χειραφετημένος: Difference between revisions
From LSJ
Πολλοῖς ὁ Δαίμων, οὐ κατ' εὔνοιαν φέρων, / Μεγάλα δίδωσιν εὐτυχήματ' ... (Euripides) → God brings great good fortune to many, not out of good will,...
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[χειραφετημένος]], -<i>η</i>, -<i>ο</i><br /><b>1.</b> αυτός που σκέπτεται και ενεργεί ελεύθερα<br /><b>2.</b> χειραφετημένη (η μτχ. θηλ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) <b>συνεκδ.</b> αυτή που, εν [[ονόματι]] της ελευθερίας, παραβαίνει τους κανόνες της ευπρέπειας και της ηθικής. | |mltxt=[[χειραφετημένος]], -<i>η</i>, -<i>ο</i><br /><b>1.</b> αυτός που σκέπτεται και ενεργεί ελεύθερα<br /><b>2.</b> [[χειραφετημένη]] (η μτχ. θηλ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) <b>συνεκδ.</b> αυτή που, εν [[ονόματι]] της ελευθερίας, παραβαίνει τους κανόνες της ευπρέπειας και της ηθικής. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:02, 15 December 2023
Greek Monolingual
χειραφετημένος, -η, -ο
1. αυτός που σκέπτεται και ενεργεί ελεύθερα
2. χειραφετημένη (η μτχ. θηλ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) συνεκδ. αυτή που, εν ονόματι της ελευθερίας, παραβαίνει τους κανόνες της ευπρέπειας και της ηθικής.