λιλαίομαι: Difference between revisions

m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2"
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
(17 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=lilaiomai
|Transliteration C=lilaiomai
|Beta Code=lilai/omai
|Beta Code=lilai/omai
|Definition=only pres. and impf., <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[long]] or [[desire earnestly]], freq. in Hom., mostly c. inf., <b class="b2">long to be</b> or [[do]] so and so, <b class="b3">τίμε… λιλαίεαι ἠπεροπεύειν</b>; <span class="bibl">Il.3.399</span>; λ. πολεμίζειν <span class="bibl">16.89</span>; εὐνηθῆναι <span class="bibl">14.331</span>: metaph., of a lance, <b class="b3">λιλαιομένη χροὸς ἆσαι</b> [[longing]] to taste flesh, <span class="bibl">21.168</span>, cf. <span class="bibl">11.574</span>, <span class="bibl">15.317</span>; <b class="b3">λιλαιομένη πόσιν εἶναι</b> <b class="b2">longing for him</b> to be her husband, <span class="bibl">Od.1.15</span>, <span class="bibl">9.30</span>, <span class="bibl">32</span>, <span class="bibl">23.334</span>: c. gen., [[long for]], <b class="b3">πολέμοιο, ὁδοῖο, βιότοιο, δόρποιο</b>, <span class="bibl">Il.3.133</span>, <span class="bibl">Od.1.315</span>, <span class="bibl">12.328</span>, <span class="bibl">13.31</span>; also <b class="b3">φόωσδε λιλαίεο</b> [[struggle]] to the light of day, <span class="bibl">11.223</span>: so in later Ep., c. inf., <span class="bibl">A.R.3.394</span>, al.: c. acc., <span class="bibl">Nonn.<span class="title">D.</span>28.144</span>: abs., ib.<span class="bibl">42.132</span>.—Cf.<b class="b3">λελίημαι</b>.</span>
|Definition=only pres. and impf., [[long]] or [[desire earnestly]], freq. in Hom., mostly c. inf., [[long to be]] or [[do]] so and so, <b class="b3">τίμε… λιλαίεαι ἠπεροπεύειν</b>; Il.3.399; λ. πολεμίζειν 16.89; εὐνηθῆναι 14.331: metaph., of a lance, <b class="b3">λιλαιομένη χροὸς ἆσαι</b> [[longing]] to taste flesh, 21.168, cf. 11.574, 15.317; <b class="b3">λιλαιομένη πόσιν εἶναι</b> [[longing for him]] to be her husband, Od.1.15, 9.30, 32, 23.334: c. gen., [[long for]], <b class="b3">πολέμοιο, ὁδοῖο, βιότοιο, δόρποιο</b>, Il.3.133, Od.1.315, 12.328, 13.31; also <b class="b3">φόωσδε λιλαίεο</b> [[struggle]] to the [[light]] of [[day]], 11.223: so in later Ep., c. inf., A.R.3.394, al.: c. acc., [[Nonnus Epicus|Nonn.]] ''[[Dionysiaca|D.]]'' 28.144: abs., ib.42.132.—Cf. [[λελίημαι]].
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0047.png Seite 47]] (λαω, [[λελίημαι]]), nur praes. u. impf., heftig begehren, verlangen, steh sehnen; gew. c. inf., ἐν φιλότητι λιλαίεαι κοιμηθῆναι, Il. 14, 331, προτὶ [[ἄστυ]] [[λιλαίομαι]] ἀπονέεσθαι, Od. 15, 307, λιλαιομένη πόσιν εἶναι, verlangend, daß er ihr Gemahl sei, 1, 15. 9, 30; auch von leblosen Dingen, wie von der Lanze, λιλαιομένη χροὸς [[ἆσαι]], Il. 21, 168, wie [[φόωσδε]] λιλαίεο, ans Licht strebe, sc. zu gelangen, Od. 11, 223; vgl. Theocr. 22, 118. – Auch c. gen., ὀλοοῖο λιλαιόμενοι πολέμοιο, nach dem Kriege sich sehnend, verlangend, Il. 3, 133, βιότοιο, Od. 12, 328, δόρποιο, 13, 31, ὁδοῖο, 1, 315; Hes. Sc. 113 u. sp. D., ἠπείροιο, Ap. Rh. 1, 1165.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0047.png Seite 47]] (λαω, [[λελίημαι]]), nur praes. u. impf., heftig begehren, verlangen, steh sehnen; gew. c. inf., ἐν φιλότητι λιλαίεαι κοιμηθῆναι, Il. 14, 331, προτὶ [[ἄστυ]] [[λιλαίομαι]] ἀπονέεσθαι, Od. 15, 307, λιλαιομένη πόσιν εἶναι, verlangend, daß er ihr Gemahl sei, 1, 15. 9, 30; auch von leblosen Dingen, wie von der Lanze, λιλαιομένη χροὸς [[ἆσαι]], Il. 21, 168, wie [[φόωσδε]] λιλαίεο, ans Licht strebe, ''[[sc.]]'' zu gelangen, Od. 11, 223; vgl. Theocr. 22, 118. – Auch c. gen., ὀλοοῖο λιλαιόμενοι πολέμοιο, nach dem Kriege sich sehnend, verlangend, Il. 3, 133, βιότοιο, Od. 12, 328, δόρποιο, 13, 31, ὁδοῖο, 1, 315; Hes. Sc. 113 u. sp. D., ἠπείροιο, Ap. Rh. 1, 1165.
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. prés., impf., pf.</i> [[λελίημαι]], <i>pqp. 3ᵉ sg.</i> [[λελίητο]];<br />désirer vivement, faire effort vers <i>ou</i> pour, gén. : πολέμοιο IL désirer le combat ; ὁδοῖο OD souhaiter de partir ; avec l'inf. : λ. πολεμίζειν IL désirer combattre ; [[φόωσδε]] λ. OD se hâter de retourner à la lumière du jour ; <i>en parl. d'un javelot</i> λιλαιομένη χροὸς [[ἆσαι]] IL qui désirait s'enfoncer dans la chair.<br />'''Étymologie:''' R. Λας = Λα, avec redoubl. ; cf. *[[λάω]].
}}
{{elru
|elrutext='''λῐλαίομαι:''' [[λάω]] II] (только praes., impf. и pf. [[λελίημαι]]) страстно желать, жаждать (πολέμοιο и πολεμίζειν Hom.): λιλαιόμενος ὁδοῖο Hom. охваченный желанием отправиться в путь; [[φόωσδε]] [[τάχιστα]] λιλαίεο Hom. поспеши вернуться на свет; [[βάν]] ῥ᾽ ἰθὺς Δαναῶν λελιημένοι Hom. (троянцы) яростно ударили на данайцев; [[ἐπεὶ]] λελίησαι ἀκούειν Theocr. поскольку тебе хочется услышать.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''λῐλαίομαι''': (ἴδε ἐν λ. λάω Β) ἀποθ., ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ., ἐπιθυμῶ ἢ ποθῶ σφοδρῶς, [[συχνάκις]] παρ’ Ὁμ., τὸ πλεῖστον μετ’ ἀπαρ., ἐπιθυμῶ νὰ εἶμαι ἢ νὰ πράξω..., τί με... λιλαίεαι ἠπεροπεύειν Ἰλ. Γ. 399· λ. πολεμίζειν Π. 89· εὐνηθῆναι Ξ. 331, κ. ἀλλ.· μεταφορ. ἐπὶ δόρατος ἢ λόγχης, λιλαιομένη χροὸς ἆσαι, ἐπιθυμοῦσα «τοῦ σώματος κορεσθῆναι» (Σχόλ.), Φ. 168, πρβλ. Λ. 574, κ. ἀλλ.· λιλαιομένη πόσιν [[εἶναι]], σφοδρῶς ἐπιθυμοῦσα νὰ ἦτο αὐτὸς σύζυγός της, Ὀδ. Α. 15., Ι. 30, 32, κ. ἀλλ.· - [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] γεν., ἐπιθυμῶ τινος, ποθῶ τι, ὀλοοῖο λιλαιόμενοι πολέμοιο Ἰλ. Γ. 133· λιλαιόμενόν περ ὁδοῖο Ὀδ. Α. 315· βιότοιο, δόρποιο Μ. 328, Ν. 31, κ. ἀλλ.· -[[ὡσαύτως]], ἀλλὰ [[φόωσδε]] τάσχιστα λιλαίεο, «ἀλλ’ ἐξελθεῖν ἐκ τοῦ Ἅιδου καὶ εἰς τὸ φῶς [[αὖθις]] ἐπανελθεῖν προθυμοῦ» (Σχόλ.), Λ. 223. Οὕτω παρ’ Ἀπολλ. Ροδ. καὶ τοῖς μεταγεν. Ἐπικ. Πρβλ. [[λελίημαι]].
|lstext='''λῐλαίομαι''': (ἴδε ἐν λ. λάω Β) ἀποθ., ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ., ἐπιθυμῶ ἢ ποθῶ σφοδρῶς, [[συχνάκις]] παρ’ Ὁμ., τὸ πλεῖστον μετ’ ἀπαρ., ἐπιθυμῶ νὰ εἶμαι ἢ νὰ πράξω..., τί με... λιλαίεαι ἠπεροπεύειν Ἰλ. Γ. 399· λ. πολεμίζειν Π. 89· εὐνηθῆναι Ξ. 331, κ. ἀλλ.· μεταφορ. ἐπὶ δόρατος ἢ λόγχης, λιλαιομένη χροὸς ἆσαι, ἐπιθυμοῦσα «τοῦ σώματος κορεσθῆναι» (Σχόλ.), Φ. 168, πρβλ. Λ. 574, κ. ἀλλ.· λιλαιομένη πόσιν [[εἶναι]], σφοδρῶς ἐπιθυμοῦσα νὰ ἦτο αὐτὸς σύζυγός της, Ὀδ. Α. 15., Ι. 30, 32, κ. ἀλλ.· - [[ὡσαύτως]] μετὰ γεν., ἐπιθυμῶ τινος, ποθῶ τι, ὀλοοῖο λιλαιόμενοι πολέμοιο Ἰλ. Γ. 133· λιλαιόμενόν περ ὁδοῖο Ὀδ. Α. 315· βιότοιο, δόρποιο Μ. 328, Ν. 31, κ. ἀλλ.· -[[ὡσαύτως]], ἀλλὰ [[φόωσδε]] τάσχιστα λιλαίεο, «ἀλλ’ ἐξελθεῖν ἐκ τοῦ Ἅιδου καὶ εἰς τὸ φῶς [[αὖθις]] ἐπανελθεῖν προθυμοῦ» (Σχόλ.), Λ. 223. Οὕτω παρ’ Ἀπολλ. Ροδ. καὶ τοῖς μεταγεν. Ἐπικ. Πρβλ. [[λελίημαι]].
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. prés., impf., pf.</i> [[λελίημαι]], <i>pqp. 3ᵉ sg.</i> [[λελίητο]];<br />désirer vivement, faire effort vers <i>ou</i> pour, gén. : πολέμοιο IL désirer le combat ; ὁδοῖο OD souhaiter de partir ; avec l’inf. : λ. πολεμίζειν IL désirer combattre ; [[φόωσδε]] λ. OD se hâter de retourner à la lumière du jour ; <i>en parl. d’un javelot</i> λιλαιομένη χροὸς [[ἆσαι]] IL qui désirait s’enfoncer dans la chair.<br />'''Étymologie:''' R. Λας = Λα, avec redoubl. ; cf. *[[λάω]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 23: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λιλαίομαι]] (Α)<br /><b>1.</b> [[επιθυμώ]] [[κάτι]] [[πάρα]] πολύ, [[ποθώ]] (α. «ὀλοοῑο λιλαιόμενοι πολέμοιο», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «[[φόωσδε]] τάχιστα λιλαίεο», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[επιθυμώ]] να [[είμαι]] ή να [[κάνω]] [[κάτι]] («λιλαιομένη πόσιν [[εἶναι]]», <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>las</i>- «[[θρασύς]], [[λαίμαργος]], [[ακόλαστος]]» και [[είναι]] τ. ενεστ. με [[επίθημα]] -<i>ζω</i> και διπλασιασμό: [[λιλαίομαι]] <span style="color: red;"><</span> <i>λι</i>-<i>λάσ</i>- <i>jομαι</i>. Ο τ. συνδέεται με τον τ. [[λάσται]] «πόρνες» και τους: αρχ. ινδ. <i>lasati</i> «[[απαιτώ]], [[λαχταρώ]]», λατ. <i>lascivus</i> «[[ασελγής]], [[ακόλαστος]]», αρχ. σλαβ. <i>laska</i> «[[κολακεία]]». Ο τ. της μτχ. του παρακμ. <i>λελιημένος</i> [[είναι]] αναλογικός [[προς]] τον τ. <i>τετιημένος</i>].
|mltxt=[[λιλαίομαι]] (Α)<br /><b>1.</b> [[επιθυμώ]] [[κάτι]] [[πάρα]] πολύ, [[ποθώ]] (α. «ὀλοοῖο λιλαιόμενοι πολέμοιο», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «[[φόωσδε]] τάχιστα λιλαίεο», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[επιθυμώ]] να [[είμαι]] ή να [[κάνω]] [[κάτι]] («λιλαιομένη πόσιν [[εἶναι]]», <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>las</i>- «[[θρασύς]], [[λαίμαργος]], [[ακόλαστος]]» και [[είναι]] τ. ενεστ. με [[επίθημα]] -<i>ζω</i> και διπλασιασμό: [[λιλαίομαι]] <span style="color: red;"><</span> <i>λι</i>-<i>λάσ</i>- <i>jομαι</i>. Ο τ. συνδέεται με τον τ. [[λάσται]] «πόρνες» και τους: αρχ. ινδ. <i>lasati</i> «[[απαιτώ]], [[λαχταρώ]]», λατ. <i>lascivus</i> «[[ασελγής]], [[ακόλαστος]]», αρχ. σλαβ. <i>laska</i> «[[κολακεία]]». Ο τ. της μτχ. του παρακμ. <i>λελιημένος</i> [[είναι]] αναλογικός [[προς]] τον τ. <i>τετιημένος</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λῐλαίομαι:''' (λι-), αποθ., μόνο σε ενεστ. και παρατ., [[επιθυμώ]] ή [[ποθώ]] [[σφόδρα]], σε Ομήρ. Ιλ.· μεταφ., λέγεται για το [[δόρυ]] ή τη [[λόγχη]], λιλαιομένη χροὸς [[ἆσαι]], θέλοντας να γευτεί [[σάρκα]], στο ίδ.· λιλαιομένη πόσιν [[εἶναι]], επιθυμούσα [[σφόδρα]] να ήταν αυτός ο σύζυγός της, σε Ομήρ. Οδ.· επίσης με γεν., [[επιθυμώ]] κάποιον, [[ποθώ]], <i>λιλαιόμενοι πολέμοιο</i>, σε Ομήρ. Ιλ., κ.λπ.· επίσης, [[φόωσδε]] λιλαίεο, [[αγωνίζομαι]], [[παλεύω]] να επανέλθω [[αμέσως]] στο φως της ημέρας (βγαίνοντας από τον Άδη), σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''λῐλαίομαι:''' (λι-), αποθ., μόνο σε ενεστ. και παρατ., [[επιθυμώ]] ή [[ποθώ]] [[σφόδρα]], σε Ομήρ. Ιλ.· μεταφ., λέγεται για το [[δόρυ]] ή τη [[λόγχη]], λιλαιομένη χροὸς [[ἆσαι]], θέλοντας να γευτεί [[σάρκα]], στο ίδ.· λιλαιομένη πόσιν [[εἶναι]], επιθυμούσα [[σφόδρα]] να ήταν αυτός ο σύζυγός της, σε Ομήρ. Οδ.· επίσης με γεν., [[επιθυμώ]] κάποιον, [[ποθώ]], <i>λιλαιόμενοι πολέμοιο</i>, σε Ομήρ. Ιλ., κ.λπ.· επίσης, [[φόωσδε]] λιλαίεο, [[αγωνίζομαι]], [[παλεύω]] να επανέλθω [[αμέσως]] στο φως της ημέρας (βγαίνοντας από τον Άδη), σε Ομήρ. Οδ.
}}
{{elru
|elrutext='''λῐλαίομαι:''' [[λάω]] II] (только praes., impf. и pf. [[λελίημαι]]) страстно желать, жаждать (πολέμοιο и πολεμίζειν Hom.): λιλαιόμενος ὁδοῖο Hom. охваченный желанием отправиться в путь; [[φόωσδε]] [[τάχιστα]] λιλαίεο Hom. поспеши вернуться на свет; [[βάν]] ῥ᾽ ἰθὺς Δαναῶν λελιημένοι Hom. (троянцы) яростно ударили на данайцев; [[ἐπεὶ]] λελίησαι ἀκούειν Theocr. поскольку тебе хочется услышать.
}}
}}
{{etym
{{etym
|etymtx=Grammatical information: v.<br />Meaning: <b class="b2">strongly long for, desire</b> (Il.),<br />Other forms: only present; perf. <b class="b3">λελιημένος</b>, s. v.<br />Origin: XX [etym. unknown]<br />Etymology: Yotpresent with intensive reduplication (cf. Schwyzer 717) with a close relative in Skt. <b class="b2">laṣati</b> [[desire]] (themat. rootpres. with second. <b class="b2"></b> for [[s]] or from <b class="b2">*la-ls-ati</b> with reduplicated zero grade?, s. Wackernagel Aind. Gr. I 238). The nouns: <b class="b3">λάσ-ται πόρναι</b> H. with <b class="b3">λάσταυρος</b> (s. <b class="b3">λάσται</b>), s. also <b class="b3">λάσθη</b> and <b class="b3">λῆναι</b>, however, are Pre-Greek, s.v.; from other languages e.g. Lat. [[lascīvus]] [[lucuriant]], [[wanton]] (from <b class="b2">*las-kos</b>; cf. Slav., e.g. Russ. <b class="b2">láska</b> [[caress]], [[kind]]), Skt. <b class="b2">lā-las-a-</b> [[desirous]] etc. [Not here because of the deviant vocalism Germ., e.g. Goth. [[lustus]] 'lust'.] - WP. 2, 386 f. , Pok. 654, W.-Hofmann s. [[lascīvus]] (with many further combinations of very diff. value), Vasmer Wb. s. <b class="b2">láska</b> I.
|etymtx=Grammatical information: v.<br />Meaning: [[strongly long for]], [[desire]] (Il.),<br />Other forms: only present; perf. [[λελιημένος]], s. v.<br />Origin: XX [etym. unknown]<br />Etymology: Yotpresent with intensive reduplication (cf. Schwyzer 717) with a close relative in Skt. <b class="b2">laṣati</b> [[desire]] (themat. rootpres. with second. <b class="b2"></b> for [[s]] or from <b class="b2">*la-ls-ati</b> with reduplicated zero grade?, s. Wackernagel Aind. Gr. I 238). The nouns: <b class="b3">λάσ-ται πόρναι</b> H. with [[λάσταυρος]] (s. [[λάσται]]), s. also [[λάσθη]] and [[λῆναι]], however, are Pre-Greek, s.v.; from other languages e.g. Lat. [[lascīvus]] [[lucuriant]], [[wanton]] (from <b class="b2">*las-kos</b>; cf. Slav., e.g. Russ. <b class="b2">láska</b> [[caress]], [[kind]]), Skt. <b class="b2">lā-las-a-</b> [[desirous]] etc. [Not here because of the deviant vocalism Germ., e.g. Goth. [[lustus]] 'lust'.] - WP. 2, 386 f., Pok. 654, W.-Hofmann s. [[lascīvus]] (with many further combinations of very diff. value), Vasmer Wb. s. <b class="b2">láska</b> I.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
Line 38: Line 38:
}}
}}
{{FriskDe
{{FriskDe
|ftr='''λιλαίομαι''': {lilaíomai}<br />'''Forms''': nur Präsensstamm, dazu das Perf. [[λελιημένος]], s. bes.<br />'''Grammar''': v.<br />'''Meaning''': [[heftig begehren]], [[verlangen]] (ep. seit Il.),<br />'''Etymology''' : Jotpräsens mit intensiver Reduplikation (vgl. Schwyzer 717) mit einem nahen Verwandten in aind. ''laṣati'' [[begehren]], [[verlangen]] (themat. Wurzelpräs. mit sekund. ''ṣ'' für ''s'' oder aus *''la''-''ls''-''ati'' mit reduplizierter Schwundstufe?, s. Wackernagel Aind. Gr. I 238 m. Lit.). Hierher gehören mehrere Verbalnomina : [[λάσται]]· πόρναι H. mit [[λάσταυρος]] (s. [[λάσται]]), s. auch [[λάσθη]] und λῆναι; aus anderen Sprachen z.B. lat. ''lascīvus'' [[üppig]], [[mutwillig]] (von *''las''-''kos''; vgl. slav., z.B. russ. ''láska'' [[Liebkosung]], [[Wohlwollen]]), aind. ''lā''-''las''-''a''- [[begierig]] u. a. m. Fern bleibt dagegen wegen des abweichenden Vokals germ., z.B. got. ''lustus'' ’''Lust''’. — WP. 2, 386 f. , Pok. 654, W.-Hofmann s. ''lascīvus'' (mit einer Fülle weiterer Kombinationen von sehr wechselndem Wert und mit reicher Lit.), Vasmer Wb. s. ''láska'' I.<br />'''Page''' 2,123-124
|ftr='''λιλαίομαι''': {lilaíomai}<br />'''Forms''': nur Präsensstamm, dazu das Perf. [[λελιημένος]], s. bes.<br />'''Grammar''': v.<br />'''Meaning''': [[heftig begehren]], [[verlangen]] (ep. seit Il.),<br />'''Etymology''': Jotpräsens mit intensiver Reduplikation (vgl. Schwyzer 717) mit einem nahen Verwandten in aind. ''laṣati'' [[begehren]], [[verlangen]] (themat. Wurzelpräs. mit sekund. ''ṣ'' für ''s'' oder aus *''la''-''ls''-''ati'' mit reduplizierter Schwundstufe?, s. Wackernagel Aind. Gr. I 238 m. Lit.). Hierher gehören mehrere Verbalnomina: [[λάσται]]· πόρναι H. mit [[λάσταυρος]] (s. [[λάσται]]), s. auch [[λάσθη]] und λῆναι; aus anderen Sprachen z.B. lat. ''lascīvus'' [[üppig]], [[mutwillig]] (von *''las''-''kos''; vgl. slav., z.B. russ. ''láska'' [[Liebkosung]], [[Wohlwollen]]), aind. ''lā''-''las''-''a''- [[begierig]] u. a. m. Fern bleibt dagegen wegen des abweichenden Vokals germ., z.B. got. ''lustus'' ’''Lust''’. — WP. 2, 386 f., Pok. 654, W.-Hofmann s. ''lascīvus'' (mit einer Fülle weiterer Kombinationen von sehr wechselndem Wert und mit reicher Lit.), Vasmer Wb. s. ''láska'' I.<br />'''Page''' 2,123-124
}}
}}