προσπασσαλεύω: Difference between revisions

m
Text replacement - " A.''Pr.''" to " A.''Pr.''"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
m (Text replacement - " A.''Pr.''" to " A.''Pr.''")
 
(10 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=prospassaleyo
|Transliteration C=prospassaleyo
|Beta Code=prospassaleu/w
|Beta Code=prospassaleu/w
|Definition=Att. προσπαττ-, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[nail fast to]], σε τῷδε . . πάγῳ <span class="bibl">A.<span class="title">Pr.</span>20</span>; [ἐμβάδια] πρὸς τὸ μέτωπον ὥσπερ κοτίνῳ <span class="bibl">Ar.<span class="title">Pl.</span>943</span>; but in <span class="bibl">Hdt.9.120</span>, [[σανίδα]] (or [[σανίδας]]) <b class="b3"> προσπασσαλεύσαντες</b> (sc. [[αὐτῷ]]) ([[nisi legendum|nisi leg.]] [[σανίδι]]):—Pass., προσπεπατταλευμένον γράφουσι τὸν Προμηθέα πρὸς ταῖς πέτραις <span class="bibl">Men.535.1</span>; <b class="b3">τὴν Ἀνδρομέδαν ἐπί τινος πέτρας . . προσπεπ</b>. <span class="bibl">Luc.<span class="title">DMar.</span>14.3</span>: metaph., [[ἀχανής]], [[προσπεπατταλευμένος]], [[ἄφωνος]] [[fixed to the spot]], <span class="bibl">Hegesipp.Com.1.25</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[nail up]] or [[hang upon a peg]], τὸν τρίποδα <span class="bibl">Hdt.1.144</span>:—Pass., <span class="bibl">Cratin.164</span>.</span>
|Definition=Att. [[προσπατταλεύω]],<br><span class="bld">A</span> [[nail fast to]], σε τῷδε.. πάγῳ [[Aeschylus|A.]]''[[Prometheus Vinctus|Pr.]]''20; [ἐμβάδια] πρὸς τὸ μέτωπον ὥσπερ κοτίνῳ Ar.''Pl.''943; but in [[Herodotus|Hdt.]]9.120, [[σανίδα]] (or [[σανίδας]]) <b class="b3"> προσπασσαλεύσαντες</b> (''[[sc.]]'' [[αὐτῷ]]) ([[nisi legendum|nisi leg.]] [[σανίδι]]):—Pass., προσπεπατταλευμένον γράφουσι τὸν Προμηθέα πρὸς ταῖς πέτραις Men.535.1; <b class="b3">τὴν Ἀνδρομέδαν ἐπί τινος πέτρας.. προσπεπ</b>. Luc.''DMar.''14.3: metaph., [[ἀχανής]], [[προσπεπατταλευμένος]], [[ἄφωνος]] [[fixed to the spot]], Hegesipp.Com.1.25.<br><span class="bld">II</span> [[nail up]] or [[hang upon a peg]], τὸν τρίποδα [[Herodotus|Hdt.]]1.144:—Pass., Cratin.164.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0776.png Seite 776]] att. -τταλεύω, noch dazu, daneben annageln; τῷ πάγῳ, Aesch. Prom. 20; Ar. Plut. 943; Her. πρὸς τὰ [[οἰκία]] τρίποδα, 1, 144. 9, 120 u. Sp., wie Luc. D. Mar. 14, 3 u. öfter; komisch ἀχανὴς προσπεπατταλευμένος, Hegesipp. b. Ath. IV, 290 d, gleichsam vor Staunen angenagelt; – auch = an einen Nagel aufhängen, Theophr. char. 21, 2.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0776.png Seite 776]] att. -τταλεύω, noch dazu, daneben annageln; τῷ πάγῳ, Aesch. Prom. 20; Ar. Plut. 943; Her. πρὸς τὰ [[οἰκία]] τρίποδα, 1, 144. 9, 120 u. Sp., wie Luc. D. Mar. 14, 3 u. öfter; komisch ἀχανὴς προσπεπατταλευμένος, Hegesipp. b. Ath. IV, 290 d, gleichsam vor Staunen angenagelt; – auch = an einen Nagel aufhängen, Theophr. char. 21, 2.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> [[clouer contre]] : τινά τινι qqn contre qch ; τι πρός τι une chose contre une autre;<br /><b>2</b> suspendre à un clou, à une patère, <i>etc.</i>, acc..<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[πασσαλεύω]].
}}
{{elru
|elrutext='''προσπασσᾰλεύω:''' атт. [[προσπατταλεύω|προσπαττᾰλεύω]]<br /><b class="num">1</b> [[приколачивать]], [[пригвождать]] (τινὰ τῷ πάγῳ Aesch.; τι πρὸς τὸ μέτωπόν τινι [[ὥσπερ]] κοτίνῳ Arph.; τινὰ ἐπὶ πέτρας Luc.);<br /><b class="num">2</b> [[вешать на гвоздь]] (τὸν τρίποδα Her.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''προσπᾰσσαλεύω''': Ἀττικ. προσπαττ-, ὡς τὸ [[προσηλόω]], καρφώνω, στερεῶς προσηλώνω, σε τῷδε τῷ πάγῳ Αἰσχύλ. Πρ. 20˙ ἐμβάδια πρὸς τὸ [[μέτωπον]] Ἀριστοφ. Πλ. 943˙ ― παρ’ Ἡροδ. 9. 120, τἀνάπαλιν, σανίδα προσπασσαλεύσαντες (ἐξυπ. αὐτῷ), ἂν καὶ θὰ ἐπροτίμα τις νὰ ἀναγνώσῃ: σανίδι ἢ πρὸς σανίδα, πρβλ. 7. 33. ― Παθητ., προσπεπατταλευμένον γράφουσι τὸν Προμηθέα πρὸς ταῖς πέτραις Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 6˙ τὴν Ἀνδρομέδαν ἐπί τινος πέτρας... προσπεπ. Λουκ. Ἐνάλ. Διάλ. 14. 3˙ μεταφορ., [[ἀχανής]], προσπεπατταλευμένος, [[ἄφωνος]], προσηλωμένος εἰς τὸ αὐτὸ [[σημεῖον]], [[ἀκίνητος]], Ἡγήσιππ. ἐν «Ἀδελφοῖς» 1. 25. ΙΙ. καρφώνω ἢ ἀναρτῶ εἰς πάσσαλον, τὸν τρίποδα Ἡρόδ. 1. 144, πρβλ. Θεοφρ. Χαρακτ. 21.
|lstext='''προσπᾰσσαλεύω''': Ἀττικ. προσπαττ-, ὡς τὸ [[προσηλόω]], καρφώνω, στερεῶς προσηλώνω, σε τῷδε τῷ πάγῳ Αἰσχύλ. Πρ. 20˙ ἐμβάδια πρὸς τὸ [[μέτωπον]] Ἀριστοφ. Πλ. 943˙ ― παρ’ Ἡροδ. 9. 120, τἀνάπαλιν, σανίδα προσπασσαλεύσαντες (ἐξυπ. αὐτῷ), ἂν καὶ θὰ ἐπροτίμα τις νὰ ἀναγνώσῃ: σανίδι ἢ πρὸς σανίδα, πρβλ. 7. 33. ― Παθητ., προσπεπατταλευμένον γράφουσι τὸν Προμηθέα πρὸς ταῖς πέτραις Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 6˙ τὴν Ἀνδρομέδαν ἐπί τινος πέτρας... προσπεπ. Λουκ. Ἐνάλ. Διάλ. 14. 3˙ μεταφορ., [[ἀχανής]], προσπεπατταλευμένος, [[ἄφωνος]], προσηλωμένος εἰς τὸ αὐτὸ [[σημεῖον]], [[ἀκίνητος]], Ἡγήσιππ. ἐν «Ἀδελφοῖς» 1. 25. ΙΙ. καρφώνω ἢ ἀναρτῶ εἰς πάσσαλον, τὸν τρίποδα Ἡρόδ. 1. 144, πρβλ. Θεοφρ. Χαρακτ. 21.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> clouer contre : τινά τινι qqn contre qch ; [[τι]] [[πρός]] [[τι]] une chose contre une autre;<br /><b>2</b> suspendre à un clou, à une patère, <i>etc.</i>, acc..<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[πασσαλεύω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προσπᾰσσαλεύω:''' Αττ. προσ-παττ-, μέλ. <i>-σω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[καρφώνω]] [[σταθερά]] σ' ένα [[σημείο]], <i>τινά τινι</i>, σε Αισχύλ.· [[πρός]] τι, σε Αριστοφ.· αντιστρόφως, <i>[[σανίδα]] προσπασσαλεύσαντες</i> (ενν. [[αὐτῷ]]), σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> [[καρφώνω]] ή [[κρεμώ]] πάνω σε πάσσαλο, <i>τὸν τρίποδα</i>, στον ίδ.
|lsmtext='''προσπᾰσσαλεύω:''' Αττ. προσ-παττ-, μέλ. <i>-σω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[καρφώνω]] [[σταθερά]] σ' ένα [[σημείο]], <i>τινά τινι</i>, σε Αισχύλ.· [[πρός]] τι, σε Αριστοφ.· αντιστρόφως, <i>[[σανίδα]] προσπασσαλεύσαντες</i> (ενν. [[αὐτῷ]]), σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> [[καρφώνω]] ή [[κρεμώ]] πάνω σε πάσσαλο, <i>τὸν τρίποδα</i>, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''προσπασσᾰλεύω:''' атт. [[προσπατταλεύω|προσπαττᾰλεύω]]<br /><b class="num">1)</b> [[приколачивать]], [[пригвождать]] (τινὰ τῷ πάγῳ Aesch.; τι πρὸς τὸ μέτωπόν τινι [[ὥσπερ]] κοτίνῳ Arph.; τινὰ ἐπὶ πέτρας Luc.);<br /><b class="num">2)</b> [[вешать на гвоздь]] (τὸν τρίποδα Her.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[attic]] προσ-παττ fut. σω<br /><b class="num">I.</b> to [[nail]] [[fast]] to a [[place]], τινά τινι Aesch.; πρός τι Ar.:—[[reversely]], σανίδα προσπασσαλεύσαντες (sc. [[αὐτῷ]]) Hdt.<br /><b class="num">II.</b> to [[nail]] up or [[hang]] [[upon]] a peg, τὸν τρίποδα Hdt.
|mdlsjtxt=Attic προσ-παττ fut. σω<br /><b class="num">I.</b> to [[nail]] [[fast]] to a [[place]], τινά τινι Aesch.; πρός τι Ar.:—[[reversely]], σανίδα προσπασσαλεύσαντες (''[[sc.]]'' [[αὐτῷ]]) Hdt.<br /><b class="num">II.</b> to [[nail]] up or [[hang]] [[upon]] a peg, τὸν τρίποδα Hdt.
}}
}}