σιτίζω: Difference between revisions

m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2"
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ [[σῑτος]]<br /><b>1.</b> [[παρέχω]] [[τροφή]], [[διατρέφω]], [[ταΐζω]] (α. «τα [[παιδιά]] αυτά δεν σιτίζονται καλά» β. «κἆθ [[ὥσπερ]] αἱ τιτθαί γε σιτίζεις κακῶς», <b>Αριστοφ.</b><br />γ. «τὰς [[κύνας]] σιτίζουσιν», Ισοκρ.)<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> α) «σιτίζειν<br />ψωμίζειν» <br />β) «σιτίζοντος<br />σῑτον παρέχοντος».
|mltxt=ΝΜΑ [[σῑτος]]<br /><b>1.</b> [[παρέχω]] [[τροφή]], [[διατρέφω]], [[ταΐζω]] (α. «τα [[παιδιά]] αυτά δεν σιτίζονται καλά» β. «κἆθ [[ὥσπερ]] αἱ τιτθαί γε σιτίζεις κακῶς», <b>Αριστοφ.</b><br />γ. «τὰς [[κύνας]] σιτίζουσιν», Ισοκρ.)<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> α) «σιτίζειν<br />ψωμίζειν» <br />β) «σιτίζοντος<br />σῖτον παρέχοντος».
}}
}}
{{lsm
{{lsm