κρόταφος: Difference between revisions

m
Text replacement - " A.''Pr.''" to " A.''Pr.''"
(2a)
m (Text replacement - " A.''Pr.''" to " A.''Pr.''")
 
(34 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=krotafos
|Transliteration C=krotafos
|Beta Code=kro/tafos
|Beta Code=kro/tafos
|Definition=ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">side of the forehead</b>, <span class="bibl">Il.4.502</span>, <span class="bibl">20.397</span>, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Ra.</span>854</span>: mostly in pl., <b class="b2">temples</b>, <span class="bibl">Il.13.188</span>, al., <span class="bibl">Hdt.4.187</span>, <span class="bibl">Hp.<span class="title">Prog.</span>2</span>, etc.; πρᾶτον ἴουλον ἀπὸ κροτάφων καταβάλλων <span class="bibl">Theoc.15.85</span>, cf. <span class="bibl">11.9</span>, <span class="title">IG</span>5(1).1355 (Abia); τοὺς κ. πολιοῦνται πρῶτον <span class="bibl">Arist.<span class="title">GA</span> 784b35</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> generally, <b class="b2">side edge, profile</b>, <span class="bibl">Procl.<span class="title">Hyp.</span>3.6</span>; <b class="b3">κύκλου</b> ib.<span class="bibl">17</span>; of a brick, <span class="title">PMag.Par.</span>1.30; <b class="b3">κατὰ κρόταφον</b> <b class="b2">sideways, horizontally</b>, <span class="bibl">Hero <span class="title">Bel.</span>98.2</span>, <span class="bibl">Ph.<span class="title">Bel.</span>64.25</span>, cf. <span class="bibl">60.7</span>; <b class="b3">ἐπὶ κρορόταφον</b> <b class="b2">on its side</b>, ib.<span class="bibl">66.13</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> metaph., <b class="b2">slope</b> of a mountain, <span class="bibl">A.<span class="title">Pr.</span>721</span>; <b class="b3">ὑπὸ κροτάφοις Ἑλικῶνος</b> Philiadasap.St.Byz. s.v. [[Θέσπεια]]. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">III</span> <b class="b2">back of a book</b>, Anon. ap. Suid. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">IV</span> <b class="b2">edge</b> or <b class="b2">narrow side</b> of a stele, <span class="title">IG</span>42(1).109 iii 162, iv 129 (Epid.). (κόρταφος <span class="bibl"><span class="title">EM</span>541.23</span>, <span class="title">Et.Gud.</span>, Zonar., prob. to be read in <span class="bibl">Pl.Com.84</span>; κότραφος <span class="title">PMag.Osl.</span>1.152, etc.)</span>
|Definition=ὁ,<br><span class="bld">A</span> [[side of the forehead]], Il.4.502, 20.397, Ar.''Ra.''854: mostly in plural, [[temples]], Il.13.188, al., [[Herodotus|Hdt.]]4.187, Hp.''Prog.''2, etc.; πρᾶτον ἴουλον ἀπὸ κροτάφων καταβάλλων Theoc.15.85, cf. 11.9, ''IG''5(1).1355 (Abia); τοὺς κ. πολιοῦνται πρῶτον Arist.''GA'' 784b35.<br><span class="bld">2</span> generally, [[side edge]], [[profile]], Procl.''Hyp.''3.6; [[κύκλου]] ib.17; of a brick, ''PMag.Par.''1.30; <b class="b3">κατὰ κρόταφον</b> [[sideways]], [[horizontally]], Hero ''Bel.''98.2, Ph.''Bel.''64.25, cf. 60.7; <b class="b3">ἐπὶ κρορόταφον</b> [[on its side]], ib.66.13.<br><span class="bld">II</span> metaph., [[slope]] of a mountain, [[Aeschylus|A.]]''[[Prometheus Vinctus|Pr.]]''721; <b class="b3">ὑπὸ κροτάφοις Ἑλικῶνος</b> Philiadasap.St.Byz. [[sub verbo|s.v.]] [[Θέσπεια]].<br><span class="bld">III</span> [[back of a book]], Anon. ap. Suid.<br><span class="bld">IV</span> [[edge]] or [[narrow side]] of a stele, ''IG''42(1).109 iii 162, iv 129 (Epid.). (κόρταφος ''EM''541.23, ''Et.Gud.'', Zonar., prob. to be read in Pl.Com.84; κότραφος ''PMag.Osl.''1.152, etc.)
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''κρότᾰφος''': ὁ, ([[κροτέω]]) τὸ πλάγιον τοῦ μετώπου (ἴδ. ἐν λέξ. [[κόρση]]), Ἰλ. Δ. 502., Υ. 397, Ἀριστοφ. Βάτρ. 854· ― τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., οἱ κρόταφοι, τὰ «μηλίγγια», Λατ. tempora, Ἰλ. Ν. 188, κ. ἀλλ., Ἡρόδ. 4. 187, Ἱππ. Προγν. 36, καὶ Ἀττ.· ― παρὰ Θεοκρ., πρᾶτον ἴουλον ἀπὸ κροτάφων καταβάλλων, ἐπὶ τῆς πρώτης ἐμφανίσεως καὶ αὐξήσεως τῆς γενειάδος, 15. 85, πρβλ. 11. 9· καὶ ὁ Ἀριστ. παρατηρεῖ ὅτι, τοὺς κρ. πολιοῦνται πρῶτον π. Ζ. Γεν. 5. 4, 10. 3) [[σχῆμα]] κατὰ κρόταφον, ἐκ τοῦ πλαγίου, ἀντίθ. τῷ κατὰ [[μέτωπον]], κατὰ [[πλάτος]], Ἀρχ. Μαθημ. ΙΙ. μεταφορ. ἐπὶ ὄρους, ἡ πλευρὰ [[αὐτοῦ]], Αἰσχύλ. Πρ. 721· ὑπὸ κροτάφοις Ἑλικῶνος Ἀνθ. Π. παράρτ. 94. ΙΙΙ. τὸ [[ὄπισθεν]] [[μέρος]] βιβλίου, Ἀνών. παρὰ Σουΐδ.
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> [[tempe]];<br /><b>2</b> <i>p. anal.</i> sommet de montagne.<br />'''Étymologie:''' apparenté avec [[κόρση]] ; cf. [[κάρα]].
}}
{{elnl
|elnltext=κρόταφος -ου, ὁ [κρότος] slaap (lichaamsdeel); meestal plur. κρόταφοι slapen. uitbr. berghelling:. ποταμὸς ἐκφυσᾷ μένος κροτάφων ἀπ’ αὐτῶν een rivier laat een krachtige stroom precies van de berghellingen ontspringen Aeschl. PV 721.
}}
{{pape
|ptext=ὁ (von [[κροτέω]], [[wegen]] des sichtbaren Pulsschlages), <i>der [[Schlaf]] am Kopf; Il</i>. 4.502, 20.397; nach Arist. <i>H.A</i>. 1.11 τὸ μεταξὺ ὀφθαλμοῦ, ὠτὸς καὶ κορυφῆς; gew. im plur., <i>die [[Schläfen]]</i>; κόρυθα κροτάφοις ἀραρυῖαν <i>Il</i>. 13.188 und [[öfter]]; Ar. <i>Ran</i>. 854; τὰς ἐν τοῖσι κροτάφοισι φλέβας Her. 4.187; Folgde. – übertragen, <i>der [[Berggipfel]]</i>; ποταμὸς ἐκφυσᾷ [[μένος]] κροτάφων ἀπ' αὐτῶν Aesch. <i>Prom</i>. 723; Ἐλικῶνος Phil. <i>ep</i>. (<i>APP</i> 94). – <i>Der [[Kolben]] am [[Hammer]]</i>. – Σχῆμα κατὰ κρόταφον, [[Figur]] <i>von der [[Seite]], im [[Profil]]</i>, Sp.
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=ου () :<br /><b>1</b> tempe;<br /><b>2</b> <i>p. anal.</i> sommet de montagne.<br />'''Étymologie:''' apparenté avec [[κόρση]] ; cf. [[κάρα]].
|elrutext='''κρότᾰφος:''' ὁ<br /><b class="num">1</b> преимущ. pl. висок (τὸ μεταξὺ ὀφθαλμοῦ καὶ ὠτὸς καὶ κορυφῆς καλεῖται κ. Arst.): ἑτέροιο διὰ κροτάφοιο πέρησεν [[αἰχμή]] Hom. через другой висок (т. е. насквозь) прошло копье;<br /><b class="num">2</b> pl. [[волосы на висках]] Arst.;<br /><b class="num">3</b> pl. [[верхние склоны]], [[вершина]] (''[[sc.]]'' Καυκάσου Aesch.; Ἑλικῶνος Anth.).
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 20: Line 26:
}}
}}
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[κρόταφος]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[temple]] of the [[head]]. ]κροταφον[ Δ. 3. 8.
|sltr=[[κρόταφος]] [[temple]] of the [[head]]. ]κροταφον[ Δ. 3. 8.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, και κροτάφι, το (AM [[κρόταφος]], Α και κόρταφος και κότραφος)<br /><b>1.</b> το δεξιό και αριστερό πλάγιο [[τμήμα]] του κεφαλιού από το [[μάτι]] ώς το [[αφτί]], το μηλίγγιο (α. «του έβαλε το [[περίστροφο]] στον κρόταφο και του ζήτησε τα χρήματα του ταμείου» β. «ἡ δ' ἑτέροιο διὰ κροτάφοιο πέρησεν αἰχμὴ χαλκείη», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />γ. «τοὺς κροτάφους πολιοῡνται πρῶτον», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> η στενότερη [[πλευρά]] στήλης, κομματιού ξύλου, τούβλου κ.λπ.<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[πλάγια]] όψη προσώπου, το [[προφίλ]]<br /><b>2.</b> το [[πίσω]] [[μέρος]] του βιβλίου<br /><b>3.</b> η [[πλαγιά]] του βουνού («ποταμὸς ἐκφυσᾷ [[μένος]] κροτάφων ἀπ' αὐτῶν», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «κατὰ κρόταφον» — από τα [[πλάγια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[κρόταφος]] συνδέεται με τον τ. [[κρότος]] και εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>φος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[κόλα]]-<i>φος</i>). Η συχνή [[σύνδεση]] της λ. με το [[κρότος]] οδηγεί σε πιθ. αρχική σημ. «[[χτύπημα]] τών κροταφικών αρτηριών» — [[αυτού]] του είδους όμως το [[χτύπημα]] δεν χαρακτηρίζεται, βέβαια, ως [[ισχυρός]] [[ήχος]] όπως [[είναι]] ο [[κρότος]]. Έτσι, φαίνεται πιθανότερο να δηλώνει η λ. ηχηρό [[χτύπημα]], ενώ, κατ' άλλους, θανατηφόρο [[χτύπημα]], [[καθώς]] και το [[σημείο]] του κεφαλιού που δέχεται αυτό το [[χτύπημα]]].
|mltxt=ο, και κροτάφι, το (AM [[κρόταφος]], Α και κόρταφος και κότραφος)<br /><b>1.</b> το δεξιό και αριστερό πλάγιο [[τμήμα]] του κεφαλιού από το [[μάτι]] ώς το [[αφτί]], το μηλίγγιο (α. «του έβαλε το [[περίστροφο]] στον κρόταφο και του ζήτησε τα χρήματα του ταμείου» β. «ἡ δ' ἑτέροιο διὰ κροτάφοιο πέρησεν αἰχμὴ χαλκείη», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />γ. «τοὺς κροτάφους πολιοῦνται πρῶτον», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> η στενότερη [[πλευρά]] στήλης, κομματιού ξύλου, τούβλου κ.λπ.<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[πλάγια]] όψη προσώπου, το [[προφίλ]]<br /><b>2.</b> το [[πίσω]] [[μέρος]] του βιβλίου<br /><b>3.</b> η [[πλαγιά]] του βουνού («ποταμὸς ἐκφυσᾷ [[μένος]] κροτάφων ἀπ' αὐτῶν», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «κατὰ κρόταφον» — από τα [[πλάγια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[κρόταφος]] συνδέεται με τον τ. [[κρότος]] και εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>φος</i> ([[πρβλ]]. [[κόλα]]-<i>φος</i>). Η συχνή [[σύνδεση]] της λ. με το [[κρότος]] οδηγεί σε πιθ. αρχική σημ. «[[χτύπημα]] τών κροταφικών αρτηριών» — [[αυτού]] του είδους όμως το [[χτύπημα]] δεν χαρακτηρίζεται, βέβαια, ως [[ισχυρός]] [[ήχος]] όπως [[είναι]] ο [[κρότος]]. Έτσι, φαίνεται πιθανότερο να δηλώνει η λ. ηχηρό [[χτύπημα]], ενώ, κατ' άλλους, θανατηφόρο [[χτύπημα]], [[καθώς]] και το [[σημείο]] του κεφαλιού που δέχεται αυτό το [[χτύπημα]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κρότᾰφος:''' ὁ ([[κροτέω]]),<br /><b class="num">I.</b> [[πλευρά]] μετώπου (βλ. [[κόρση]]), στον πληθ., οι κρόταφοι, Λατ. [[tempora]], σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για [[βουνό]], η πλαγιά του, σε Αισχύλ., Ανθ.
|lsmtext='''κρότᾰφος:''' ὁ ([[κροτέω]]),<br /><b class="num">I.</b> [[πλευρά]] μετώπου (βλ. [[κόρση]]), στον πληθ., οι κρόταφοι, Λατ. [[tempora]], σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για [[βουνό]], η πλαγιά του, σε Αισχύλ., Ανθ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κρότᾰφος:''' ὁ<br /><b class="num">1)</b> преимущ. pl. висок (τὸ μεταξὺ ὀφθαλμοῦ καὶ ὠτὸς καὶ κορυφῆς καλεῖται κ. Arst.): ἑτέροιο διὰ κροτάφοιο πέρησεν [[αἰχμή]] Hom. через другой висок (т. е. насквозь) прошло копье;<br /><b class="num">2)</b> pl. волосы на висках Arst.;<br /><b class="num">3)</b> pl. верхние склоны, вершина (sc. Καυκάσου Aesch.; Ἑλικῶνος Anth.).
|lstext='''κρότᾰφος''': , ([[κροτέω]]) τὸ πλάγιον τοῦ μετώπου (ἴδ. ἐν λέξ. [[κόρση]]), Ἰλ. Δ. 502., Υ. 397, Ἀριστοφ. Βάτρ. 854· ― τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., οἱ κρόταφοι, τὰ «μηλίγγια», Λατ. tempora, Ἰλ. Ν. 188, κ. ἀλλ., Ἡρόδ. 4. 187, Ἱππ. Προγν. 36, καὶ Ἀττ.· ― παρὰ Θεοκρ., πρᾶτον ἴουλον ἀπὸ κροτάφων καταβάλλων, ἐπὶ τῆς πρώτης ἐμφανίσεως καὶ αὐξήσεως τῆς γενειάδος, 15. 85, πρβλ. 11. 9· καὶ ὁ Ἀριστ. παρατηρεῖ ὅτι, τοὺς κρ. πολιοῦνται πρῶτον π. Ζ. Γεν. 5. 4, 10. 3) [[σχῆμα]] κατὰ κρόταφον, ἐκ τοῦ πλαγίου, ἀντίθ. τῷ κατὰ [[μέτωπον]], κατὰ [[πλάτος]], Ἀρχ. Μαθημ. ΙΙ. μεταφορ. ἐπὶ ὄρους, ἡ πλευρὰ [[αὐτοῦ]], Αἰσχύλ. Πρ. 721· ὑπὸ κροτάφοις Ἑλικῶνος Ἀνθ. Π. παράρτ. 94. ΙΙΙ. τὸ [[ὄπισθεν]] [[μέρος]] βιβλίου, Ἀνών. παρὰ Σουΐδ.
}}
{{elnl
|elnltext=κρόταφος -ου, [κρότος] slaap (lichaamsdeel); meestal plur. κρόταφοι slapen. uitbr. berghelling:. ποταμὸς ἐκφυσᾷ μένος κροτάφων ἀπ ’ αὐτῶν een rivier laat een krachtige stroom precies van de berghellingen ontspringen Aeschl. PV 721.
}}
}}
{{etym
{{etym
|etymtx=Grammatical information: m., usu. pl.<br />Meaning: [[temple]], metaph. <b class="b2">side, profile, steep mountain-slope</b> (Il.). Byforms with metathesis: <b class="b3">κόρταφος</b> (Pl.Kom.[?; Maas KZ 46,159], EM, Et. Gud.), <b class="b3">κότραφος</b> (PMag. Osl. 1, 152).<br />Compounds: Compp., e.g. <b class="b3">πολιο-κρόταφος</b> <b class="b2">with gray temples</b> (Θ 518).<br />Derivatives: <b class="b3">κροταφίς</b> f. <b class="b2">pointed hammer</b> (Att. inscr., Poll., H.; on the meaning below), <b class="b3">κροτάφιος</b> <b class="b2">of the temples</b> (Gal.), <b class="b3">κροταφίτης</b> <b class="b2">temple-muscel</b> (medic.; Redard Les noms grecs en <b class="b3">-της</b> 101), f. pl. <b class="b3">-ίτιδες</b> (<b class="b3">πληγαί</b> Hp.). Denomin. <b class="b3">κροταφίζω</b> <b class="b2">strike on the temple, box on the ear</b> (pap.) with <b class="b3">κροταφιστής</b> (Gloss., H. s. <b class="b3">κόβαλος</b>).<br />Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]<br />Etymology: Generally (e.g. Brugmann Grundr.2 2, 1, 390) derived from <b class="b3">κρότος</b> as "the knocking (of the veins in the temples)". Because of the meaning of <b class="b3">κρότος</b> <b class="b2">the knocking which one hears, noise</b> <b class="b3">κρόταφος</b> cannot refer to the beating of the veins which one sees (Pedersen KZ 39,237 A. 1, Benveniste Mél. Vendryes 56), but must refers to the inner noise, we hear; s. Frisk GHÅ. 57 : 4, 18 f. with a diff. hypothesis: <b class="b3">κρόταφος</b> prop. "Totschlag, Stelle des Totschlages" (cf. <b class="b3">κόλαφος</b>) like rom. dial. [[abattin]] [[temples]]; so <b class="b3">κροταφίς</b> prop. "Schläfengerät"? Thus also Wüst [[Ρῆμα]] 1, 11 ff. - Fur. 257 connects <b class="b3">κόρση</b> [[temple]]; thus Forbes, Glotta 36, 258ff,
|etymtx=Grammatical information: m., usually pl.<br />Meaning: [[temple]], metaph. [[side]], [[profile]], [[steep mountain-slope]] (Il.). Byforms with metathesis: [[κόρταφος]] (Pl.Kom.[?; Maas KZ 46,159], EM, Et. Gud.), [[κότραφος]] (PMag. Osl. 1, 152).<br />Compounds: Compp., e.g. <b class="b3">πολιο-κρόταφος</b> [[with gray temples]] (Θ 518).<br />Derivatives: [[κροταφίς]] f. [[pointed hammer]] (Att. inscr., Poll., H.; on the meaning below), [[κροτάφιος]] [[of the temples]] (Gal.), [[κροταφίτης]] [[temple-muscel]] (medic.; Redard Les noms grecs en <b class="b3">-της</b> 101), f. pl. <b class="b3">-ίτιδες</b> ([[πληγαί]] Hp.). Denomin. [[κροταφίζω]] [[strike on the temple]], [[box on the ear]] (pap.) with [[κροταφιστής]] (Gloss., H. s. [[κόβαλος]]).<br />Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]<br />Etymology: Generally (e.g. Brugmann Grundr.2 2, 1, 390) derived from [[κρότος]] as "the knocking (of the veins in the temples)". Because of the meaning of [[κρότος]] [[the knocking which one hears]], [[noise]] [[κρόταφος]] cannot refer to the beating of the veins which one sees (Pedersen KZ 39,237 A. 1, Benveniste Mél. Vendryes 56), but must refers to the inner noise, we hear; s. Frisk GHÅ. 57: 4, 18 f. with a diff. hypothesis: [[κρόταφος]] prop. "Totschlag, Stelle des Totschlages" (cf. [[κόλαφος]]) like rom. dial. [[abattin]] [[temples]]; so [[κροταφίς]] prop. "Schläfengerät"? Thus also Wüst [[Ρῆμα]] 1, 11 ff. - Fur. 257 connects [[κόρση]] [[temple]]; thus Forbes, Glotta 36, 258ff,
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=κρότᾰφος, ὁ, [[κροτέω]]<br /><b class="num">I.</b> the [[side]] of the [[forehead]] (v. κόρσἠ, in pl. the [[temples]], Lat. [[tempora]], Il., etc.<br /><b class="num">II.</b> of a [[mountain]], its [[side]], Aesch., Anth.
|mdlsjtxt=κρότᾰφος, ὁ, [[κροτέω]]<br /><b class="num">I.</b> the [[side]] of the [[forehead]] (v. κόρσἠ, in plural the [[temples]], Lat. [[tempora]], Il., etc.<br /><b class="num">II.</b> of a [[mountain]], its [[side]], Aesch., Anth.
}}
}}
{{FriskDe
{{FriskDe
|ftr='''κρόταφος''': {krótaphos}<br />'''Forms''': Nebenformen mit Metathese: κόρταφος (Pl.Kom.[?; Maas KZ 46,159], ''EM'', ''Et''. ''Gud''.), κότραφος (''PMag''. ''Osl''. 1, 152).<br />'''Grammar''': m., gew. pl.<br />'''Meaning''': [[Schläfe]], übertr. [[Seite]], [[Profil]], [[steiler Berghang]] (seit Il.).<br />'''Composita''' : Kompp., z.B. [[πολιοκρόταφος]] [[mit grauen Schläfen]] (ep. poet. seit Θ 518).<br />'''Derivative''': Davon [[κροταφίς]] f. ‘Spitz- hammer’ (att. Inschr., Poll., H.; zur Bed. unten), [[κροτάφιος]] [[zur Schläfe gehörig]] (Gal.), [[κροταφίτης]] [[Schläfenmuskel]] (Mediz.; Redard Les noms grecs en -της 101), f. pl. -ίτιδες (πληγαί Hp.). Denominativum [[κροταφίζω]] [[auf die Schläfe schlagen]], [[ohrfeigen]] (Pap.) mit [[κροταφιστής]] (Gloss., H. s. [[κόβαλος]]).<br />'''Etymology''' : Allgemein (z.B. Brugmann Grundr.<sup>2</sup> 2, 1, 390) zu [[κρότος]] gezogen als "das Klopfen (der Schläfenarterie)". Wegen der Bedeutung von [[κρότος]] ‘das (hörbare) Schlagen, Getöse’ kann sich aber [[κρόταφος]] dann nicht auf das von außen her sichtbare Klopfen der Adern beziehen (Pedersen KZ 39,237 A. 1, Benveniste Mél. Vendryes 56), sondern muß vielmehr auf das innere Geräusch derselben anspielen, wie es dem Hörorgan vermittelt wird; s. Frisk GHÅ. 57 : 4, 18 f. mit einer abweichenden Hypothese: [[κρόταφος]] eig. "Totschlag, Stelle des Totschlages" (vgl. [[κόλαφος]]) wie rom. dial. ''abattin'' [[Schläfe]]; [[κροταφίς]] somit eig. "Schläfengerät" ? Dazu mit weittragenden Folgerungen und z.T. unrichtiger Analyse Wüst Ῥῆμα 1, 11 ff.<br />'''Page''' 2,25-26
|ftr='''κρόταφος''': {krótaphos}<br />'''Forms''': Nebenformen mit Metathese: κόρταφος (Pl.Kom.[?; Maas KZ 46,159], ''EM'', ''Et''. ''Gud''.), κότραφος (''PMag''. ''Osl''. 1, 152).<br />'''Grammar''': m., gew. pl.<br />'''Meaning''': [[Schläfe]], übertr. [[Seite]], [[Profil]], [[steiler Berghang]] (seit Il.).<br />'''Composita''': Kompp., z.B. [[πολιοκρόταφος]] [[mit grauen Schläfen]] (ep. poet. seit Θ 518).<br />'''Derivative''': Davon [[κροταφίς]] f. ‘Spitz- hammer’ (att. Inschr., Poll., H.; zur Bed. unten), [[κροτάφιος]] [[zur Schläfe gehörig]] (Gal.), [[κροταφίτης]] [[Schläfenmuskel]] (Mediz.; Redard Les noms grecs en -της 101), f. pl. -ίτιδες (πληγαί Hp.). Denominativum [[κροταφίζω]] [[auf die Schläfe schlagen]], [[ohrfeigen]] (Pap.) mit [[κροταφιστής]] (Gloss., H. s. [[κόβαλος]]).<br />'''Etymology''': Allgemein (z.B. Brugmann Grundr.<sup>2</sup> 2, 1, 390) zu [[κρότος]] gezogen als "das Klopfen (der Schläfenarterie)". Wegen der Bedeutung von [[κρότος]] ‘das (hörbare) Schlagen, Getöse’ kann sich aber [[κρόταφος]] dann nicht auf das von außen her sichtbare Klopfen der Adern beziehen (Pedersen KZ 39,237 A. 1, Benveniste Mél. Vendryes 56), sondern muß vielmehr auf das innere Geräusch derselben anspielen, wie es dem Hörorgan vermittelt wird; s. Frisk GHÅ. 57: 4, 18 f. mit einer abweichenden Hypothese: [[κρόταφος]] eig. "Totschlag, Stelle des Totschlages" (vgl. [[κόλαφος]]) wie rom. dial. ''abattin'' [[Schläfe]]; [[κροταφίς]] somit eig. "Schläfengerät" ? Dazu mit weittragenden Folgerungen und z.T. unrichtiger Analyse Wüst Ῥῆμα 1, 11 ff.<br />'''Page''' 2,25-26
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[temple]], [[of the head]]
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=τό πλάγιο [[μέρος]] τοῦ μετώπου). Ἀπό τό κροτῶ. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στή λέξη [[κρόταλον]].
}}
}}