ἔκφορος: Difference between revisions

m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(btext.*?)([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ]+)’" to "$1$2'")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ekforos
|Transliteration C=ekforos
|Beta Code=e)/kforos
|Beta Code=e)/kforos
|Definition=ον,<br><span class="bld">A</span> [[exportable]], [[falsa lectio|f.l.]] for [[ἐκφορά]], Ar.Pl.1138.<br><span class="bld">2</span> [[to be made known]] or [[to be divulged]], εἰ δ' ἔκφορός σοι [[ξυμφορά|ξυμφορὰ]] πρὸς ἄρσενας E.Hipp. 295; οὐδεὶς γὰρ ἔκφορος [[λόγος]] Pl.La.201a; cf. [[ἐκφορά]] 1.2.<br><span class="bld">3</span> [[carried astray]], Plu.2.424a; ἵππος ἔκφορος a [[runaway]] [[horse]], Gal.5.510.<br><span class="bld">4</span> [[ἔκφορα]], [[τά]], [[produce]] of the [[earth]], Antipho Soph.60.<br><span class="bld">II</span> Act., [[carrying out]]:—in A.Eu.910 τῶν δυσσεβούντων ἐκφορωτέρα is not, [[more]] [[ready]] to [[carry]] them out to [[burial]] (v. [[ἐκφορά]] ''1''), but rather, more [[ready]] to [[weed]] them [[out]], as a [[gardener]] does [[noxious]] [[plant]]s (ἀνδρὸς φιτυποίμενος δίκην, in next line).<br><span class="bld">2</span> [[blabbing]], [[betraying]] [[secret]]s, Ar.Th.472.<br><span class="bld">3</span> = [[εὐέκφορος]] (quod fort. leg.), γυναῖκες Arist.Fr.283.<br><span class="bld">4</span> [[expressive]], [[κίνησις]] ἔκφορος τινος Chrysipp.Stoic.3.112.<br><span class="bld">III</span> as [[substantive]], [[ἔκφοροι]], οἱ, [[reefing-ropes]] = [[τέρθριος|τέρθριοι]], Sch.Ar.Eq.438, Phot. [[sub verbo|s.v.]] [[ἡνίοχος|ἡνιόχους]].
|Definition=ἔκφορον,<br><span class="bld">A</span> [[exportable]], [[falsa lectio|f.l.]] for [[ἐκφορά]], Ar.Pl.1138.<br><span class="bld">2</span> [[to be made known]] or [[to be divulged]], εἰ δ' ἔκφορός σοι [[ξυμφορά|ξυμφορὰ]] πρὸς ἄρσενας E.Hipp. 295; οὐδεὶς γὰρ ἔκφορος [[λόγος]] Pl.La.201a; cf. [[ἐκφορά]] 1.2.<br><span class="bld">3</span> [[carried astray]], Plu.2.424a; ἵππος ἔκφορος a [[runaway]] [[horse]], Gal.5.510.<br><span class="bld">4</span> [[ἔκφορα]], τά, [[produce]] of the [[earth]], Antipho Soph.60.<br><span class="bld">II</span> Act., [[carrying out]]:—in A.Eu.910 τῶν δυσσεβούντων ἐκφορωτέρα is not, [[more]] [[ready]] to [[carry]] them out to [[burial]] (v. [[ἐκφορά]] ''1''), but rather, more [[ready]] to [[weed]] them [[out]], as a [[gardener]] does [[noxious]] [[plant]]s (ἀνδρὸς φιτυποίμενος δίκην, in next line).<br><span class="bld">2</span> [[blabbing]], [[betraying]] [[secret]]s, Ar.Th.472.<br><span class="bld">3</span> = [[εὐέκφορος]] (quod fort. leg.), γυναῖκες Arist.Fr.283.<br><span class="bld">4</span> [[expressive]], [[κίνησις]] ἔκφορος τινος Chrysipp.Stoic.3.112.<br><span class="bld">III</span> as [[substantive]], [[ἔκφοροι]], οἱ, [[reefing-ropes]] = [[τέρθριος|τέρθριοι]], Sch.Ar.Eq.438, Phot. [[sub verbo|s.v.]] [[ἡνίοχος|ἡνιόχους]].
}}
}}
{{DGE
{{DGE
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἔκφορος]], -ον)<br />(<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οι έκφοροι</i><br /><b>ναυτ.</b> τα [[σχοινιά]] της κατώτερης [[σειράς]] που χρησιμεύουν για τη [[συστολή]] ή [[διαστολή]] τών ιστίων, κοιν. [[μαντιζέλο]]<br /><b>μσν.</b><br />ο [[γνωστός]] σε όλους<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός τον οποίο μπορεί [[κανείς]] να φέρει έξω, [[εξαγώγιμος]]<br /><b>2.</b> αυτός τον οποίο μπορεί [[κανείς]] να κάμει γνωστό, να κοινολογήσει<br /><b>3.</b> ο παραφερόμενος από [[πάθος]] ή [[οργή]], [[παράφορος]]<br /><b>4.</b> αυτός που φέρει έξω, εξάγει, απελαύνει<br /><b>5.</b> αυτός που κοινολογεί [[μυστικά]], ο [[ακριτόμυθος]]<br /><b>6.</b> [[εκφραστικός]]<br /><b>7.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ἔκφορα</i><br />οι καρποί της γης<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> «ἔκφοροι γυναῑκες» — έγκυες γυναίκες.
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἔκφορος]], -ον)<br />(<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οι έκφοροι</i><br /><b>ναυτ.</b> τα [[σχοινιά]] της κατώτερης [[σειράς]] που χρησιμεύουν για τη [[συστολή]] ή [[διαστολή]] τών ιστίων, κοιν. [[μαντιζέλο]]<br /><b>μσν.</b><br />ο [[γνωστός]] σε όλους<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός τον οποίο μπορεί [[κανείς]] να φέρει έξω, [[εξαγώγιμος]]<br /><b>2.</b> αυτός τον οποίο μπορεί [[κανείς]] να κάμει γνωστό, να κοινολογήσει<br /><b>3.</b> ο παραφερόμενος από [[πάθος]] ή [[οργή]], [[παράφορος]]<br /><b>4.</b> αυτός που φέρει έξω, εξάγει, απελαύνει<br /><b>5.</b> αυτός που κοινολογεί [[μυστικά]], ο [[ακριτόμυθος]]<br /><b>6.</b> [[εκφραστικός]]<br /><b>7.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ἔκφορα</i><br />οι καρποί της γης<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> «ἔκφοροι γυναῖκες» — έγκυες γυναίκες.
}}
}}
{{lsm
{{lsm