3,274,789
edits
m (Text replacement - "ά˘" to "ᾰ́") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2") |
||
(19 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ1 | {{LSJ1 | ||
|Full diacritics= | |Full diacritics=σᾰ́κος | ||
|Medium diacritics=σάκος | |Medium diacritics=σάκος | ||
|Low diacritics=σάκος | |Low diacritics=σάκος | ||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=sakos | |Transliteration C=sakos | ||
|Beta Code=sa/kos | |Beta Code=sa/kos | ||
|Definition=[ | |Definition=[ᾰ], εος, τό, Ion. gen.<br><span class="bld">A</span> [[σάκευς]] Hes.''Sc.''334 (Cretan word acc. to ''AB''1096):—[[shield]], Il.7.222, 18.478, 20.268, [[Herodotus|Hdt.]]1.52, etc.: it was [[concave]], and hence sometimes used as a [[vessel]] to hold [[liquid]], A.''Th.'' 540.<br><span class="bld">2</span> metaph., [[shield]], [[defence]], [[βωμός]], [[ἄρρηκτος|ἄρρηκτον]] σάκος A.''Supp.''190. (Prob. cogn. with Skt. tvác- '[[skin]], [[hide]]'.)[ᾰ], ὁ,<br><span class="bld">A</span> v. [[σάκκος]].<br><span class="bld">B</span> [[σακός]], ὁ, v. [[σηκός]]. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0858.png Seite 858]] τό, der [[Schild]]; sehr häufig bei Hom. u. Hes.; er bestand in dieser ältesten Zeit aus dichten Flechtwerk (vgl. [[σάκκος]]) od. aus Holz, worüber rohe, harte Ochsenhäute einfach oder in mehreren Lagen gezogen waren, welche auch mit Metalllagen wechselten; der schwerste, stärkste Schild, den Hom. Il. 7, 222 erwähnt, besteht aus 7 Ochsenhäuten und einer achten Metalllage; μέγα τε στιβαρόν τε, 3, 335; er heißt sonst noch χάλκεον, χαλκῆρες, τετραθέλυμνον, ἑπταβόειον, auch, was von früher Kunst in der Verzierung u. Politur der Schilde zeugt, δαιδάλεον, ποικίλον, αἰόλον, παναίολον, φαεινόν; vgl. die Beschreibung des Schildes des Achilleus, 18, 428 ff.; u. des Herakles, Hes. Sc. 139 ff. Er wird über die Schulter mit einem Tragriemen getragen, ἑλὼν [[σάκος]] ὤμῳ lIl. 15, 474, ἀφείλετο ὤμων 125, vgl. Od. 14, 277; χαλκόδετα, Aesch. Spt. 145; χαλκήλατον, 522 u. öfter; ἑπτάβοιον ἄῤῥηκτον, Soph. Ai. 573; Eur. ὁ, s. [[σάκκος]]. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0858.png Seite 858]] τό, der [[Schild]]; sehr häufig bei Hom. u. Hes.; er bestand in dieser ältesten Zeit aus dichten Flechtwerk (vgl. [[σάκκος]]) od. aus Holz, worüber rohe, harte Ochsenhäute einfach oder in mehreren Lagen gezogen waren, welche auch mit Metalllagen wechselten; der schwerste, stärkste Schild, den Hom. Il. 7, 222 erwähnt, besteht aus 7 Ochsenhäuten und einer achten Metalllage; μέγα τε στιβαρόν τε, 3, 335; er heißt sonst noch χάλκεον, χαλκῆρες, τετραθέλυμνον, ἑπταβόειον, auch, was von früher Kunst in der Verzierung u. Politur der Schilde zeugt, δαιδάλεον, ποικίλον, αἰόλον, παναίολον, φαεινόν; vgl. die Beschreibung des Schildes des Achilleus, 18, 428 ff.; u. des Herakles, Hes. Sc. 139 ff. Er wird über die Schulter mit einem Tragriemen getragen, ἑλὼν [[σάκος]] ὤμῳ lIl. 15, 474, ἀφείλετο ὤμων 125, vgl. Od. 14, 277; χαλκόδετα, Aesch. Spt. 145; χαλκήλατον, 522 u. öfter; ἑπτάβοιον ἄῤῥηκτον, Soph. Ai. 573; Eur. ὁ, s. [[σάκκος]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<span class="bld">1</span><i>ion.</i> -εος, <i>att.</i> -ους (τό) :<br />bouclier d'osier <i>ou</i> de bois recouvert d'une peau de bœuf <i>ou</i> d'une plaque de métal ; <i>fig.</i> [[bouclier]], [[protection]], [[défense]].<br />'''Étymologie:''' DELG mot i.-e. signifiant originellement « peau ».<br /><span class="bld">2</span>v. [[σάκκος]]. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=σάκος -εος, contr. -ους, τό schild, m. n. het manshoge schild; overdr. van een altaar:. ἄρρηκτον σάκος een onbreekbaar schild Aeschl. Suppl. 190.<br />σάκος -ου, ὁ zie σάκκος. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σάκος:''' <b class="num">II</b> (ᾰ) ὁ атт. = [[σάκκος]].<br />εος, ион. ευς (ᾰ, у Hes. ᾱ) τό<br /><b class="num">1</b> [[щит]] (больших размеров) Hom., Hes., Aesch., Her.;<br /><b class="num">2</b> [[защита]], [[прибежище]] (ἄρρηκτον σ. Aesch.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σάκος''': [ᾰ], ὁ, ἴδε [[σάκκος]]. Β. σᾱκός, ὁ, Δωρικ. ἀντὶ [[σηκός]]. | |lstext='''σάκος''': [ᾰ], ὁ, ἴδε [[σάκκος]]. Β. σᾱκός, ὁ, Δωρικ. ἀντὶ [[σηκός]]. | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
Line 23: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />ο<br />[[σάκκος]], ΝΜΑ, και αττ. τ. [[σάκος]] Α<br /><b>1.</b> [[είδος]] στενόμακρης θήκης από ύφασμα ή [[δέρμα]] ή από [[άλλο]] υλικό [[σήμερα]], ανοιχτή στο [[επάνω]] [[μέρος]], που χρησιμοποιείται για την [[τοποθέτηση]], [[φύλαξη]] και [[μεταφορά]] διαφόρων [[χύμα]] πραγμάτων, [[σακί]], [[τσουβάλι]] (α. «[[χάρτινος]] [[σάκος]]» β. «σάκκους τε ἐπ<br />ἁμαξέων εὕρισκον», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) χοντρό τρίχινο ύφασμα και, [[κυρίως]], ύφασμα από [[τρίχα]] κατσίκας<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (ναυτ.-στρ.) κυλινδρική [[θήκη]] από ανθεκτικό ύφασμα, κατάλληλη για την [[φύλαξη]] και την [[μεταφορά]] του ιματισμού και τών ατομικών ειδών τών ναυτικών και τών στρατιωτών<br /><b>2.</b> [[κοντός]] [[επενδύτης]], [[σακάκι]]<br /><b>3.</b> <b>εκκλ.</b> αρχιερατικό άμφιο που φτάνει [[μέχρι]] τα γόνατα και το οποίο έχει [[κοντά]] και πλατιά [[μανίκια]]<br /><b>4.</b> <b>(αλιευτ.)</b> το τελευταίο κλειστό [[τμήμα]] αλιευτικού δικτύου τράτας, το οποίο έχει τις μικρότερες οπές και [[μέσα]] στο οποίο καταφεύγουν και συλλαμβάνονται τα ψάρια<br /><b>5.</b> <b>ναυτ.</b> [[περιτύλιγμα]] από [[καραβόπανο]] για τα πανιά ιστιοφόρου πλοίου, [[έλυτρο]]<br /><b>6.</b> <b>συνεκδ.</b> το [[περιεχόμενο]] ενός σακιού, ό,τι περιέχεται [[μέσα]] στην [[παραπάνω]] [[θήκη]] («[[δέκα]] σάκοι [[καφέ]]»)<br /><b>7.</b> <b>μτφ.</b> φαρδύ γυναικείο [[ένδυμα]], [[φόρεμα]] σε [[ίσια]] [[γραμμή]]<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ταχυδρομικός]] [[σάκος]]» — [[σάκος]] χρησιμοποιούμενος για την [[μεταφορά]] επιστολών και ταχυδρομικών δεμάτων β) «[[χειρουργικός]] [[σάκος]]» — ειδική [[θήκη]], χρησιμοποιούμενη [[κυρίως]] στον στρατό, η οποία περιέχει διάφορα φάρμακα, επιδέσμους και εργαλεία απαραίτητα για την [[παροχή]] τών πρώτων βοηθειών γ) «θα σού δείξω πόσα απίδια βάζει [ή παίρνει] ο [[σάκος]]» — λέγεται ως [[απειλή]] σε κάποιον για να συνετιστεί<br />β) «[[κηλικός]] [[σάκος]]»<br /><b>ιατρ.</b> ορογόνο [[περίβλημα]], αποτελούμενο από [[περιτόναιο]], που περιβάλλει το [[περιεχόμενο]] κήλης<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[επενδύτης]] τών πατριαρχών Κωνσταντινουπόλεως [[κατά]] την [[διάρκεια]] τών μεγάλων μόνον εορτών, δηλ. του [[Πάσχα]], της Πεντηκοστής και τών Χριστουγέννων, το οποίο αργότερα έγινε το διακριτικό τους άμφιο, ενώ [[κατά]] τον 11ο αιώνα παρόμοιο επενδύτη φορούσαν διακεκριμένοι μητροπολίτες και από την [[εποχή]] της τουρκοκρατίας τον χρησιμοποίησαν όλοι οι επίσκοποι αντικαθιστώντας με αυτόν το [[πολυσταύριο]] ή το φελάνιο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[λεπτό]] [[κόσκινο]], [[στραγγιστήρι]], [[σουρωτήρι]], [[ιδίως]] για το [[κρασί]]<br /><b>2.</b> τραχύ [[ένδυμα]] το οποίο φορούσαν οι Ιουδαίοι όταν πενθούσαν<br /><b>3.</b> [[είδος]] μέτρου<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> (στην [[κωμωδία]]) [[μακριά]] τραχιά [[γενειάδα]] σαν τρίχινο ύφασμα («σάκον πρὸς | |mltxt=<b>(I)</b><br />ο<br />[[σάκκος]], ΝΜΑ, και αττ. τ. [[σάκος]] Α<br /><b>1.</b> [[είδος]] στενόμακρης θήκης από ύφασμα ή [[δέρμα]] ή από [[άλλο]] υλικό [[σήμερα]], ανοιχτή στο [[επάνω]] [[μέρος]], που χρησιμοποιείται για την [[τοποθέτηση]], [[φύλαξη]] και [[μεταφορά]] διαφόρων [[χύμα]] πραγμάτων, [[σακί]], [[τσουβάλι]] (α. «[[χάρτινος]] [[σάκος]]» β. «σάκκους τε ἐπ<br />ἁμαξέων εὕρισκον», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) χοντρό τρίχινο ύφασμα και, [[κυρίως]], ύφασμα από [[τρίχα]] κατσίκας<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (ναυτ.-στρ.) κυλινδρική [[θήκη]] από ανθεκτικό ύφασμα, κατάλληλη για την [[φύλαξη]] και την [[μεταφορά]] του ιματισμού και τών ατομικών ειδών τών ναυτικών και τών στρατιωτών<br /><b>2.</b> [[κοντός]] [[επενδύτης]], [[σακάκι]]<br /><b>3.</b> <b>εκκλ.</b> αρχιερατικό άμφιο που φτάνει [[μέχρι]] τα γόνατα και το οποίο έχει [[κοντά]] και πλατιά [[μανίκια]]<br /><b>4.</b> <b>(αλιευτ.)</b> το τελευταίο κλειστό [[τμήμα]] αλιευτικού δικτύου τράτας, το οποίο έχει τις μικρότερες οπές και [[μέσα]] στο οποίο καταφεύγουν και συλλαμβάνονται τα ψάρια<br /><b>5.</b> <b>ναυτ.</b> [[περιτύλιγμα]] από [[καραβόπανο]] για τα πανιά ιστιοφόρου πλοίου, [[έλυτρο]]<br /><b>6.</b> <b>συνεκδ.</b> το [[περιεχόμενο]] ενός σακιού, ό,τι περιέχεται [[μέσα]] στην [[παραπάνω]] [[θήκη]] («[[δέκα]] σάκοι [[καφέ]]»)<br /><b>7.</b> <b>μτφ.</b> φαρδύ γυναικείο [[ένδυμα]], [[φόρεμα]] σε [[ίσια]] [[γραμμή]]<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ταχυδρομικός]] [[σάκος]]» — [[σάκος]] χρησιμοποιούμενος για την [[μεταφορά]] επιστολών και ταχυδρομικών δεμάτων β) «[[χειρουργικός]] [[σάκος]]» — ειδική [[θήκη]], χρησιμοποιούμενη [[κυρίως]] στον στρατό, η οποία περιέχει διάφορα φάρμακα, επιδέσμους και εργαλεία απαραίτητα για την [[παροχή]] τών πρώτων βοηθειών γ) «θα σού δείξω πόσα απίδια βάζει [ή παίρνει] ο [[σάκος]]» — λέγεται ως [[απειλή]] σε κάποιον για να συνετιστεί<br />β) «[[κηλικός]] [[σάκος]]»<br /><b>ιατρ.</b> ορογόνο [[περίβλημα]], αποτελούμενο από [[περιτόναιο]], που περιβάλλει το [[περιεχόμενο]] κήλης<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[επενδύτης]] τών πατριαρχών Κωνσταντινουπόλεως [[κατά]] την [[διάρκεια]] τών μεγάλων μόνον εορτών, δηλ. του [[Πάσχα]], της Πεντηκοστής και τών Χριστουγέννων, το οποίο αργότερα έγινε το διακριτικό τους άμφιο, ενώ [[κατά]] τον 11ο αιώνα παρόμοιο επενδύτη φορούσαν διακεκριμένοι μητροπολίτες και από την [[εποχή]] της τουρκοκρατίας τον χρησιμοποίησαν όλοι οι επίσκοποι αντικαθιστώντας με αυτόν το [[πολυσταύριο]] ή το φελάνιο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[λεπτό]] [[κόσκινο]], [[στραγγιστήρι]], [[σουρωτήρι]], [[ιδίως]] για το [[κρασί]]<br /><b>2.</b> τραχύ [[ένδυμα]] το οποίο φορούσαν οι Ιουδαίοι όταν πενθούσαν<br /><b>3.</b> [[είδος]] μέτρου<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> (στην [[κωμωδία]]) [[μακριά]] τραχιά [[γενειάδα]] σαν τρίχινο ύφασμα («σάκον πρὸς ταῖν γνάθοιν ἔχειν», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δάνεια λ. σημιτικής, πιθ. φοινικικής, προέλευσης (<b>πρβλ.</b> ακκαδικό <i>šaqqu</i>, εβρ. <i>šaq</i>). Έχει διατυπωθεί [[επίσης]] η [[άποψη]] ότι πρόκειται για λ. μεσογειακή με ευρεία [[διάδοση]]. Τη λ. δανείστηκε η Λατινική (<b>πρβλ.</b> λατ. <i>saccus</i>) και στην [[συνέχεια]] οι νεώτερες γλώσσες (<b>πρβλ.</b> αγγλ., γαλλ., ρουμ. <i>sac</i>, γερμ. <i>Sack</i> <b>κ.ά.</b>)].<br /> <b>(II)</b><br />-ους και -εος και ιων. τ. γεν. σάκευς, τὸ, Α<br /><b>1.</b> [[είδος]] κοίλης ασπίδας η οποία πολλές φορές χρησίμευε και ως [[αγγείο]] υποδοχής υγρού<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[υπεράσπιση]], [[προστασία]] («[[βωμός]], ἄρρηκτον [[σάκος]]», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αρχαϊκή λ. για την [[ασπίδα]], η οποία ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>twakos</i> «[[δέρμα]]» (το συμφωνικό [[σύμπλεγμα]] <i>tw</i>- έδωσε στην Ελληνική <i>σ</i>-) και συνδέεται με το αρχ. ινδ. <i>tvac</i>- «[[δέρμα]]» και με το χεττιτικό <i>tuekka</i>- «[[σώμα]]» (με φωνηεντισμό -<i>ε</i>-, ο [[οποίος]] αποτελεί πιθ. την αρχική [[μορφή]] φωνηεντισμού της λ.). Η λ. [[σάκος]] χρησιμοποιήθηκε αρχικά για την [[μεγάλη]] μυκηναϊκή [[ασπίδα]], που προστάτευε [[ολόκληρο]] το [[σώμα]] του πολεμιστή, όπως λ.χ. για την [[ασπίδα]] του Αχιλλέως ή του Αίαντος, και διακρινόταν από την λ. [[ἀσπίς]], η οποία, όμως, τήν αντικατέστησε αρκετά [[νωρίς]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''σάκος:''' [ᾰ], τό, γεν. <i>-εος</i>, Ιων. <i>-ευς</i> ([[σάττω]]), [[ασπίδα]], σε Όμηρ. κ.λπ. Οι πρώτες ασπίδες ήταν φτιαγμένες από πλεγμένα κλαδιά ή από [[ξύλο]] και ήταν καλυμμένες από δέρματα βοδιού· κάποιες φορές ήταν καλυμμένες και με φύλλα μετάλλου (η [[ασπίδα]] του Αίαντα είχε [[επένδυση]] με [[επτά]] στρώματα δέρματος βοδιού). Η [[ασπίδα]] ήταν [[κοίλη]], χρησιμεύοντας έτσι στη [[συγκράτηση]] νερού, σε Αισχύλ. | |lsmtext='''σάκος:''' [ᾰ], τό, γεν. <i>-εος</i>, Ιων. <i>-ευς</i> ([[σάττω]]), [[ασπίδα]], σε Όμηρ. κ.λπ. Οι πρώτες ασπίδες ήταν φτιαγμένες από πλεγμένα κλαδιά ή από [[ξύλο]] και ήταν καλυμμένες από δέρματα βοδιού· κάποιες φορές ήταν καλυμμένες και με φύλλα μετάλλου (η [[ασπίδα]] του Αίαντα είχε [[επένδυση]] με [[επτά]] στρώματα δέρματος βοδιού). Η [[ασπίδα]] ήταν [[κοίλη]], χρησιμεύοντας έτσι στη [[συγκράτηση]] νερού, σε Αισχύλ. | ||
}} | }} | ||
{{etym | {{etym | ||
|etymtx=Grammatical information: n.<br />Meaning: <b class="b2">shield (made of leather)</b>, prop. [[longshield]], [[tower shield]] (cf. [[ἀσπίς]] w. lit.; Hom., also A. a.o.).<br />Compounds: Some compp; e.g. <b class="b3">σακέσ-παλος</b> [[shield-swaying]] (Ε 126, Call., Nonn.). σάκος <b class="b3">-φόρος</b> [[shield-bearing]] (B., S., E.), <b class="b3">φερε-σσακής</b> <b class="b2">id.</b> (Hes. Sc., Nonn.); cf. Trümpy Fachausdrücke 20ff., Ruijgh L' | |etymtx=Grammatical information: n.<br />Meaning: <b class="b2">shield (made of leather)</b>, prop. [[longshield]], [[tower shield]] (cf. [[ἀσπίς]] w. lit.; Hom., also A. a.o.).<br />Compounds: Some compp; e.g. <b class="b3">σακέσ-παλος</b> [[shield-swaying]] (Ε 126, Call., Nonn.). σάκος <b class="b3">-φόρος</b> [[shield-bearing]] (B., S., E.), <b class="b3">φερε-σσακής</b> <b class="b2">id.</b> (Hes. Sc., Nonn.); cf. Trümpy Fachausdrücke 20ff., Ruijgh L'élém. ach. 94 f. w. many details.<br />Derivatives: No derivv.<br />Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Semit.<br />Etymology: Old word, which orig. indicated the skin, the hide and seemed also atteseted in Oind.: [[tvác-]] f. [[skin]], [[hide]], as [[s-]]stem (= [[σάκος]]) a.o. in [[híraṇya-tvacas-]] [[with golden skin]]. Here prob. also, but with [[e-]]vowel, which does not agree with [[σάκος]], Hitt. [[tuekkaš]] [[body]]. Lit. in Mayrhofer s. [[tvák]]; older lit. in Bq and WP. 1, 747 (Pok. 1099). Quite uncertain OP. [[taka-barā]], adjunct of the [[Yaunā]] (Ionians); s. Mayrhofer Orientalia 33, 84ff. (after Pisani Glotta 42, 183 ff. loan from Gr. <b class="b3">*σακοφόρος</b>[?]). -- The word is prob. a loan from Semit., Acc. [[saqqu]], Hebr. [[śaq]]; Masson, Emprunts sémit. 24. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
Line 41: | Line 41: | ||
}} | }} | ||
{{FriskDe | {{FriskDe | ||
|ftr='''σάκος''': {sákos}<br />'''Grammar''': n.<br />'''Meaning''': ‘Schild (aus Leder)’, eig. wohl [[Langschild]], [[Turmschild]] (vgl. [[ἀσπίς]] m. Lit.; Hom., auch A. u.a.).<br />'''Composita''' : Einige Kompp; z.B. [[σακέσπαλος]] [[schildschwingend]] (Ε 126, Kall., Nonn.). ~ -[[φόρος]] [[schildtragend]] (B., S., E.), [[φερεσσακής]] ib. (Hes. ''Sc''., Nonn.); vgl. Trümpy Fachausdrücke 20ff., Ruijgh L’élém. ach. 94 f. m. vielen Einzelheiten.<br />'''Derivative''': Keine Ableitungen.<br />'''Etymology''' : Altes Wort, das ursprünglich die Haut, das Fell bezeichnete und auch im Aind. belegt ist : ''tvác''- f. [[Haut]], [[Fell]], als ''s''-Stamm (= [[σάκος]]) u.a. in ''híraṇya''-''tvacas''- [[mit goldenem Fell]]. Hierher wohl auch, allerdings mit ''e''-Vokal, der zu [[σάκος]] nicht stimmt, heth. ''tuekkaš'' [[Körper]]. Lit. bei Mayrhofer s. ''tvák''; ält. Lit. bei Bq und WP. 1, 747 (Pok. 1099). Sehr unsicher apers. ''taka''-''barā'', Beiwort der ''Yaunā'' (Ionier); s. Mayrhofer Orientalia 33, 84ff. (nach Pisani Glotta 42, 183 ff. aus gr. *[[σακοφόρος]] entlehnt[?]).<br />'''Page''' 2,672 | |ftr='''σάκος''': {sákos}<br />'''Grammar''': n.<br />'''Meaning''': ‘Schild (aus Leder)’, eig. wohl [[Langschild]], [[Turmschild]] (vgl. [[ἀσπίς]] m. Lit.; Hom., auch A. u.a.).<br />'''Composita''': Einige Kompp; z.B. [[σακέσπαλος]] [[schildschwingend]] (Ε 126, Kall., Nonn.). ~ -[[φόρος]] [[schildtragend]] (B., S., E.), [[φερεσσακής]] ib. (Hes. ''Sc''., Nonn.); vgl. Trümpy Fachausdrücke 20ff., Ruijgh L’élém. ach. 94 f. m. vielen Einzelheiten.<br />'''Derivative''': Keine Ableitungen.<br />'''Etymology''': Altes Wort, das ursprünglich die Haut, das Fell bezeichnete und auch im Aind. belegt ist: ''tvác''- f. [[Haut]], [[Fell]], als ''s''-Stamm (= [[σάκος]]) u.a. in ''híraṇya''-''tvacas''- [[mit goldenem Fell]]. Hierher wohl auch, allerdings mit ''e''-Vokal, der zu [[σάκος]] nicht stimmt, heth. ''tuekkaš'' [[Körper]]. Lit. bei Mayrhofer s. ''tvák''; ält. Lit. bei Bq und WP. 1, 747 (Pok. 1099). Sehr unsicher apers. ''taka''-''barā'', Beiwort der ''Yaunā'' (Ionier); s. Mayrhofer Orientalia 33, 84ff. (nach Pisani Glotta 42, 183 ff. aus gr. *[[σακοφόρος]] entlehnt[?]).<br />'''Page''' 2,672 | ||
}} | |||
{{mantoulidis | |||
|mantxt=ἤ [[σάκος]]<br><b class="num">1</b> ὁ (=[[σακούλι]]). Ἡ προέλευσή της εἶναι ἑβραϊκή. Ἴσως ἀπό τό [[σάττω]], ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα.<br><b class="num">2</b> -εος, τό (=ἀσπίδα ἀπό κλαδιά λυγαριᾶς). Ἔχει σχέση μέ τό [[σάττω]], ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα. | |||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[bag]]=== | |||
Albanian: thes,çantë; Amharic: ቦርሳ, ጁኒያ; Arabic: حَقِيبَة, جَيْب, كِيس; Egyptian Arabic: كيس; Gulf Arabic: جنطة; Hijazi Arabic: شَنْطَة, كيس; Moroccan Arabic: خنشة; Armenian: պայուսակ, տոպրակ, պարկ; Assamese: মোনা, টোপোলা, জোলোঙা; Azerbaijani: çanta; Bashkir: тоҡ, тоҡсай; Basque: poltsa; Belarusian: сумка, мяшок, торба; Bengali: ব্যাগ; Bulgarian: торба, чанта, чувал, плик; Burmese: အိတ်; Catalan: bossa; Cherokee: ᏕᎦᎵᏗ; Chichewa: thumba; Chinese Cantonese: 袋; Dungan: бозы; Mandarin: 包, 袋; Cornish: sagh; Czech: taška, pytel; Danish: bærepose, sæk, taske; Dutch: [[zak]], [[tas]]; Dzongkha: ཕད་ཅུང; East Malay: uncaŋ; Esperanto: sako; Estonian: kott; Fijian: kato, beki, taga; Finnish: kassi, laukku, pussi, säkki; French: [[sac]], [[poche]], [[cornet]]; Friulian: sac; Galician: motela, boria, argán, buzaca, taleiga, barxoleta, bisallo, bulsa, faldriqueira, falchoca; Georgian: ტომარა; German: [[Beutel]], [[Tasche]], [[Sack]]; Gothic: 𐌱𐌰𐌻𐌲𐍃; Greek: [[σακούλα]], [[σάκος]]; Ancient Greek: [[θύλακος]], [[πήρα]], [[σάκκος]], [[σάκος]]; Gujarati: થેલી; Haitian Creole: sak, sachè; Hausa: jaka; Hebrew: תִּיק; Hindi: बैग, खीसा, झोला; Hungarian: táska, zsák, szatyor, tasak; Icelandic: poki; Ido: sako; Indonesian: tas; Irish: mála; Italian: [[sacco]], [[busta]]; Japanese: 袋, バッグ; Kabuverdianu: bolsa; Kazakh: сумка, сөмке, дорба; Khmer: កប៉ៅ; Korean: 가방, 봉지(封紙), 봉투(封套), 자루; Kyrgyz: сумка, мүшөк; Ladino: bolsa, chanta, ibé, sako, torba; Lao: ກະເປົາ, ຖົງ; Latin: [[follis]], [[saccus]]; Latvian: soma, maiss; Lezgi: чанта; Limburgish: tuut, zak; Lithuanian: krepšys; Malagasy: kitabo; Malay: beg; Malayalam: സഞ്ചി; Manchu: ᡶᡠᠯᡥᡡ, ᡶᠠᡩᡠ; Mbyá Guaraní: voxa; Middle English: bagge, male; Mizo: ip, ịp; Mongolian Cyrillic: уут, шуудай, тор; Nepali: झोला, थैलो, ब्याग; Norman: puk, pouque; Norwegian Bokmål: veske; Nynorsk: veske; Ojibwe: mashkimod; Old English: codd; Oromo: korojoo; Ossetian: голлаг; Pashto: تېله; Persian: کیسه, کیف, ساک; Plautdietsch: Sak; Polish: torba, torebka, worek; Portuguese: [[sacola]], [[saco]]; Romagnol: sac; Romani: gono; Romanian: pungă, sac; Russian: [[сумка]], [[мешок]], [[пакет]], [[торба]]; Scottish Gaelic: màileid, baga, poca, màla; Serbo-Croatian Cyrillic: торба; Roman: tórba; Slovak: taška, vrece, vrecko; Slovene: torba; Somali: kiish; Sorbian Lower Sorbian: měch; Spanish: [[bolsa]], [[saco]], [[cartucho]], [[funda]], [[jaba]], [[talego]]; Swahili: mfuko; Swedish: väska, säck, kasse; Tagalog: supot, bulsa, bag; Tajik: сумка, киф, халта; Tamil: பை; Tatar: торба; Tedim Chin: ip; Thai: ถุง, กระเป๋า; Tibetan: ལྟོ་ཕད, སྣོད་ཕད; Tocharian B: ṣorpor; Tok Pisin: bek; Turkish: çanta, poşet, paket, torba; Turkmen: bukja, sumka, torba; Turoyo: ܫ̰ܰܢܛܰܐ; Ukrainian: сумка, мішок, торба, чувал; Urdu: بیگ; Uyghur: خالتا, قاپ, سومكا; Uzbek: sumka, qopcha, xalta; Venetian: spòrta; Vietnamese: bao, túi; Vilamovian: zak; Walloon: saetch, saetchot; Welsh: cwdyn, bag; West Frisian: pûde; White Hmong: hnab; Zazaki: heqibe, torbe; Zhuang: suek, duk; Zou: ip | |||
===[[shield]]=== | |||
Adyghe: ашъо; Afar: gob; Afrikaans: skild; Albanian: mburojë, shqyt; Amharic: ጋሻ; Arabic: تُرْس, دِرْع; Hijazi Arabic: دِرع; Aramaic Classical Syriac: ܣܟܪܐ; Arapaho: heeceiʼ; Armenian: վահան; Assamese: ঢাল; Asturian: escudu; Azerbaijani: qalxan; Bambara: nɛgɛbɛnnan; Bashkir: ҡалҡан; Basque: ezkutu; Belarusian: шчыт; Bengali: ঢাল; Binukid: kalasag; Breton: skoed; Bulgarian: щит; Burmese: ကာ; Buryat: халха; Catalan: escut; Cebuano: kalasag; Chichewa: chishango; Chinese Cantonese: 盾; Hakka: 盾; Mandarin: 盾, 盾牌; Min Bei: 盾; Min Dong: 盾; Min Nan: 盾; Wu: 盾; Classical Nahuatl: chīmalli; Coptic: ϣⲉⲃϣⲓ, ⲑⲩⲣⲱⲛ; Cornish: skoos; Czech: štít; Dakota: waháchąka; Danish: skjold; Dutch: [[schild]]; Dyirbal: bigan; Eastern Arrernte: alkwerte; Erzya: ваксар; Esperanto: ŝildo; Estonian: kilp; Faroese: skjøldur; Finnish: kilpi; French: [[bouclier]], [[écu]]; Friulian: scût; Galician: escudo; Georgian: ფარი; German: [[Schild]]; Alemannic German: Schilt; Pennsylvania German: Schild; Gothic: 𐍃𐌺𐌹𐌻𐌳𐌿𐍃; Greek: [[ασπίδα]]; Ancient Greek: [[ἀσπίς]], [[σάκος]], [[θυρεός]], [[λαισήϊον]]; Hausa: garkuwa; Hebrew: מָגֵן; Higaonon: kalasag; Hindi: ढाल, कवच; Hungarian: pajzs; Hunsrik: Schild; Icelandic: skjöldur; Ido: shildo; Indonesian: tameng; Interlingua: scuto; Irish: sciath; Italian: [[scudo]]; Japanese: 盾; Kalmyk: халхц; Kannada: ಗುರಾಣಿ, ಡಾಲು; Karakalpak: qalqan; Kasem: cɩ-kwaŋa, tɔn-tɩʋ; Kazakh: қалқан; Khmer: ខែល; Korean: 방패(防牌)(旁牌); Kyrgyz: калкан; Lao: ແສງ, ໂລ່; Latgalian: škīda; Latin: [[scutum]], [[clipeus]], [[parma]]; Latvian: vairogs, šķīda; Limburgish: sjèldj, sjildj; Lindu: kaliawo; Lithuanian: skydas; Luganda: engabo Luxembourgish: Schëld; Macedonian: штит; Malagasy: ampinga; Malay: perisai; Malayalam: പരിച; Maltese: tarka; Manx: scape; Maori: kahupeka; Marathi: ढाल; Middle Persian: 𐭮𐭯𐭥, 𐫖𐫃𐫏𐫗; Mongolian Cyrillic: бамбай; Nahuatl Classical: chimal, chimalli; Highland Puebla: chi̱mal; Navajo: naagééh, áchʼą́ą́h neilyéii; Nepali: कवच; Ngazidja Comorian: mbinga; Ngunawal: bimbiang; Nhanda: wurnda; Nogai: калкан; Northern Norwegian Bokmål: skjold; Occitan: escut, bloquier; Old Church Slavonic Cyrillic: щитъ; Old East Slavic: щитъ; Old English: sċield; Old French: escut; Old Norse: skjǫldr; Old Occitan: escut; Omaha-Ponca: taháwagthe; Ossetian: уарт; Ottoman Turkish: قلقان, سپر, ترس, درقه; Pashto: سپر, ډال; Penobscot: an̈gȣ̑ian; Persian: سپر, مژن, مجن; Piedmontese: scu; Plautdietsch: Schilt; Polish: tarcza, szczyt; Portuguese: [[escudo]]; Rohingya: dhál; Romanian: scut, pavăză; Russian: [[щит]]; Sanskrit: कवच, ढाल; Scottish Gaelic: sgiath; Serbo-Croatian Cyrillic: шти̑т; Roman: štȋt; Shor: қуйақ; Sinhalese: පලිහ; Slovak: štít; Slovene: ščit; Sorbian Lower Sorbian: šćit; Upper Sorbian: škit; Southern Altai: калка кӧлгӧк; Spanish: [[escudo]]; Swahili: ngao; Swazi: lihawu; Swedish: sköld; Sylheti: ꠓꠣꠟ; Tabasaran: къалкан; Tagalog: kalasag; Tajik: сипар; Tamil: கேடயம்; Tatar: калкан; Telugu: డాలు; Tetum: kalili; Thai: โล่, เขน; Turkish: kalkan; Turkmen: galkan; Ugaritic: 𐎖𐎍𐎓; Ukrainian: щит; Urdu: ڈهال; Uyghur: قالقان; Uzbek: qalqon; Vietnamese: khiên, lá chắn; Volapük: platäd; Wajarri: gurnda; Welsh: tarian; Middle Welsh: taryan, ysgwyt; West Frisian: skyld; White Yiddish: שילד; Yucatec Maya: chimal | |||
===[[strainer]]=== | |||
Bikol Central: sernian; Bulgarian: цедка; Catalan: colador; Chinese Dutch: filter, vergiet; Esperanto: kribrilo; Finnish: siivilä; French: [[filtre]]; Georgian: თუშფალანგი; German: [[Sieb]], [[Durchschlag]]; Greek: [[σουρωτήρι]], [[στραγγιστήρι]], [[τρυπητό]]; Ancient Greek: [[διέραμα]], [[διυλιστήρ]], [[ἠθάνιον]], [[ἠθμός]], [[ἡθμός]], [[κυρτίδιον]], [[κυρτίς]], [[κύρτος]], [[πλόκανον]], [[σάκκος]], [[σάκος]]; Icelandic: sigti; Irish: síothlán; Italian: [[colino]], [[colatoio]]; Japanese: 濾過器, ストレーナー; Latin: [[colum]]; Malayalam: അരിപ്പ; Mandarin: 濾器, 滤器, 過濾器, 过滤器, 網濾, 网滤, 笊籬; Maori: tātari; Occitan: filtre, colador, mancha; Persian: ماشوب; Plautdietsch: Säw; Polish: sito, cedzak; Portuguese: [[peneira]]; Romanian: strecurătoare; Russian: [[сито]], [[фильтр]], [[ситечко]], [[дуршлаг]]; Scottish Gaelic: sìoltachan; Serbo-Croatian: цедило, cedilo, цједило, cjedilo; Slovak: sito, cedidlo; Spanish: [[colador]], [[filtro]]; Swedish: sil, filter, durkslag, sikt; Tagalog: salaan; Turkish: süzgeç; Waray-Waray: saraan | |||
}} | }} |