διαφραγμός: Difference between revisions

From LSJ

οἱ τότε ἤρχοντο εἰς τὴν νῆσον → they were then coming to the island

Source
m (Text replacement - "(lat\. <i>)([a-zA-Zñáéíóúü\s]+)(<\/i>)" to "$1$2$3")
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-οῦ, ὁ<br />(formado para traducir lat. <i>[[cancellum]]</i>) [[cancel]], [[celosía]] ἔρυμα, ὡς ἄν τις εἴποι ‘διαφραγμόν’, ξυλουργές ... ἐπὶ μέσου διέτεινε τοῦ δικαστηρίου Lyd.<i>Mag</i>.3.37.
|dgtxt=-οῦ, ὁ<br />(formado para traducir lat. <i>[[cancellus|cancellum]]</i>) [[cancel]], [[celosía]] ἔρυμα, ὡς ἄν τις εἴποι ‘διαφραγμόν’, ξυλουργές ... ἐπὶ μέσου διέτεινε τοῦ δικαστηρίου Lyd.<i>Mag</i>.3.37.
}}
}}

Latest revision as of 15:07, 23 December 2023

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
(formado para traducir lat. cancellum) cancel, celosía ἔρυμα, ὡς ἄν τις εἴποι ‘διαφραγμόν’, ξυλουργές ... ἐπὶ μέσου διέτεινε τοῦ δικαστηρίου Lyd.Mag.3.37.