ἐφηβικός: Difference between revisions

m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=efivikos
|Transliteration C=efivikos
|Beta Code=e)fhbiko/s
|Beta Code=e)fhbiko/s
|Definition=ή, όν, Dor. [[ἐφαβικός]], ά, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> of or for an [[ἔφηβος]], ἀθλα <span class="bibl">Theoc.23.56</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> τὸ [[ἐφηβικόν]], </span><span class="sense"><span class="bld">1</span> = [[ἐφηβεία]] ''1'', <span class="bibl">Luc.<span class="title">Nav.</span> 3</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[part]] of the [[theatre]] assigned to the [[youths]], <span class="bibl">Poll.4.122</span>; ἐφηβικός [[τόπος]] Sch.<span class="bibl">Ar.<span class="title">Av.</span>795</span>.</span>
|Definition=ἐφηβική, ἐφηβικόν, Dor. [[ἐφαβικός]], ά, όν,<br><span class="bld">A</span> of or for an [[ἔφηβος]], ἀθλα Theoc.23.56.<br><span class="bld">II</span> τὸ [[ἐφηβικόν]],<br><span class="bld">1</span> = [[ἐφηβεία]] ''1'', Luc.''Nav.'' 3.<br><span class="bld">2</span> [[part]] of the [[theatre]] assigned to the [[youths]], Poll.4.122; ἐφηβικός [[τόπος]] Sch.[[Aristophanes|Ar.]]''[[The Birds|Av.]]''795.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui concerne les jeunes gens ; τὸ ἐφηβικόν l'adolescence.<br />'''Étymologie:''' [[ἔφηβος]].
|btext=ή, όν :<br />qui concerne les jeunes gens ; τὸ ἐφηβικόν l'adolescence.<br />'''Étymologie:''' [[ἔφηβος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐφηβικός:''' дор. ἐφᾱβικός 3 юношеский (ἆθλα Theocr.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 20: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἐφηβικός]], -ή, όν, δωρ. τ. ἐφαβικός) [[έφηβος]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους εφήβους ή στην εφηβική [[ηλικία]], [[νεανικός]] (α. «ἐφαβικὰ βαῑνε δ' ἐς ἆθλα», <b>Θεόκρ.</b><br />β. «εμάντευες όλο εκείνο το εφηβικό [[κορμί]] το μεστωμένο», Ξενόπλ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> αυτός που προέρχεται από νέο, από έφηβο, ο [[δυνατός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τo ἐφηβικόν</i><br />α) η εφηβική [[ηλικία]]<br />β) το [[μέρος]] του θεάτρου που ήταν προορισμένο για τους εφήβους.
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἐφηβικός]], -ή, όν, δωρ. τ. ἐφαβικός) [[έφηβος]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους εφήβους ή στην εφηβική [[ηλικία]], [[νεανικός]] (α. «ἐφαβικὰ βαῖνε δ' ἐς ἆθλα», <b>Θεόκρ.</b><br />β. «εμάντευες όλο εκείνο το εφηβικό [[κορμί]] το μεστωμένο», Ξενόπλ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> αυτός που προέρχεται από νέο, από έφηβο, ο [[δυνατός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τo ἐφηβικόν</i><br />α) η εφηβική [[ηλικία]]<br />β) το [[μέρος]] του θεάτρου που ήταν προορισμένο για τους εφήβους.
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐφηβικός:''' -ή, -όν, Δωρ. ἐφαβ-, -ά, -όν,· αυτό που χαρακτηρίζει ή είναι κατάλληλο για <i>ἔφηβον</i>, σε Θεόκρ.
|lsmtext='''ἐφηβικός:''' -ή, -όν, Δωρ. ἐφαβ-, -ά, -όν,· αυτό που χαρακτηρίζει ή είναι κατάλληλο για <i>ἔφηβον</i>, σε Θεόκρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐφηβικός:''' дор. ἐφᾱβικός 3 юношеский (ἆθλα Theocr.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἐφηβικός]], ή, όν<br />of or for an [[ἔφηβος]], Theocr. [from [[ἔφηβος]]
|mdlsjtxt=[[ἐφηβικός]], ή, όν<br />of or for an [[ἔφηβος]], Theocr. [from [[ἔφηβος]]
}}
}}