3,276,932
edits
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2") |
||
(12 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ1 | {{LSJ1 | ||
|Full diacritics= | |Full diacritics=ψαμμῑ́της | ||
|Medium diacritics=ψαμμίτης | |Medium diacritics=ψαμμίτης | ||
|Low diacritics=ψαμμίτης | |Low diacritics=ψαμμίτης | ||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=psammitis | |Transliteration C=psammitis | ||
|Beta Code=yammi/ths | |Beta Code=yammi/ths | ||
|Definition=[ῑ], ου, ὁ, < | |Definition=[ῑ], ου, ὁ,<br><span class="bld">A</span> [[from sand]], δόρπος ''AP''9.551 (Antiphil.).<br><span class="bld">2</span> (''[[sc.]]'' [[ἀριθμός]]) name of a treatise (''Arenarius'') by Archimedes.<br><span class="bld">II</span> ὗς ψαμμῖτις [[sand]]-eel, Archestr.''Fr.''22.2. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1391.png Seite 1391]] ὁ, fem. ψαμμῖτις, von Sand, sandig; [[δόρπος]] Antiphil. 45 (IX, 551); Archestr. bei Ath. VII, 327 f. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1391.png Seite 1391]] ὁ, fem. ψαμμῖτις, von Sand, sandig; [[δόρπος]] Antiphil. 45 (IX, 551); Archestr. bei Ath. VII, 327 f. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />[[de sable]].<br />'''Étymologie:''' [[ψάμμος]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ψαμμίτης:''' ου (ῑ) adj. m песчаный: ψαμμίτην [[δόρπον]] θημολογεῖν Anth. (о цапле) добывать себе пищу из песка; ὁ. Ψ. Псаммит (лат. Arenarius) (сочинение Архимеда об исчислении и выразимости неопределенно-больших чисел). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ψαμμίτης''': -ου, ὁ, ὁ ἐξ ἄμμου, [[ἀμμώδης]], Ἀνθ. Παλατ. 9, 551· ― [[ὄνομα]] πραγματείας τινὸς (Arenarius) τοῦ Ἀρχιμήδους. ΙΙ. ὗς ψαμμῖτις, [[ἔγχελυς]] τῆς ἄμμου, Ἀρχέστρ. παρ’ Ἀθην. 326F. | |lstext='''ψαμμίτης''': -ου, ὁ, ὁ ἐξ ἄμμου, [[ἀμμώδης]], Ἀνθ. Παλατ. 9, 551· ― [[ὄνομα]] πραγματείας τινὸς (Arenarius) τοῦ Ἀρχιμήδους. ΙΙ. ὗς ψαμμῖτις, [[ἔγχελυς]] τῆς ἄμμου, Ἀρχέστρ. παρ’ Ἀθην. 326F. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, ΝΑ, και ψαμῑτις, -ίτιδος, ἡ, Α<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(πετρογρ.)</b> ιζηματογενές [[πέτρωμα]] αποτελούμενο από κόκκους άμμου συνενωμένους με [[ορυκτή]] συνδετική ύλη (α. «[[αργιλικός]] [[ψαμμίτης]]» β. «[[ασβεστολιθικός]] [[ψαμμίτης]]» γ. «[[πυριτικός]] [[ψαμμίτης]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>ως επίθ.</b> αυτός που αποτελείται από άμμο, [[αμμώδης]]<br /><b>2.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>Ψαμμίτης</i><br />(ενν. <i>Αριθμός</i>) [[τίτλος]] πραγματείας του Αρχιμήδους<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ὗς | |mltxt=ο, ΝΑ, και ψαμῑτις, -ίτιδος, ἡ, Α<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(πετρογρ.)</b> ιζηματογενές [[πέτρωμα]] αποτελούμενο από κόκκους άμμου συνενωμένους με [[ορυκτή]] συνδετική ύλη (α. «[[αργιλικός]] [[ψαμμίτης]]» β. «[[ασβεστολιθικός]] [[ψαμμίτης]]» γ. «[[πυριτικός]] [[ψαμμίτης]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>ως επίθ.</b> αυτός που αποτελείται από άμμο, [[αμμώδης]]<br /><b>2.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>Ψαμμίτης</i><br />(ενν. <i>Αριθμός</i>) [[τίτλος]] πραγματείας του Αρχιμήδους<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ὗς ψαμμῖτις» — [[χέλι]] που ζει στην άμμο <b>(Αρχέστρ.)</b>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ψάμμος]] «[[άμμος]]» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -[[ίτης]] /-<i>ῖτις</i> ([[πρβλ]]. [[σεληνίτης]])]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ψαμμίτης:''' [ῑ], -ου, ὁ, αυτός που έχει φτιαχτεί από άμμο, [[αμμώδης]], σε Ανθ. | |lsmtext='''ψαμμίτης:''' [ῑ], -ου, ὁ, αυτός που έχει φτιαχτεί από άμμο, [[αμμώδης]], σε Ανθ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt= | |mdlsjtxt=ψαμμῑ́της, ου, ὁ,<br />[[sand]], [[sandy]], Anth. | ||
}} | }} |