3,273,006
edits
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "Full diacritics=δῠσ" to "Full diacritics=δῠ́σ") |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ1 | {{LSJ1 | ||
|Full diacritics= | |Full diacritics=δῠ́σκαμπτος | ||
|Medium diacritics=δύσκαμπτος | |Medium diacritics=δύσκαμπτος | ||
|Low diacritics=δύσκαμπτος | |Low diacritics=δύσκαμπτος | ||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=dyskamptos | |Transliteration C=dyskamptos | ||
|Beta Code=du/skamptos | |Beta Code=du/skamptos | ||
|Definition= | |Definition=δύσκαμπτον, = [[δυσκαμπής]] ([[hard to bend]]), Cass. ''Pr.'' 61, Sch. Ar. ''Th.'' 74. Adv. [[δυσκάμπτως]], ἔχειν Aët. 16.8. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (AM [[δύσκαμπτος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που λυγίζει δύσκολα («[[δύσκαμπτος]] [[σίδηρος]]»)<br /><b>2.</b> αυτός που δύσκολα προσαρμόζεται («[[δύσκαμπτος]] [[χαρακτήρας]]»)<br /><b>3.</b> αυτός που δύσκολα καταβάλλεται («την δύσκαμπτον δύναμιν τοῦ ἵππου»)<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που δύσκολα παρακάμπτεται («δύσκαμπτοι [[στροφαί]]»). | |mltxt=-η, -ο (AM [[δύσκαμπτος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που λυγίζει δύσκολα («[[δύσκαμπτος]] [[σίδηρος]]»)<br /><b>2.</b> αυτός που δύσκολα προσαρμόζεται («[[δύσκαμπτος]] [[χαρακτήρας]]»)<br /><b>3.</b> αυτός που δύσκολα καταβάλλεται («την δύσκαμπτον δύναμιν τοῦ ἵππου»)<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που δύσκολα παρακάμπτεται («δύσκαμπτοι [[στροφαί]]»). | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=<i>[[unbiegsam]]</i>, Sp. | |||
}} | }} |