ἐπικουφίζω: Difference between revisions

m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2"
mNo edit summary
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπικουφίζω]] (AM) [[κουφίζω]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>μέσ.</b> <i>επικουφίζομαι</i><br />ανακουφίζομαι από τα οικονομικά βάρη<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ελαφρύνω]], [[ελαττώνω]] το [[βάρος]] («ἐκπηδᾶν ἐς τὴν θάλασσαν καὶ τὴν νέα ἐπικουφισθεῖσαν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[σηκώνω]] [[ψηλά]] [[κάτι]] («σὺ δὲ πατρός... πλευρὰς σὺν ἐμοὶ τάσδ’ ἐπικούφιζε», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] ελαφρότερο, [[μετριάζω]], [[ανακουφίζω]] (α. «ἐπικουφίζει τι ἡ τιμὴ τοὺς πόνους τῷ ἄρχοντι», <b>Ξεν.</b><br />β. «δεῖ δή με κἀκέλευστον εἰς ὅσον [[σθένω]] μόχθου ‘πικουφίζουσαν ὡς [[ῥᾷον]] φέρῃς, συνεκκομίζειν σοι πόνους», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>4.</b> (με δοτ. οργαν.) [[εμπνέω]] [[θάρρος]], [[δύναμη]] («τῷ μὲν προσώπῳ παραθαρρύνων, ταῖς δὲ ἐλπίσιν ἐπικουφίζων», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>5.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] κούφο, [[ελαφρύνω]] [[κάτι]], το [[κάνω]] ελαφρό, και μτφ. ανόητο<br /><b>6.</b> <b>μέσ.</b> <i>ἀνακουφίζομαι</i> (με αιτ. του αντικ. και δοτ. του μέσου) [[κάνω]] πιο ελαφρό («ταῖς διὰ τὴν ἀρετὴν ἡδοναῑς τὸν πόνον ἐπικουφίζομαι», ΠΔ)<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> «[[ἐπικουφίζω]] γῆν» — [[κάνω]] τη γη ελαφρότερη, τήν [[αραιώνω]] με το [[σκάλισμα]], [[σκάβω]].
|mltxt=[[ἐπικουφίζω]] (AM) [[κουφίζω]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>μέσ.</b> <i>επικουφίζομαι</i><br />ανακουφίζομαι από τα οικονομικά βάρη<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ελαφρύνω]], [[ελαττώνω]] το [[βάρος]] («ἐκπηδᾶν ἐς τὴν θάλασσαν καὶ τὴν νέα ἐπικουφισθεῖσαν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[σηκώνω]] [[ψηλά]] [[κάτι]] («σὺ δὲ πατρός... πλευρὰς σὺν ἐμοὶ τάσδ’ ἐπικούφιζε», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] ελαφρότερο, [[μετριάζω]], [[ανακουφίζω]] (α. «ἐπικουφίζει τι ἡ τιμὴ τοὺς πόνους τῷ ἄρχοντι», <b>Ξεν.</b><br />β. «δεῖ δή με κἀκέλευστον εἰς ὅσον [[σθένω]] μόχθου ‘πικουφίζουσαν ὡς [[ῥᾷον]] φέρῃς, συνεκκομίζειν σοι πόνους», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>4.</b> (με δοτ. οργαν.) [[εμπνέω]] [[θάρρος]], [[δύναμη]] («τῷ μὲν προσώπῳ παραθαρρύνων, ταῖς δὲ ἐλπίσιν ἐπικουφίζων», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>5.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] κούφο, [[ελαφρύνω]] [[κάτι]], το [[κάνω]] ελαφρό, και μτφ. ανόητο<br /><b>6.</b> <b>μέσ.</b> <i>ἀνακουφίζομαι</i> (με αιτ. του αντικ. και δοτ. του μέσου) [[κάνω]] πιο ελαφρό («ταῖς διὰ τὴν ἀρετὴν ἡδοναῖς τὸν πόνον ἐπικουφίζομαι», ΠΔ)<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> «[[ἐπικουφίζω]] γῆν» — [[κάνω]] τη γη ελαφρότερη, τήν [[αραιώνω]] με το [[σκάλισμα]], [[σκάβω]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm