ρυθμικός: Difference between revisions

m
no edit summary
(36)
 
mNo edit summary
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[ῥυθμικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[ῥυθμός]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει στον ρυθμό<br /><b>2.</b> αυτός που διατάσσεται, διατυπώνεται ή εκτελείται με [[ρυθμικότητα]], [[κανονικότητα]] ή [[συμμετρία]], [[έρρυθμος]] (α. «ρυθμική [[κίνηση]]» β. «ρυθμική [[μελωδία]]»<br />«ῥυθμική [[λέξις]]», Διον. Αλ.)<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[ρυθμικός]]<br />(<b>για πρόσ.</b>) ο [[έμπειρος]] [[γνώστης]] τών διαφόρων μουσικών και ποιητικών ρυθμών<br /><b>4.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η ρυθμική</i><br />η [[μελέτη]] τών ρυθμών στη [[μουσική]], στην [[ποίηση]], στη [[ρητορική]] και στη [[γυμναστική]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «ρυθμική [[αγωγή]]»<br /><b>μουσ.</b> η [[ταχύτητα]] εκτέλεσης του ρυθμού («ἀγωγὴ δ' ἐστὶ χρόνων [[τάχος]] ἢ βραδύτης», Κοϊντλ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> η τονική [[στιχουργία]] σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] την προσωδιακή<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «ρυθμική [[γυμναστική]]» — [[σύστημα]] έκφρασης όλων τών παραμέτρων της μουσικής, όπως [[είναι]] η [[μελωδία]], ο [[ρυθμός]], η [[δυναμική]], η [[αρμονία]], η [[ενορχήστρωση]], ο όγκος, η [[πυκνότητα]], η [[άρθρωση]], η [[δομή]] της μορφής, το ύφος και η [[τεχνοτροπία]], μέσω του ανθρώπινου σώματος<br />β) «[[ρυθμικός]] [[πεζός]] [[λόγος]]»<br /><b>λογοτ.</b> [[μορφή]] πεζού λόγου στην οποία ενυπάρχει [[ρυθμός]], [[δηλαδή]] συγκεκριμένη [[τάξη]] τών λέξεων, που προσδίδει και στον λόγο ιδιαίτερη φωνητική [[αξία]], ιδιαίτερη συναισθηματική [[φόρτιση]], ιδιαίτερη [[ένταση]] ή [[σημασία]], αλλ. ρυθμική [[πεζογραφία]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ρυθμικώς</i> / <i>ῥυθμικῶς</i> ΝΜΑ, και <i>ρυθμικά</i> Ν<br />με ρυθμικό τρόπο, με ρυθμό.
|mltxt=-ή, -ό / [[ῥυθμικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[ῥυθμός]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει στον ρυθμό<br /><b>2.</b> αυτός που διατάσσεται, διατυπώνεται ή εκτελείται με [[ρυθμικότητα]], [[κανονικότητα]] ή [[συμμετρία]], [[έρρυθμος]] (α. «ρυθμική [[κίνηση]]» β. «ρυθμική [[μελωδία]]»<br />«ῥυθμική [[λέξις]]», Διον. Αλ.)<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[ρυθμικός]]<br />(<b>για πρόσ.</b>) ο [[έμπειρος]] [[γνώστης]] τών διαφόρων μουσικών και ποιητικών ρυθμών<br /><b>4.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η ρυθμική</i><br />η [[μελέτη]] τών ρυθμών στη [[μουσική]], στην [[ποίηση]], στη [[ρητορική]] και στη [[γυμναστική]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «ρυθμική [[αγωγή]]»<br /><b>μουσ.</b> η [[ταχύτητα]] εκτέλεσης του ρυθμού («ἀγωγὴ δ' ἐστὶ χρόνων [[τάχος]] ἢ βραδύτης», Κοϊντλ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> η τονική [[στιχουργία]] σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] την προσωδιακή<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «ρυθμική [[γυμναστική]]» — [[σύστημα]] έκφρασης όλων τών παραμέτρων της μουσικής, όπως [[είναι]] η [[μελωδία]], ο [[ρυθμός]], η [[δυναμική]], η [[αρμονία]], η [[ενορχήστρωση]], ο όγκος, η [[πυκνότητα]], η [[άρθρωση]], η [[δομή]] της μορφής, το ύφος και η [[τεχνοτροπία]], μέσω του ανθρώπινου σώματος<br />β) «[[ρυθμικός]] [[πεζός]] [[λόγος]]»<br /><b>λογοτ.</b> [[μορφή]] πεζού λόγου στην οποία ενυπάρχει [[ρυθμός]], [[δηλαδή]] συγκεκριμένη [[τάξη]] τών λέξεων, που προσδίδει και στον λόγο ιδιαίτερη φωνητική [[αξία]], ιδιαίτερη συναισθηματική [[φόρτιση]], ιδιαίτερη [[ένταση]] ή [[σημασία]], αλλ. ρυθμική [[πεζογραφία]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ρυθμικώς</i> / <i>ῥυθμικῶς</i> ΝΜΑ, και <i>ρυθμικά</i> Ν<br />με ρυθμικό τρόπο, με ρυθμό.
}}
{{trml
|trtx====[[rhythmic]]===
Bulgarian: ритмичен; Catalan: rítmic; Chinese Mandarin: 節律的/节律的; Dutch: [[ritmisch]]; Finnish: rytmikäs; Galician: rítmico; Georgian: რიტმული; German: [[rhythmisch]]; Greek: [[ρυθμικός]]; Ancient Greek: [[ἔνρυθμος]], [[ἔρρυθμος]], [[ῥυθμικός]], [[ῥύθμιος]]; Maori: manawataki; Portuguese: [[rítmico]]; Russian: [[ритмичный]]; Scottish Gaelic: ruitheamail; Slovene: ritmičen; Spanish: [[rítmico]], [[acompasado]], [[cadencioso]]; Welsh: rhythmig
}}
}}