ὀρεύς: Difference between revisions

3,806 bytes added ,  24 November 2023
m
Text replacement - "Arist.''HA''" to "Arist.''HA''"
(3b)
m (Text replacement - "Arist.''HA''" to "Arist.''HA''")
 
(24 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=oreys
|Transliteration C=oreys
|Beta Code=o)reu/s
|Beta Code=o)reu/s
|Definition=Ion. οὐρεύς, έως<b class="b3">, ὁ</b> (even <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> ὁ θῆλυς ὀ. <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>577b22</span>, though <b class="b3">τῆς θηλείας</b> follows <b class="b3">τοῖς θήλεσιν</b> ib.<span class="bibl">573a16</span>), <b class="b2">mule</b>, in Il., as a beast of draught and burden, always in Ion. form, synon. with <b class="b3">ἡμίονος</b>, cf. <span class="bibl">23.115</span> with <span class="bibl">121</span>, and <span class="bibl">24.702</span> with <span class="bibl">716</span> ; also in <span class="bibl">Ar.<span class="title">Ra.</span>290</span>, etc. ; <b class="b3">νικᾶν τοῖς ὀρεῦσι</b> win the <b class="b2">mule</b>-race, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Rh.</span>1405b25</span>.—In Att. <b class="b3">ἡμίονος</b> is the usual word, though the Adj. <b class="b3">ὀρικός</b> is preferred to <b class="b3">ἡμιονικός</b> by Moer.<span class="bibl">p.273</span> P. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> poet. Adj. for <b class="b3">ὀρεινός</b>, Lyc.1111.</span>
|Definition=Ion. [[οὐρεύς]], έως, ὁ (even<br><span class="bld">A</span> ὁ θῆλυς ὀ. [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''577b22, though <b class="b3">τῆς θηλείας</b> follows <b class="b3">τοῖς θήλεσιν</b> ib.573a16), [[mule]], in Il., as a beast of draught and burden, always in Ion. form, synon. with [[ἡμίονος]], cf. 23.115 with 121, and 24.702 with 716; also in Ar.''Ra.''290, etc.; [[νικᾶν τοῖς ὀρεῦσι]] = [[win]] the [[mule]]-[[race]], Arist.''Rh.''1405b25.—In Att. [[ἡμίονος]] is the usual word, though the Adj. [[ὀρικός]] is preferred to [[ἡμιονικός]] by Moer.p.273 P.<br><span class="bld">II</span> ''poet.'' Adj. for [[ὀρεινός]], Lyc.1111.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0373.png Seite 373]] ὁ, ion. u. ep. [[οὐρεύς]] (wahrscheinlich von [[ὄρος]], das Bergthier, das in Gebirgen besonders gebraucht wird), <b class="b2">Maulthier, Maulesel</b>; Il. 1, 50. 23, 111 ff. 24, 716; Ar. Ran. 290; Arist. u. Folgde. – Poet. = [[ὀρεινός]], [[ἐργάτης]], der in den Bergen arbeitet, Lycophr. 1111.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0373.png Seite 373]] ὁ, ion. u. ep. [[οὐρεύς]] (wahrscheinlich von [[ὄρος]], das Bergthier, das in Gebirgen besonders gebraucht wird), [[Maulthier]], [[Maulesel]]; Il. 1, 50. 23, 111 ff. 24, 716; Ar. Ran. 290; Arist. u. Folgde. – Poet. = [[ὀρεινός]], [[ἐργάτης]], der in den Bergen arbeitet, Lycophr. 1111.
}}
{{ls
|lstext='''ὀρεύς''': Ἰων. [[οὐρεύς]], έως, ὁ· γεν. πληθ. οὐρῶν Ἐπιγραφ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 2338. 82· - [[ἡμίονος]], κοινῶς «μουλάρι», [[συχν]]. ἐν τῇ Ἰλ., ὡς [[ζῷον]] φορτηγὸν καὶ ἐλαῦνον ἅμαξαν κτλ. ἀλλ’ ἀείποτε ἐν τῷ Ἰων. τύπῳ· συνών. τῷ [[ἡμίονος]], πρβλ. Ἰλ. Ψ. 115 πρὸς 121, καὶ Ω. 702 πρὸς 716· [[ὡσαύτως]] ἐν Ἀριστοφ. Βατρ. 290, κτλ.· καὶ [[ὅταν]] δὲ γίνηται [[λόγος]] περὶ τοῦ θήλεος, τὸ γένος μένει ἀμετάβλητον, ὁ [[θῆλυς]] ὀρεὺς Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 24, 1 καὶ 4, ἂν καὶ ἐν 6. 18, 22, ἀμέσως [[μετὰ]] τό: τοῖς θήλεσιν προστίθησι τῆς θηλείας: - [[νικᾶν]] ὀρεῦσι Ἀριστ. Ρητ. 3. 2, 14, πρβλ. [[ἡμίονος]]. - Παρ’ Ἀττ. ἡ [[συνήθης]] [[λέξις]] [[εἶναι]] [[ἡμίονος]], ἂν καὶ τὸ ἐπίθ. ὀρικὸς προτιμᾷ τοῦ ἡμιονικὸς ὁ Μοῖρις. (Ἐκ τοῦ [[ὄρος]], [[ἐπειδὴ]] ἡμίονοι κατὰ τὸ πλεῖστον χρησιμοποιοῦνται ἐν ὀρειναῖς χώραις, ἴδε Ἰλ. Ρ. 742 κἑξ., Ψ. 111-123.) ΙΙ. ποιητ. ἐπίθ. ἀντὶ τοῦ [[ὀρεινός]], Λυκόφρ. 1111.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=έως (ὁ) :<br />mulet, <i>animal</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ὄρος]].
|btext=έως (ὁ) :<br />mulet, <i>animal</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ὄρος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὀρεύς:''' έως, ион. [[οὐρεύς]], ῆος ὁ [[мул]] Hom., Hes., Arph., Arst.
}}
{{ls
|lstext='''ὀρεύς''': Ἰων. [[οὐρεύς]], έως, ὁ· γεν. πληθ. οὐρῶν Ἐπιγραφ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 2338. 82· - [[ἡμίονος]], κοινῶς «μουλάρι», συχν. ἐν τῇ Ἰλ., ὡς [[ζῷον]] φορτηγὸν καὶ ἐλαῦνον ἅμαξαν κτλ. ἀλλ’ ἀείποτε ἐν τῷ Ἰων. τύπῳ· συνών. τῷ [[ἡμίονος]], πρβλ. Ἰλ. Ψ. 115 πρὸς 121, καὶ Ω. 702 πρὸς 716· [[ὡσαύτως]] ἐν Ἀριστοφ. Βατρ. 290, κτλ.· καὶ [[ὅταν]] δὲ γίνηται [[λόγος]] περὶ τοῦ θήλεος, τὸ γένος μένει ἀμετάβλητον, ὁ [[θῆλυς]] ὀρεὺς Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 24, 1 καὶ 4, ἂν καὶ ἐν 6. 18, 22, ἀμέσως μετὰ τό: τοῖς θήλεσιν προστίθησι τῆς θηλείας: - [[νικᾶν]] ὀρεῦσι Ἀριστ. Ρητ. 3. 2, 14, πρβλ. [[ἡμίονος]]. - Παρ’ Ἀττ. ἡ [[συνήθης]] [[λέξις]] [[εἶναι]] [[ἡμίονος]], ἂν καὶ τὸ ἐπίθ. ὀρικὸς προτιμᾷ τοῦ ἡμιονικὸς ὁ Μοῖρις. (Ἐκ τοῦ [[ὄρος]], [[ἐπειδὴ]] ἡμίονοι κατὰ τὸ πλεῖστον χρησιμοποιοῦνται ἐν ὀρειναῖς χώραις, ἴδε Ἰλ. Ρ. 742 κἑξ., Ψ. 111-123.) ΙΙ. ποιητ. ἐπίθ. ἀντὶ τοῦ [[ὀρεινός]], Λυκόφρ. 1111.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὀρεύς]], -έως, ιων. τ. [[οὐρεύς]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> [[ημίονος]], [[μουλάρι]]<br /><b>2.</b> <b>ως επίθ.</b> [[ορεινός]] («[[ὅπως]] τις ὑλοκουρὸς [[ἐργάτης]] [[ὀρεύς]]», <b>Λυκόφρ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «νικᾱν τοῑς ὀρεῡσι» — η [[νίκη]] στις ημιονοδρομίες (<b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[ὀρεύς]] συνδέεται με το [[ὅρος]] (Ι) / [[οὖρος]] «όριο [[σύνορο]]», της οποίας η αρχική σημ. ήταν «[[αυλάκι]] που αφήνει το [[άροτρο]]» (<b>βλ. λ.</b> <i>όρος</i> [Ι]). Επομένως η λ. όρεύς δηλώνει το ζώο που χαράζει το [[αυλάκι]], δηλ. τον ημίονο, ο ποίος [[συχνά]] χρησιμοποιούνταν [[αντί]] του βοδιού για το όργωμα. Ο ιων. επικ. τ. [[οὐρεύς]] αντιστοιχεί με τον ιων. τ. [[οὖρος]] τοῦ [[ὅρος]] (Ι). Προβλήματα γεννά, [[ωστόσο]], η [[ψίλωση]] που εμφανίζει η λ. στην αττ. διάλ., η οποία πιθ. οφείλεται στην παρετυμολ. [[σύνδεση]] της λ. με το [[ὄρος]] (II) «[[βουνό]]»].
|mltxt=[[ὀρεύς]], -έως, ιων. τ. [[οὐρεύς]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> [[ημίονος]], [[μουλάρι]]<br /><b>2.</b> <b>ως επίθ.</b> [[ορεινός]] («[[ὅπως]] τις ὑλοκουρὸς [[ἐργάτης]] [[ὀρεύς]]», <b>Λυκόφρ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «νικᾱν τοῖς ὀρεῡσι» — η [[νίκη]] στις ημιονοδρομίες (<b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[ὀρεύς]] συνδέεται με το [[ὅρος]] (Ι) / [[οὖρος]] «όριο [[σύνορο]]», της οποίας η αρχική σημ. ήταν «[[αυλάκι]] που αφήνει το [[άροτρο]]» (<b>βλ. λ.</b> <i>όρος</i> [Ι]). Επομένως η λ. όρεύς δηλώνει το ζώο που χαράζει το [[αυλάκι]], δηλ. τον ημίονο, ο ποίος [[συχνά]] χρησιμοποιούνταν [[αντί]] του βοδιού για το όργωμα. Ο ιων. επικ. τ. [[οὐρεύς]] αντιστοιχεί με τον ιων. τ. [[οὖρος]] τοῦ [[ὅρος]] (Ι). Προβλήματα γεννά, [[ωστόσο]], η [[ψίλωση]] που εμφανίζει η λ. στην αττ. διάλ., η οποία πιθ. οφείλεται στην παρετυμολ. [[σύνδεση]] της λ. με το [[ὄρος]] (II) «[[βουνό]]»].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὀρεύς:''' Ιων. [[οὐρεύς]], -έως, ὁ, [[μουλάρι]], σε Ομήρ. Ιλ., Αριστοφ. (από το [[ὄρος]], [[βουνό]], [[καθώς]] τα μουλάρια χρησιμοποιούνται [[πολύ]] σε ορεινές περιοχές).
|lsmtext='''ὀρεύς:''' Ιων. [[οὐρεύς]], -έως, ὁ, [[μουλάρι]], σε Ομήρ. Ιλ., Αριστοφ. (από το [[ὄρος]], [[βουνό]], [[καθώς]] τα μουλάρια χρησιμοποιούνται [[πολύ]] σε ορεινές περιοχές).
}}
}}
{{elru
{{etym
|elrutext='''ὀρεύς:''' έως, ион. [[οὐρεύς]], ῆος ὁ мул Hom., Hes., Arph., Arst.
|etymtx=Grammatical information: m. (f.).<br />Meaning: [[mule]], for real Att. [[ἡμίονος]] (Il., Ar., Arist.).<br />Other forms: Ion. [[οὑρεύς]].<br />Compounds: As 1. member in <b class="b3">ὀρεω-κόμος</b> m. [[mule driver]] (Att.) a.o. (for <b class="b3">ὀρεο-</b> with influence of gen. [[ὀρέος]]?).<br />Derivatives: [[ὀρικός]] [[belonging to a mule]] (Is., Aeschin.).<br />Origin: IE [Indo-European] [326] <b class="b2">*h₁er-</b> (<b class="b2">h₃er-</b>?) [[set in move XXX]]<br />Etymology: From [[ὅρος]], Ion. [[οὖρος]] [[frontier]], prop. *'furrow'; so prop. "furrowdrawer" (Schulze Q. 407 n. 3, Bechtel Lex. 261f.). The spir. lenis of the not real-Att. [[ὀρεύς]] may be explained through secondary association with [[ὄρος]], s. Bosshardt $ 65 (cf. also Chantraine Form. 126); on the psilosis also Chantraine Gramm. hom. 1, 185.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ὀρεύς]], ''Ionic'' [[οὐρεύς]], έως, ὁ,<br />a [[mule]], Il., Ar. [From [[ὄρος]] a [[mountain]], mules [[being]] [[much]] used in [[mountainous]] countries.]
}}
{{FriskDe
|ftr='''ὀρεύς''': {oreús}<br />'''Forms''': ion. [[οὐρεύς]]<br />'''Grammar''': m. (f.)<br />'''Meaning''': [[Maulesel]], für echtatt. [[ἡμίονος]] (Il., Ar., Arist. u.a.)<br />'''Composita''' : Als Vorderglied in [[ὀρεωκόμος]] m. [[Mauleseltreiber]] (att.) u.a.<br />'''Derivative''': mit [[ὀρικός]] [[zum Maulesel gehörig]] (Is., Aeschin. u.a.).<br />'''Etymology''' : Von [[ὅρος]], ion. [[οὖρος]] [[Grenze]], eig. *’Furche’; somit eig. "Furchenzieher" (Schulze Q. 407 A. 3, Bechtel Lex.261f.). Der Spir. lenis des nicht echtatt. [[ὀρεύς]] kann durch sekundäre Beziehung auf [[ὄρος]] erklärt werden, s. Bosshardt ̨ 65 (vgl. noch Chantraine Form. 126); zur Psilose noch Chantraine Gramm. hom. 1, 185.<br />'''Page''' 2,414
}}
{{trml
|trtx=Albanian: mushkë; Arabic: بَغَل‎; Egyptian Arabic: بغل‎, بغلة‎; Aragonese: mula; Armenian: ջորի; Azerbaijani: qatır; Basque: mando; Belarusian: мул; Bengali: খচ্চর; Bulgarian: муле; Burmese: လား; Catalan: mul, mula, matxo; Cherokee: ᏗᎦᎵᏰᏅᎯᏓ; Chinese Mandarin: 馬騾, 马骡, 騾子, 骡子; Coptic: ⲧⲉⲙⲑⲁⲙ, ⲙⲁⲥⲫⲟⲣⲕ; Czech: mula; Danish: muldyr; Dutch: muildier; Esperanto: mulo; Estonian: muul; Finnish: muuli; French: mule, mulet; Galician: mulo, mula, macho; Georgian: ჯორი; German: [[Maultier]], [[Muli]]; Greek: [[μουλάρι]], [[ημίονος]]; Ancient Greek: [[ἡμίονος]], [[ὀρεύς]]; Hebrew: פֶּרֶד‎, פִּרְדָּה‎; Hindi: खच्चर; Hungarian: öszvér; Icelandic: múldýr, múlasni; Ido: mulo; Indonesian: bagal; Irish: miúil; Italian: mulo; Japanese: 騾馬, ラバ, ミュール; Kazakh: қашыр; Khmer: លា; Korean: 노새; Kurdish Central Kurdish: ھێستر‎; Northern Kurdish: hêstir, qantir; Kyrgyz: качыр; Lao: ລໍ, ລວາ; Latin: [[mulus]]; Latvian: mūlis; Lithuanian: mulas; Macedonian: му́ле; Malay: baghal; Manchu: ᠯᠣᡵᡳᠨ, ᠯᠣᠰᠠ; Maori: miūru; Middle English: mule; Mongolian: луус; Moroccan Amazigh: ⴰⵙⵔⴷⵓⵏ; Navajo: dzaanééz; Norwegian Bokmål: muldyr; Nynorsk: muldyr; O'odham: muhla; Occitan: mul; Ojibwe: memāngišens; Old English: mūl; Old Portuguese: mua, muleta; Oromo: gaangee; Pashto: کچره‎; Persian: قاطر‎; Polish: muł; Portuguese: mulo, mula; Punjabi: ਖੱਚਰ; Romanian: catâr, mul; Russian: мул; Serbo-Croatian Cyrillic: мазга, мула; Roman: mazga, mula; Seri: moːrɑ, ʔɑmóːrɑ; Shan: လႃး; Sicilian: mulu; Slovak: mul; Slovene: mula; Sorbian Lower Sorbian: mul, mula; Spanish: [[mulo]], [[mula]]; Svan: ჰუ̈ლ; Swahili: nyumbu, baghala; Swedish: mula, mulåsna; Tagalog: mula; Tajik: хачир; Taos: mùlo’óna; Telugu: కంచరగాడిద; Thai: ล่อ, ฬ่อ; Tibetan: དྲེལ; Tonkawa: moːlʌˀɑːlʌk; Turkish: katır; Turkmen: gatyr; Ugaritic: 𐎔𐎗𐎄; Ukrainian: мул; Urdu: خچر‎; Uyghur: قېچىر‎; Uzbek: xachir; Venetian: mus; Vietnamese: la; Volapük: mulud; Walloon: moulet, moule; Welsh: mul; Wolof: berkelle
}}
}}