ένας: Difference between revisions

m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2"
m (Text replacement - ">" to ">")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἔνας]] και δωρ. τ. [[ἔνος]] (Α)<br />την [[τρίτη]] [[ημέρα]], [[μεθαύριο]].<br /><b>(II)</b><br />μία και μια, ένα και εις, μία, εν (AM εἷς, μία, ἕν, Μ και ἕνας, μία, ἕνα)<br /><b>1.</b> αριθμητικό που εκφράζει την [[έννοια]] της μονάδας («εἷς [[βασιλεύς]]», <b>Ομ.</b>)<br /><b>2.</b> [[συχνά]] με [[έμφαση]] («[[πιστεύω]] εἰς ἕνα Θεόν»)<br /><b>3.</b> (με το [[οἷος]], [[μόνος]]) [[ένας]] μόνο («α. μίαν, οἴην παῑδα λίπόντα Ἀρήτην», Οδ.<br />β. «μιᾷ ροπῆ καὶ μόνῃ», Τζέτζ.)<br /><b>4.</b> για [[δήλωση]] εμφάσεως (με ή [[χωρίς]] υπερθετικό) [[μοναδικός]] (α. «εἷς [[οἰωνός]] [[ἄριστος]]», Όμ.<br />β. «Ἑτεοκλέης ἄν εἷς πολὺς κατὰ πτόλιν ὑμνοῑτο», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>5.</b> ο [[ίδιος]], αυτός («μια [[μάννα]] μάς γέννησε»)<br /><b>6.</b> σε [[αντίθεση]] [[προς]] τα αόρ. αντων. επίθ. [[έτερος]], [[άλλος]] (α. «ἓξ πτέρυγες τῷ ἑνὶ και ἓξ πτέρυγες τῷ ένί», ΠΔ<br />β. («ο [[ένας]] με [[μήλο]] μέ βαρεί κι ο [[άλλος]] με [[δαχτυλίδι]]»)<br /><b>7.</b> (με αόρ. αντων. <i>εἷς τις</i>, [[ένας]] [[κάποιος]]) [[κάποιος]] («παρουσίασε έναν κάποιον μάρτυρα»)<br /><b>8.</b> (με γεν. διαιρετική ή ανάλογη [[έκφραση]]) δηλώνει [[διαστολή]] και [[αοριστολογία]] («[[ένας]] από το [[πλήθος]]»)<br /><b>9.</b> ως αόρ. [[άρθρο]] (α. «καὶ ἔρριψε τὸ [[παιδίον]] [[ὑποκάτω]] μιᾱς [[ἐλάτης]]», ΠΔ<br />β. μια [[φορά]] κι έναν καιρό ήταν [[ένας]] [[βασιλιάς]]»)<br /><b>10.</b> <b>(φιλοσ.)</b> <i>τὸ ἕν</i><br />η [[μονάδα]] («ἕν το πᾱν»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> χρησιμοποιείται για [[έξαρση]] της μηδαμινότητας του ατόμου σε [[σχέση]] με τα αποτελέσματα τών ενεργειών του («[[ένας]] [[τιποτένιος]] να κατορθώσει τέτοιο [[πράγμα]]»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «ένα [[προς]] ένα» — με όλες τις λεπτομέρειες<br />β) «με μιας» — [[ξαφνικά]]<br />γ) «[[ένας]] κι [[ένας]]» — [[ξεχωριστός]] (με καλή ή κακή [[σημασία]])<br />δ) «διά μιας» — [[αμέσως]], [[ξαφνικά]]<br />ε) «μια και» — [[αφού]]<br />στ) «μια για [[πάντα]]» — οριστικά<br />ζ) «ο [[ένας]] κι ο [[άλλος]]» — για ανεύθυνους ανθρώπους<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />(με οριστ. [[άρθρο]] και γεν. διαιρ.) ο [[ένας]] από τους δύο («τον ἕνα τῶν ὀφθαλμῶν ἀποκοπείς», Κων. Πορφυρ.)<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>φρ.</b><br /><b>1.</b> «ἓν ἀνθ' [[ἑνός]]» — το ένα συγκρινόμενο με το [[άλλο]] (για πράγματα εντελώς όμοια, που μπορεί να αντικαταστήσει το ένα το [[άλλο]])<br /><b>2.</b> «μετρήσω μίαν δοχικῷ ἀντὶ μιᾱς Ἀθηναίου» — μια [[φορά]] με το δοχικό [[μέτρο]] και μια με το Αθηναίου [[εναλλάξ]]<br /><b>3.</b> «ἀπὸ μιᾱς» — από συμφώνου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> σε [[αντίθεση]] [[προς]] το [[πολύς]] («μία τὰς πολλάς, τὰς [[πάνυ]] πολλὰς ψυχὰς ὀλέσασα», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>(ενάρθρ.)</b> για [[αντίθεση]] και έντονη [[διαστολή]] («τοῡ ἑνὸς οἱ δύο ἀγαθοὶ βελτίους», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[αντί]] του τακτικού [[πρώτος]] («καὶ αὕτη μὲν ἡ πρώτη [[ἡμέρα]], Μωυςῆς δὲ αὐτὴν μίαν εἶπεν», <b>Ιώσ.</b>)<br /><b>4.</b> [[ενιαίος]], [[κοινός]] («ποιεῑν ἓν τὴν πόλιν» — να γίνουν οι πολίτες ίσοι, <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἓν</i> και <i>τὰ ἕνα</i><br /><b>μαθ.</b> η [[μονάδα]], οι μονάδες<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «οὐδὲ εἷς» — [[κανένας]]<br />β) «εἷς [[ἕκαστος]]» — [[καθένας]] [[χωριστά]]<br />γ) «καθ' ἓν ἕκαστον» — ένα [[προς]] ένα<br />δ) «ἕν ἀνθ' [[ἑνός]]» — [[προπαντός]]<br />ε) «παρ' ἕνα» — ο [[ένας]] [[κοντά]] στον [[άλλο]]<br />στ) «εἰς ἕν» — στο ίδιο [[σημείο]]<br />ζ) «εἰς ἓν [[ἔρχομαι]]» — [[ομονοώ]]<br />η) «ἀπὸ μιᾱς» — αναντίρρητα, μια και καλή<br />θ) «[[παρά]] μίαν» — ολόκληρη<br />ι) «εἷς ὁ [[πρῶτος]]» — [[πρώτος]] και [[καλύτερος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το νεοελλ. [[ένας]] προήλθε [[κατά]] μεταπλασμό από το <i>ένα</i>, [[αιτιατική]] του αρχ. αριθμητικού <i>εις</i> (<b>πρβλ.</b> [[χειμών]] > [[χειμώνας]] <b>κ.λπ.</b>). Ο τ. <i>είς</i> <span style="color: red;"><</span> <i>hens</i> <span style="color: red;"><</span> <i>hems</i> <span style="color: red;"><</span> ΙE <i>sem</i>-<i>s</i>, ενώ το θηλ. <i>μία</i> <span style="color: red;"><</span> <i>sm</i>-<i>iį∂</i>, μηδενισμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας. Στην [[ίδια]] [[ρίζα]] <i>sem</i>- «ένα, σ' ένα [[μαζί]], [[μαζί]] με» ανάγονται και τα λατ. <i>semel</i> «[[άπαξ]]», <i>semper</i> «[[πάντα]]», τοχ. A' <i>sas</i>, τοχ. Β' <i>se</i>(<i>me</i>), αρμ. <i>mi</i>, ενώ η συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] <i>sm</i> εμφανίζεται στα <i>άμα</i>, [[άπαξ]], αρχ. ινδ. <i>sa</i>-<i>krt</i> και η ετεροιωμένη στο [[ομός]] «ο [[ίδιος]], ο [[κοινός]], ο όμοιος»].
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἔνας]] και δωρ. τ. [[ἔνος]] (Α)<br />την [[τρίτη]] [[ημέρα]], [[μεθαύριο]].<br /><b>(II)</b><br />[[μία]] και [[μια]], [[ένα]] και [[εις]], [[μία]], [[εν]] (AM [[εἷς]], [[μία]], [[ἕν]], Μ και [[ἕνας]], [[μία]], [[ἕνα]])<br /><b>1.</b> αριθμητικό που εκφράζει την [[έννοια]] της μονάδας («εἷς [[βασιλεύς]]», <b>Ομ.</b>)<br /><b>2.</b> [[συχνά]] με [[έμφαση]] («[[πιστεύω]] εἰς ἕνα Θεόν»)<br /><b>3.</b> (με το [[οἷος]], [[μόνος]]) [[ένας]] μόνο («α. μίαν, οἴην παῑδα λίπόντα Ἀρήτην», Οδ.<br />β. «μιᾷ ροπῆ καὶ μόνῃ», Τζέτζ.)<br /><b>4.</b> για [[δήλωση]] εμφάσεως (με ή [[χωρίς]] υπερθετικό) [[μοναδικός]] (α. «εἷς [[οἰωνός]] [[ἄριστος]]», Όμ.<br />β. «Ἑτεοκλέης ἄν εἷς πολὺς κατὰ πτόλιν ὑμνοῖτο», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>5.</b> ο [[ίδιος]], αυτός («μια [[μάννα]] μάς γέννησε»)<br /><b>6.</b> σε [[αντίθεση]] [[προς]] τα αόρ. αντων. επίθ. [[έτερος]], [[άλλος]] (α. «ἓξ πτέρυγες τῷ ἑνὶ και ἓξ πτέρυγες τῷ ένί», ΠΔ<br />β. («ο [[ένας]] με [[μήλο]] μέ βαρεί κι ο [[άλλος]] με [[δαχτυλίδι]]»)<br /><b>7.</b> (με αόρ. αντων. <i>εἷς τις</i>, [[ένας]] [[κάποιος]]) [[κάποιος]] («παρουσίασε έναν κάποιον μάρτυρα»)<br /><b>8.</b> (με γεν. διαιρετική ή ανάλογη [[έκφραση]]) δηλώνει [[διαστολή]] και [[αοριστολογία]] («[[ένας]] από το [[πλήθος]]»)<br /><b>9.</b> ως αόρ. [[άρθρο]] (α. «καὶ ἔρριψε τὸ [[παιδίον]] [[ὑποκάτω]] μιᾱς [[ἐλάτης]]», ΠΔ<br />β. μια [[φορά]] κι έναν καιρό ήταν [[ένας]] [[βασιλιάς]]»)<br /><b>10.</b> <b>(φιλοσ.)</b> <i>τὸ ἕν</i><br />η [[μονάδα]] («ἕν το πᾶν»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> χρησιμοποιείται για [[έξαρση]] της μηδαμινότητας του ατόμου σε [[σχέση]] με τα αποτελέσματα τών ενεργειών του («[[ένας]] [[τιποτένιος]] να κατορθώσει τέτοιο [[πράγμα]]»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «ένα [[προς]] ένα» — με όλες τις λεπτομέρειες<br />β) «με μιας» — [[ξαφνικά]]<br />γ) «[[ένας]] κι [[ένας]]» — [[ξεχωριστός]] (με καλή ή κακή [[σημασία]])<br />δ) «διά μιας» — [[αμέσως]], [[ξαφνικά]]<br />ε) «μια και» — [[αφού]]<br />στ) «μια για [[πάντα]]» — οριστικά<br />ζ) «ο [[ένας]] κι ο [[άλλος]]» — για ανεύθυνους ανθρώπους<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />(με οριστ. [[άρθρο]] και γεν. διαιρ.) ο [[ένας]] από τους δύο («τον ἕνα τῶν ὀφθαλμῶν ἀποκοπείς», Κων. Πορφυρ.)<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>φρ.</b><br /><b>1.</b> «ἓν ἀνθ' [[ἑνός]]» — το ένα συγκρινόμενο με το [[άλλο]] (για πράγματα εντελώς όμοια, που μπορεί να αντικαταστήσει το ένα το [[άλλο]])<br /><b>2.</b> «μετρήσω μίαν δοχικῷ ἀντὶ μιᾱς Ἀθηναίου» — μια [[φορά]] με το δοχικό [[μέτρο]] και μια με το Αθηναίου [[εναλλάξ]]<br /><b>3.</b> «ἀπὸ μιᾱς» — από συμφώνου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> σε [[αντίθεση]] [[προς]] το [[πολύς]] («μία τὰς πολλάς, τὰς [[πάνυ]] πολλὰς ψυχὰς ὀλέσασα», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>(ενάρθρ.)</b> για [[αντίθεση]] και έντονη [[διαστολή]] («τοῦ ἑνὸς οἱ δύο ἀγαθοὶ βελτίους», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[αντί]] του τακτικού [[πρώτος]] («καὶ αὕτη μὲν ἡ πρώτη [[ἡμέρα]], Μωυςῆς δὲ αὐτὴν μίαν εἶπεν», <b>Ιώσ.</b>)<br /><b>4.</b> [[ενιαίος]], [[κοινός]] («ποιεῖν ἓν τὴν πόλιν» — να γίνουν οι πολίτες ίσοι, <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἓν</i> και <i>τὰ ἕνα</i><br /><b>μαθ.</b> η [[μονάδα]], οι μονάδες<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «οὐδὲ εἷς» — [[κανένας]]<br />β) «εἷς [[ἕκαστος]]» — [[καθένας]] [[χωριστά]]<br />γ) «καθ' ἓν ἕκαστον» — ένα [[προς]] ένα<br />δ) «ἕν ἀνθ' [[ἑνός]]» — [[προπαντός]]<br />ε) «παρ' ἕνα» — ο [[ένας]] [[κοντά]] στον [[άλλο]]<br />στ) «εἰς ἕν» — στο ίδιο [[σημείο]]<br />ζ) «εἰς ἓν [[ἔρχομαι]]» — [[ομονοώ]]<br />η) «ἀπὸ μιᾱς» — αναντίρρητα, μια και καλή<br />θ) «[[παρά]] μίαν» — ολόκληρη<br />ι) «εἷς ὁ [[πρῶτος]]» — [[πρώτος]] και [[καλύτερος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Το νεοελλ. [[ένας]] προήλθε [[κατά]] μεταπλασμό από το <i>ένα</i>, [[αιτιατική]] του αρχ. αριθμητικού <i>εις</i> (<b>πρβλ.</b> [[χειμών]] > [[χειμώνας]] <b>κ.λπ.</b>). Ο τ. <i>είς</i> <span style="color: red;"><</span> <i>hens</i> <span style="color: red;"><</span> <i>hems</i> <span style="color: red;"><</span> ΙE <i>sem</i>-<i>s</i>, ενώ το θηλ. <i>μία</i> <span style="color: red;"><</span> <i>sm</i>-<i>iį∂</i>, μηδενισμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας. Στην [[ίδια]] [[ρίζα]] <i>sem</i>- «ένα, σ' ένα [[μαζί]], [[μαζί]] με» ανάγονται και τα λατ. <i>semel</i> «[[άπαξ]]», <i>semper</i> «[[πάντα]]», τοχ. A' <i>sas</i>, τοχ. Β' <i>se</i>(<i>me</i>), αρμ. <i>mi</i>, ενώ η συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] <i>sm</i> εμφανίζεται στα <i>άμα</i>, [[άπαξ]], αρχ. ινδ. <i>sa</i>-<i>krt</i> και η ετεροιωμένη στο [[ομός]] «ο [[ίδιος]], ο [[κοινός]], ο όμοιος»].
}}
}}