3,276,318
edits
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
(14 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ekforos | |Transliteration C=ekforos | ||
|Beta Code=e)/kforos | |Beta Code=e)/kforos | ||
|Definition= | |Definition=ἔκφορον,<br><span class="bld">A</span> [[exportable]], [[falsa lectio|f.l.]] for [[ἐκφορά]], Ar.Pl.1138.<br><span class="bld">2</span> [[to be made known]] or [[to be divulged]], εἰ δ' ἔκφορός σοι [[ξυμφορά|ξυμφορὰ]] πρὸς ἄρσενας E.Hipp. 295; οὐδεὶς γὰρ ἔκφορος [[λόγος]] Pl.La.201a; cf. [[ἐκφορά]] 1.2.<br><span class="bld">3</span> [[carried astray]], Plu.2.424a; ἵππος ἔκφορος a [[runaway]] [[horse]], Gal.5.510.<br><span class="bld">4</span> [[ἔκφορα]], τά, [[produce]] of the [[earth]], Antipho Soph.60.<br><span class="bld">II</span> Act., [[carrying out]]:—in A.Eu.910 τῶν δυσσεβούντων ἐκφορωτέρα is not, [[more]] [[ready]] to [[carry]] them out to [[burial]] (v. [[ἐκφορά]] ''1''), but rather, more [[ready]] to [[weed]] them [[out]], as a [[gardener]] does [[noxious]] [[plant]]s (ἀνδρὸς φιτυποίμενος δίκην, in next line).<br><span class="bld">2</span> [[blabbing]], [[betraying]] [[secret]]s, Ar.Th.472.<br><span class="bld">3</span> = [[εὐέκφορος]] (quod fort. leg.), γυναῖκες Arist.Fr.283.<br><span class="bld">4</span> [[expressive]], [[κίνησις]] ἔκφορος τινος Chrysipp.Stoic.3.112.<br><span class="bld">III</span> as [[substantive]], [[ἔκφοροι]], οἱ, [[reefing-ropes]] = [[τέρθριος|τέρθριοι]], Sch.Ar.Eq.438, Phot. [[sub verbo|s.v.]] [[ἡνίοχος|ἡνιόχους]]. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[desviado de su camino]], [[descontrolado]], [[sin freno]] ἵππος | |dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[desviado de su camino]], [[descontrolado]], [[sin freno]] ἵππος ἔκφορος = [[caballo]] [[desbocado]]</i> Gal.5.510, del discurso que se desvía de su objeto ὥσπερ ἵππος τις ἔκφορος ὁ λόγος Gal.3.662, ὁ λόγος ἐγκρατὴς ὢν τῆς συννενεμημένης ὕλης οὐδὲν ἔκφορον ἐάσει Plu.2.424a, de pers., su conducta o sus pasiones ἔ. κίνησις Chrysipp.<i>Stoic</i>.3.130, ἔκφοροί τε καὶ ἄμετροι κινήσεις Gal.5.509, cf. 394, γιγνόμενος ὑπὸ τοῦ πάθους ἔ. Synes.<i>Ep</i>.130 (p.223).<br /><b class="num">2</b> [[que puede ser expresado o contado]], [[divulgable]] εἰ δ' ἔ. σοι συμφορὰ πρὸς ἄρσενας, λέγ' ... τί σιγᾷς; E.<i>Hipp</i>.295, οὐδεὶς γὰρ ἔκφορος λόγος Pl.<i>La</i>.201a, cf. Plu.<i>Fr</i>.89, de lo iniciático o mistérico (ἐπίταγμα) ὡς οὐκ ἔκφορον ἐκεῖνο ὄν Plot.6.9.11, μὴ ῥίπτειν εἰς βεβήλους ἀκοὰς τὰ μὴ ἔ. Gr.Naz.M.36.17B, Dion.Ar.<i>DN</i> 1.8.<br /><b class="num">II</b> <b class="num">1</b>[[que propicia la feracidad]], [[feraz]] c. gen. τῶν δ' εὐσεβούντων ἐκφορωτέρα πέλοις que propicies la [[feracidad]] de los piadosos</i> propuesto a las Euménides por Atenea, A.<i>Eu</i>.910 (pero v. ap. crít.)<br /><b class="num">•</b>subst. [[τὰ ἔκφορα]] = [[productos de la tierra]] Antipho Soph.B 60.<br /><b class="num">2</b> [[fértil]], [[fecundo]] γυναῖκες Arist.<i>Fr</i>.283.<br /><b class="num">3</b> [[que divulga o revela]] λόγου Ar.<i>Th</i>.472 (var.).<br /><b class="num">III</b> náut., subst. plu. [[οἱ ἔκφοροι]] = [[cabos]], [[rizos]] del extremo de la verga, Sch.Ar.<i>Eq</i>.440, Phot.ε 204. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0786.png Seite 786]] 1) herauszutragen, Ar. Plut. 1138. – 2) bekannt zu machen, [[λόγος]] Plat. Lach. 201 a; εἰ δ' ἔκφορός σοι συμφορὰ πρὸς ἄρσενας, λέγε Eur. Hipp. 295. – 3) durch Leidenschaft fortgerissen, Sp.; sich verirrend, καὶ πλανώμενος Plut. def. or. 25. – 4) act., heraustragend; τῶν δυσσεβούντων ἐκφορωτέρα πέλοις Aesch. Eum. 870, mögest die Gottlosen bald als Leichen fortschaffen, Wellauer vermuthet ἔκφθορος; bekannt machend, Ar. Th. 472, wenn nicht [[ἐκφορά]] zu lesen. – 5) οἱ ἔκφοροι, Segeltaue, Schol. Ar. Equ. 438. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0786.png Seite 786]] 1) herauszutragen, Ar. Plut. 1138. – 2) bekannt zu machen, [[λόγος]] Plat. Lach. 201 a; εἰ δ' ἔκφορός σοι συμφορὰ πρὸς ἄρσενας, λέγε Eur. Hipp. 295. – 3) durch Leidenschaft fortgerissen, Sp.; sich verirrend, καὶ πλανώμενος Plut. def. or. 25. – 4) act., heraustragend; τῶν δυσσεβούντων ἐκφορωτέρα πέλοις Aesch. Eum. 870, mögest die Gottlosen bald als Leichen fortschaffen, Wellauer vermuthet ἔκφθορος; bekannt machend, Ar. Th. 472, wenn nicht [[ἐκφορά]] zu lesen. – 5) οἱ ἔκφοροι, Segeltaue, Schol. Ar. Equ. 438. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>I. 1</b> qu'on peut emporter <i>ou</i> exporter;<br /><b>2</b> [[qui se laisse emporter par la passion]], [[violent]];<br /><b>3</b> [[produit au dehors]] ; <i>fig.</i> publié <i>ou</i> qu'on peut divulgué;<br /><b>II.</b> [[qui emporte]], [[qui détruit]] : [[ἔκφορος]] τῶν δυσσεβούντων ESCHL qui fait périr les impies.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκφέρω]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἔκφορος:'''<br /><b class="num">1</b> [[рождающий]], [[плодовитый]] (γυναῖκες Arst.);<br /><b class="num">2</b> [[выносящий]], [[убирающий]]: τῶν δυσσεβούντων ἔ. Aesch. изгоняющий нечестивых;<br /><b class="num">3</b> [[могущий быть вынесенным]] (из помещения) ([[ἄρτος]] καὶ [[κρέας]] Arph.);<br /><b class="num">4</b> [[подлежащий огласке]]: εἰ δ᾽ ἔ. σοι συμφορὰ πρός τινα Eur. если ты не таишь свое горе перед кем-л.; οὐδεὶς ἔ. [[λόγος]] Plat. между нами будь сказано;<br /><b class="num">5</b> [[переступающий пределы]], [[уклоняющийся в сторону]] (ἔ. καὶ πλανώμενος Plut.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἔκφορος''': -ον, ([[φέρω]]) ὃν δύναταί τις νὰ φέρῃ ἔξω, [[ἐξαγώγιμος]], Ἀριστοφ. Πλ. 1138. 2) ὃν δύναταί τις νὰ κάμῃ γνωστὸν ἢ κοινολογήσῃ, εἰ δ’ ἔκφ. σοι ξυμφορὰ πρὸς ἄρσενας Εὐρ. Ἱππ. 295˙ οὐδεὶς γὰρ ἔκφ. [[λόγος]] Πλάτ. Λάχ. 201Α˙ πρβλ. ἐκφορὰ ΙΙ. 2. 3) παραφερόμενος ὑπὸ πάθους ἢ ὀργῆς, [[βίαιος]], [[παράφορος]], Πλούτ. 2. 424Α˙ ἔκφ. ὑπὸ τοῦ πάθους, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Συνεσ.˙ [[ἵππος]] ἔκφ., [[ἵππος]] ἀφηνιάσας, Γαλην. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ ἐξάγων, ἀπελαύνων, τῶν δυσσεβούντων δ’ ἐκφορωτέρα πέλοις, δηλ. τοὺς δὲ δυσσεβεῖς [[μᾶλλον]] ἀπελάσαις, Αἰσχύλ. Εὐμ. 910. 2) ἔκφοροι γυναῖκες, ἔγκυοι, Ἀριστ. Ἀποσπ. 258. ΙΙΙ. ὡς ναυτικὸς ὅρος, ἔκφοροι, οἱ, τὰ σχοινία τὰ χρησιμεύοντα πρὸς συστολὴν ἢ διαστολὴν τῶν ἱστίων, ἄλλως τέρθριοι, Σχόλ, εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 438, Φωτ. Λεξ. | |lstext='''ἔκφορος''': -ον, ([[φέρω]]) ὃν δύναταί τις νὰ φέρῃ ἔξω, [[ἐξαγώγιμος]], Ἀριστοφ. Πλ. 1138. 2) ὃν δύναταί τις νὰ κάμῃ γνωστὸν ἢ κοινολογήσῃ, εἰ δ’ ἔκφ. σοι ξυμφορὰ πρὸς ἄρσενας Εὐρ. Ἱππ. 295˙ οὐδεὶς γὰρ ἔκφ. [[λόγος]] Πλάτ. Λάχ. 201Α˙ πρβλ. ἐκφορὰ ΙΙ. 2. 3) παραφερόμενος ὑπὸ πάθους ἢ ὀργῆς, [[βίαιος]], [[παράφορος]], Πλούτ. 2. 424Α˙ ἔκφ. ὑπὸ τοῦ πάθους, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Συνεσ.˙ [[ἵππος]] ἔκφ., [[ἵππος]] ἀφηνιάσας, Γαλην. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ ἐξάγων, ἀπελαύνων, τῶν δυσσεβούντων δ’ ἐκφορωτέρα πέλοις, δηλ. τοὺς δὲ δυσσεβεῖς [[μᾶλλον]] ἀπελάσαις, Αἰσχύλ. Εὐμ. 910. 2) ἔκφοροι γυναῖκες, ἔγκυοι, Ἀριστ. Ἀποσπ. 258. ΙΙΙ. ὡς ναυτικὸς ὅρος, ἔκφοροι, οἱ, τὰ σχοινία τὰ χρησιμεύοντα πρὸς συστολὴν ἢ διαστολὴν τῶν ἱστίων, ἄλλως τέρθριοι, Σχόλ, εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 438, Φωτ. Λεξ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἔκφορος]], -ον)<br />(<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οι έκφοροι</i><br /><b>ναυτ.</b> τα [[σχοινιά]] της κατώτερης [[σειράς]] που χρησιμεύουν για τη [[συστολή]] ή [[διαστολή]] τών ιστίων, κοιν. [[μαντιζέλο]]<br /><b>μσν.</b><br />ο [[γνωστός]] σε όλους<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός τον οποίο μπορεί [[κανείς]] να φέρει έξω, [[εξαγώγιμος]]<br /><b>2.</b> αυτός τον οποίο μπορεί [[κανείς]] να κάμει γνωστό, να κοινολογήσει<br /><b>3.</b> ο παραφερόμενος από [[πάθος]] ή [[οργή]], [[παράφορος]]<br /><b>4.</b> αυτός που φέρει έξω, εξάγει, απελαύνει<br /><b>5.</b> αυτός που κοινολογεί [[μυστικά]], ο [[ακριτόμυθος]]<br /><b>6.</b> [[εκφραστικός]]<br /><b>7.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ἔκφορα</i><br />οι καρποί της γης<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> «ἔκφοροι | |mltxt=-η, -ο (AM [[ἔκφορος]], -ον)<br />(<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οι έκφοροι</i><br /><b>ναυτ.</b> τα [[σχοινιά]] της κατώτερης [[σειράς]] που χρησιμεύουν για τη [[συστολή]] ή [[διαστολή]] τών ιστίων, κοιν. [[μαντιζέλο]]<br /><b>μσν.</b><br />ο [[γνωστός]] σε όλους<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός τον οποίο μπορεί [[κανείς]] να φέρει έξω, [[εξαγώγιμος]]<br /><b>2.</b> αυτός τον οποίο μπορεί [[κανείς]] να κάμει γνωστό, να κοινολογήσει<br /><b>3.</b> ο παραφερόμενος από [[πάθος]] ή [[οργή]], [[παράφορος]]<br /><b>4.</b> αυτός που φέρει έξω, εξάγει, απελαύνει<br /><b>5.</b> αυτός που κοινολογεί [[μυστικά]], ο [[ακριτόμυθος]]<br /><b>6.</b> [[εκφραστικός]]<br /><b>7.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ἔκφορα</i><br />οι καρποί της γης<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> «ἔκφοροι γυναῖκες» — έγκυες γυναίκες. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἔκφορος:''' -ον ([[ἐκφέρω]]),·<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτός που μπορεί να εξαχθεί, [[εξαγώγιμος]], σε Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που μπορεί να γίνει [[γνωστός]] ή να κοινολογηθεί, να δημοσιοποιηθεί, σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> Ενεργ., αυτός που έχει προετοιμαστεί να ξεβοτανίσει, να ξεχορτασιάσει, όπως κάνει ο [[κηπουρός]] με τα βλαβερά, επιβλαβή αγριόχορτα, σε Αισχύλ. | |lsmtext='''ἔκφορος:''' -ον ([[ἐκφέρω]]),·<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτός που μπορεί να εξαχθεί, [[εξαγώγιμος]], σε Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που μπορεί να γίνει [[γνωστός]] ή να κοινολογηθεί, να δημοσιοποιηθεί, σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> Ενεργ., αυτός που έχει προετοιμαστεί να ξεβοτανίσει, να ξεχορτασιάσει, όπως κάνει ο [[κηπουρός]] με τα βλαβερά, επιβλαβή αγριόχορτα, σε Αισχύλ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[ἔκφορος]], ον [[ἐκφέρω]]<br /><b class="num">I.</b> to be carried out, exportable, Ar.<br /><b class="num">2.</b> to be made [[known]] or divulged, Eur.<br /><b class="num">II.</b> act. [[prepared]] to [[weed]] out, as a [[gardener]] does [[noxious]] plants, Aesch. | |mdlsjtxt=[[ἔκφορος]], ον [[ἐκφέρω]]<br /><b class="num">I.</b> [[to be carried out]], [[exportable]], [[Ar]].<br /><b class="num">2.</b> to be made [[known]] or divulged, Eur.<br /><b class="num">II.</b> act. [[prepared]] to [[weed]] out, as a [[gardener]] does [[noxious]] plants, Aesch. | ||
}} | }} | ||
{{WoodhouseReversedUncategorized | {{WoodhouseReversedUncategorized | ||
|woodrun=[[able to be told]], [[that may be divulged]] | |woodrun=[[able to be told]], [[that may be divulged]] | ||
}} | }} |