ενδύω: Difference between revisions

m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2"
m (Text replacement - "εῑν" to "εῖν")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[ἐνδύω]] και [[ἐνδύνω]]<br />Α και ἐνδυνῶ, -έω)<br /><b>1.</b> [[φορώ]] ενδύματα σε κάποιον, [[ντύνω]] κάποιον («ενδύει την Αγία Τράπεζα», «ἐνέδυσάν με [[χλαμύδα]] κοκκίνην», «ἐνδύουσι [[τὤγαλμα]] τοῦ [[Διός]]»)<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>ενδύομαι</i><br />[[φορώ]] τα ενδύματα ή τη [[στολή]] μου («ἐνδύεται ἅπασαν τὴν ἀρχιερατικήν στολήν», «θανάσιμον [[πέπλον]]... ἐκεῖνος ἐνδύς»)<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[δένω]] [[βιβλίο]], [[βιβλιοδετώ]], [[ντύνω]] το [[βιβλίο]], («οἱ γραμματικοὶ ἐνδύουν τὰ βιβλία»)<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />περιβάλλομαι από, σαν να έχω φορέσει ως [[ένδυμα]] («ἐνεδύθημεν δόξαν», «τόλμην ἐνδύεσθαι»)<br /><b>μσν.</b><br />[[επενδύω]], [[ξοδεύω]] σε [[αγορά]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εισέρχομαι]] ορμητικά [[κάπου]] («οἱ λόγοι οὗτοι ἐνδύονται ταῑς ψυχαῑς τῶν ἀκουόντων»)<br /><b>2.</b> [[υφίσταμαι]] [[καθίζηση]] («τοῦ τρίβου παντάπασιν ἐνδεδυκότος»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[ἐνδύω]] διά τίνος» — [[γλιστρώ]], [[εισέρχομαι]] αθόρυβα.
|mltxt=(AM [[ἐνδύω]] και [[ἐνδύνω]]<br />Α και ἐνδυνῶ, -έω)<br /><b>1.</b> [[φορώ]] ενδύματα σε κάποιον, [[ντύνω]] κάποιον («ενδύει την Αγία Τράπεζα», «ἐνέδυσάν με [[χλαμύδα]] κοκκίνην», «ἐνδύουσι [[τὤγαλμα]] τοῦ [[Διός]]»)<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>ενδύομαι</i><br />[[φορώ]] τα ενδύματα ή τη [[στολή]] μου («ἐνδύεται ἅπασαν τὴν ἀρχιερατικήν στολήν», «θανάσιμον [[πέπλον]]... ἐκεῖνος ἐνδύς»)<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[δένω]] [[βιβλίο]], [[βιβλιοδετώ]], [[ντύνω]] το [[βιβλίο]], («οἱ γραμματικοὶ ἐνδύουν τὰ βιβλία»)<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />περιβάλλομαι από, σαν να έχω φορέσει ως [[ένδυμα]] («ἐνεδύθημεν δόξαν», «τόλμην ἐνδύεσθαι»)<br /><b>μσν.</b><br />[[επενδύω]], [[ξοδεύω]] σε [[αγορά]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εισέρχομαι]] ορμητικά [[κάπου]] («οἱ λόγοι οὗτοι ἐνδύονται ταῖς ψυχαῖς τῶν ἀκουόντων»)<br /><b>2.</b> [[υφίσταμαι]] [[καθίζηση]] («τοῦ τρίβου παντάπασιν ἐνδεδυκότος»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[ἐνδύω]] διά τίνος» — [[γλιστρώ]], [[εισέρχομαι]] αθόρυβα.
}}
}}