plat. <i>Polit</i>. 279e.
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> troué, percé : [[λίθος]] OD pierre trouée pour fixer les amarres d’un navire;<br /><b>2</b> gravé, ciselé : τρητὸν [[λέχος]] IL, OD lit orné de ciselures ; <i>sel. d’autres</i> percé de trous pour l’ajustement des différentes parties du lit <i>ou</i> pour recevoir les sangles qui supportent le lit.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[τιτράω]].
|elrutext='''τρητός:''' [adj. verb. к [[τιτράω]]<br /><b class="num">1</b> [[просверленный]] ([[λίθος]] Hom.);<br /><b class="num">2</b> [[снабженный отверстиями]] ([[δόναξ]] Anth.);<br /><b class="num">3</b> [[ноздреватый]], [[пористый]] ([[λίθαξ]] Anth.);<br /><b class="num">4</b> [[резной]] ([[λέχος]] Hom., по по друг. = 2);<br /><b class="num">5</b> проколотый, т. е. сшитый: τὰ τρητά Plat. сшитое.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 20: Line 26:
}}
}}
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[τρητός]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[perforated]] μελισσᾶν τρητὸν πόνον (of a [[honeycomb]]) (P. 6.54)
|sltr=[[τρητός]] [[perforated]] μελισσᾶν τρητὸν πόνον (of a [[honeycomb]]) (P. 6.54)
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α<br />[[γεμάτος]] τρύπες, [[διάτρητος]] (α. «ἐν τρητοῑσι λεχέεσσιν»<br />[πιθ.] σε κλίνες διακοσμημένες με γλαφυρό τρόπο ή, κατ' άλλους, σε κλίνες τών οποίων τα υποστηρίγματα είχαν οπές από τις οποίες περνούσαν οι ιμάντες που υποβάσταζαν τα στρώματα, <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «μελισσᾱν... τρητὸς [[πόνος]]» — η [[κηρήθρα]] τών [[μελισσών]], <b>Πίνδ.</b><br />γ. «[[λίθαξ]] τρητή» — η [[ελαφρόπετρα]], <b>Ανθ. Παλ.</b><br />δ. «τρητὸς [[δόναξ]]» — [[ποιμενικός]] [[αυλός]], <b>Ανθ. Παλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>τρη</i>- της δισύλλαβης ρίζας <i>τερη</i>- (<b>βλ. λ.</b> [[τετραίνω]], [[τιτρώσκω]]), με μηδενισμένο το πρώτο και απαθές το δεύτερο [[φωνήεν]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τός</i>].
|mltxt=-ή, -όν, Α<br />[[γεμάτος]] τρύπες, [[διάτρητος]] (α. «ἐν τρητοῖσι λεχέεσσιν»<br />[πιθ.] σε κλίνες διακοσμημένες με γλαφυρό τρόπο ή, κατ' άλλους, σε κλίνες τών οποίων τα υποστηρίγματα είχαν οπές από τις οποίες περνούσαν οι ιμάντες που υποβάσταζαν τα στρώματα, <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «μελισσᾱν... τρητὸς [[πόνος]]» — η [[κηρήθρα]] τών [[μελισσών]], <b>Πίνδ.</b><br />γ. «[[λίθαξ]] τρητή» — η [[ελαφρόπετρα]], <b>Ανθ. Παλ.</b><br />δ. «τρητὸς [[δόναξ]]» — [[ποιμενικός]] [[αυλός]], <b>Ανθ. Παλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>τρη</i>- της δισύλλαβης ρίζας <i>τερη</i>- (<b>βλ. λ.</b> [[τετραίνω]], [[τιτρώσκω]]), με μηδενισμένο το πρώτο και απαθές το δεύτερο [[φωνήεν]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τός</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τρητός:''' -ή, -όν, ρημ. επίθ. του <i>τε-τραίνω</i>· [[διάτρητος]], αυτός που έχει τρύπες, σε Ομήρ. Οδ.· <i>τρητὰ λέχεα</i>, πιθ. σκαλιστές κλίνες, ή αυτές που έχουν οπές μέσα από τις οποίες διέρχονται τα [[σχοινιά]] που υποστηρίζουν το [[στρώμα]]· τρητὸς μελισσῶν [[πόνος]], δηλ. [[κηρήθρα]], σε Πίνδ.· τρητὴ [[λίθαξ]], [[ελαφρόπετρα]], σε Ανθ.
|lsmtext='''τρητός:''' -ή, -όν, ρημ. επίθ. του <i>τε-τραίνω</i>· [[διάτρητος]], αυτός που έχει τρύπες, σε Ομήρ. Οδ.· <i>τρητὰ λέχεα</i>, πιθ. σκαλιστές κλίνες, ή αυτές που έχουν οπές μέσα από τις οποίες διέρχονται τα [[σχοινιά]] που υποστηρίζουν το [[στρώμα]]· τρητὸς μελισσῶν [[πόνος]], δηλ. [[κηρήθρα]], σε Πίνδ.· τρητὴ [[λίθαξ]], [[ελαφρόπετρα]], σε Ανθ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''τρητός:''' [adj. verb. к [[τιτράω]]<br /><b class="num">1)</b> просверленный ([[λίθος]] Hom.);<br /><b class="num">2)</b> снабженный отверстиями ([[δόναξ]] Anth.);<br /><b class="num">3)</b> ноздреватый, пористый ([[λίθαξ]] Anth.);<br /><b class="num">4)</b> резной ([[λέχος]] Hom., по по друг. = 2);<br /><b class="num">5)</b> проколотый, т. е. сшитый: τὰ τρητά Plat. сшитое.
|lstext='''τρητός''': -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθετ. τοῦ [[τετραίνω]], [[διάτρητος]], ἔχων ὀπήν, τρ. [[λίθος]] Ὀδ. Ν. 77· ὁ Ὅμ. συνήθως συνάπτει ἐν ἢ παρὰ τρητοῖς λεχέεσσιν, πιθ. ἐπὶ τορευτῶν κλινῶν (πρβλ. [[τορευτός]]), Ἰλ. Γ. 448, Ὀδ. Α. 440, κλπ.· ἕτεροι δὲ ἑρμηνεύουσι τὴν λέξιν ὡς σημαίνουσαν τὰς ὀπὰς καθ’ ἃς τὰ μέρη τῆς κλίνης ἐγομφοῦντο ἢ δι’ ὧν διήρχοντο τὰ σχοινία τὰ ὁποῖα ἐκτεινόμενα ἀνεῖχον [[κάτωθεν]] τὰ στρώματα, ἴδε Ὀδ. Ψ. 198· -τρητὸς μελισσῶν [[πόνος]], δηλ. ἡ κηρήθρα, Πινδ. Π. 6, ἐν τέλ.· τὰ τρητὰ Πλάτ. Πολιτ. 279Ε· τρ. [[ὀστοῦν]], ἀντίθετ. τῷ ἄτρητον, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3.7, 5· τρ. [[λίθαξ]], ἡ [[κίσηρις]], ἡ κοινῶς καλουμένη «ἐλαφρόπετρα», Ἀνθ. Π. 6. 66· τρ. [[δόναξ]], αὐλὸς [[ποιμενικός]], [[αὐτόθι]] 78.
}}
{{elnl
|elnltext=τρητός -ή -όν [τετραίνω] doorboord.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[τρητός]], ή, όν verb. adj. of [[τετραίνω]]<br />[[perforated]], with a [[hole]] in it, Od.; τρητὰ λέχεα, prob. [[inlaid]] bedsteads, or having holes [[through]] [[which]] the cords that supported the [[bedding]] were [[drawn]]:— τρητὸς μελισσῶν [[πόνος]], i. e. the [[honeycomb]], Pind.; τρ. [[λίθαξ]] pumice-[[stone]], Anth.
|mdlsjtxt=[[τρητός]], ή, όν verb. adj. of [[τετραίνω]]<br />[[perforated]], with a [[hole]] in it, Od.; τρητὰ λέχεα, prob. [[inlaid]] bedsteads, or having holes [[through]] [[which]] the cords that supported the [[bedding]] were [[drawn]]:— τρητὸς μελισσῶν [[πόνος]], i. e. the [[honeycomb]], Pind.; τρ. [[λίθαξ]] pumice-[[stone]], Anth.
}}
}}