3,274,216
edits
(SL_2) |
m (Text replacement - "Pythag. name" to "Pythagorean name") |
||
(34 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ1 | {{LSJ1 | ||
|Full diacritics= | |Full diacritics=ῠ̔γῐ́ειᾰ | ||
|Medium diacritics=ὑγίεια | |Medium diacritics=ὑγίεια | ||
|Low diacritics=υγίεια | |Low diacritics=υγίεια | ||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ygieia | |Transliteration C=ygieia | ||
|Beta Code=u(gi/eia | |Beta Code=u(gi/eia | ||
|Definition=[ῠ], ἡ, and | |Definition=[ῠ], ἡ, and sometimes in Com. [[ὑγιεία]], [[Aristophanes|Ar.]]''[[The Birds|Av.]]''604 (anap.), 731 (lyr.. in compd. [[πλουθυγίεια|πλουθυγιείαν]]), Men.''Mon.''522 (also Isyll.60); Ion.acc.<br><span class="bld">A</span> ὑγιείην [[Herodotus|Hdt.]]2.77, Heraclit.111; gen. ὑγιίης Herod.4.94, dub. in 4.20; and the metre requires a similar form in A.''Ag.''1001 (lyr.): from about ii B. C. written [[ὑγεῖα]] (pronounced ὑγῑα, contr. from ὑγῐῑᾰ), ''IG''22.4457 (ii B. C.), 12(5).168 (Paros), 22.3181 (i A. D.), 3187 (ii A. D.); Ὑγία ib.4479 (i A. D.), 4536, ''PTeb.''413.3 (ii/iii A. D.), etc.; Ion. [[ὑγείη]] Procl.''H.''1.22,42, ''IG''14.1935 (as pr. n., Rome): ([[ὑγιής]]):—[[health]], [[soundness]] of [[body]], Simon.70, Pi.''P.''3.73, [[Herodotus|Hdt.]]2.77, [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 332d, etc.; ὑ. καὶ νοῦς ἀγαθὰ τῷ βίῳ δύο Men.''Mon.''519, cf. Philem.163: pl. [[ὑγίειαι]], [[healthy states]] or [[conditions]], [[Plato|Pl.]]''[[Protagoras|Prt.]]'' 354b, ''R.''618b, ''Ti.''87d, [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''601a25.<br><span class="bld">2</span> of the mind, [[ὑγίεια φρενῶν]] = [[soundness]] of [[mind]], A.''Eu.''535 (lyr.); ἡ περὶ τὸ σῶμα καὶ τὴν ψυχὴν ὑγίεια Isoc.12.7.<br><span class="bld">II</span> a kind of [[cake]] used at [[sacrifice]]s, Herod.4.94, Ath.3.115a, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]], Phot., ''AB''313.<br><span class="bld">III</span> a [[medicine]], Alex.Trall.5.4: generally, a [[cure]], [[ὕπνος]] δὲ πάσης ἐστὶν ὑ. νόσου Men.''Mon.''522.<br><span class="bld">IV</span> Pythagorean name for [[six]], Anatol. ap. ''Theol.Ar.''37.<br><span class="bld">B</span> [[Ὑγίεια]], ἡ, personified, [[Hygeia]], the [[goddess]] of [[health]], Hp. ''Jusj.'', Ariphron 1, 7, Paus.1.23.4, etc.: the last cup was drunk to her, μετανιπτρίδα τῆς Ὑγιείας [[πίνειν]] Antiph.149 (hex.), cf. Call.Com. 6 (hex.): [[ἄγαλμα]] τῆς Ὑ. Ἀθηνᾶς Plu.''Per.''13. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1170.png Seite 1170]] ἡ, att. auch ὑγιεία, Ar. Av. 604. 731, ion. ὑγιείη, Her. 2, 77, Paul. Sil. ecphr. 1, 72, erst spät u. unattisch [[ὑγεία]], die | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1170.png Seite 1170]] ἡ, att. auch ὑγιεία, Ar. Av. 604. 731, ion. ὑγιείη, Her. 2, 77, Paul. Sil. ecphr. 1, 72, erst spät u. unattisch [[ὑγεία]], die [[Gesundheit]], sowohl des Leibes als der Seele; zuerst bei Pind., ὑγίειαν ἄγων χρυσέαν P. 3, 73; ἐκ δ' ὑγιείας φρενῶν ὁ πᾶσιν [[φίλος]] καὶ [[πολύευκτος]] [[ὄλβος]] Aesch. Eum. 507; Eur. Or. 435; Ar. Av. 603; Plat. oft, im eigentlichen u. im übertragenen Sinne; ὑγίειαί τε καὶ εὐεξίαι τῶν σωμάτων, Prot. 354 b; <span class="ggns">Gegensatz</span> [[νόσος]], Tim. 87 c. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> [[santé]], [[bonne santé]];<br /><b>2</b> [[guérison]].<br />'''Étymologie:''' [[ὑγιής]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑγίεια:''' и [[ὑγεία]], редко ὑγιεία, ион. [[ὑγιείη]] и [[ὑγείη]] (ῠ) ἡ<br /><b class="num">1</b> [[здоровье]] (Her., Pind.; ἡ περὶ τὸ [[σῶμα]] ὑ. Isocr.): ὑ. φρενῶν Aesch. здравый смысл; ὑγίεαι καὶ εὐεξίαι Plat. здоровье и благосостояние;<br /><b class="num">2</b> [[исцеление]], [[выздоровление]] (πάσης νόσου Men.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑγίειᾰ''': [ῠ], ἡ, καὶ [[ἐνίοτε]] παρ’ Ἀττ. ὑγιείᾱ, Ἀριστοφ. Ὄρν. 604, 731, Μένανδρ. ἐν Μονοστ. 522· (τὸν Ἰωνικὸν τόπον εἰς η ἀποδοκιμάζει ὁ Dind. de Dial. Hdt. xi)· παρὰ μεταγεν. καὶ ἀδοκίμοις συγγραφεῦσιν ὑγείᾱ, ὃ ἴδε· [[εἶναι]] γεγραμμ. ὑγίεα ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 2557Β 24· καὶ τὸ [[μέτρον]] ἀπαιτεῖ τὸν τύπον τοῦτον ἐν Αἰσχύλ. Ἀγ. 1001· (ὑγιής): - ὡς καὶ νῦν, [[ὑγεία]], ἡ [[εὐεξία]] καὶ ὑγιεινὴ [[κατάστασις]] τοῦ σώματος, «[[ὑγίεια]] ἐστὶ [[συμμετρία]] τῶν πρώτων σωματικῶν δυνάμεων, ἅ ἐστι [[θερμότης]] [[ψυχρότης]] [[ὑγρότης]] [[ξηρότης]]» Σουΐδ., Λατ. salus, Ἡρόδ. 2. 77, Σιμων. 116, Πινδ. Π. 3. 128, καὶ Ἀττ.· ὑγ. καὶ [[νοῦς]] ἀγαθὰ τῷ βίῳ δύο Μένανδρ. ἐν Μονοστ. 519, πρβλ. Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 68· - πληθ., ὑγίειαι, ὑγιειναὶ καταστάσεις, Πλάτ. Πρωτ. 354Β, Πολ. 618Β, Τίμ. 87C, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 18, 1. 2) ἐπὶ τοῦ νοῦ, ὑ. φρενῶν, [[ὑγιὴς]] [[κατάστασις]] ἢ [[διάθεσις]] ψυχῆς, Αἰσχύλ. Εὐμ. 535· ἡ περὶ τὸ [[σῶμα]] καὶ τὴν ψυχὴν [[ὑγίεια]] Ἰσοκρ. 234Β. ΙΙ. [[εἶδος]] πλακοῦντος ἐν χρήσει κατὰ τὰς θυσίας, Ἀθήν. 115Α, Φώτ., κλπ. ΙΙΙ. φάρμακόν τι, Ἀλέξ. Τραλλ., κλπ. - [[καθόλου]], [[θεραπεία]], [[ἴασις]], [[ὕπνος]] δὲ πάσης ἐστὶν ὑγ. νόσου Μένανδρ. ἐν Μονοστ. 522. - Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικοίλα Φιλολογικὰ τόμ. Α΄, σ. 200-202. Β. Ὑγίεια, ἡ, κατὰ προσωποποίησιν, ἡ θεὰ τῆς ὑγείας, Ἱππ. 1. 2, Ἀρίφρων ἐν Lyr. Bgk σελ. 841, Παυσ. 1. 23, 4, κλπ.· - εἰς τιμὴν αὐτῆς ἔπινον τὸ τελευταῖον [[ποτήριον]], τὸ | |lstext='''ὑγίειᾰ''': [ῠ], ἡ, καὶ [[ἐνίοτε]] παρ’ Ἀττ. ὑγιείᾱ, Ἀριστοφ. Ὄρν. 604, 731, Μένανδρ. ἐν Μονοστ. 522· (τὸν Ἰωνικὸν τόπον εἰς η ἀποδοκιμάζει ὁ Dind. de Dial. Hdt. xi)· παρὰ μεταγεν. καὶ ἀδοκίμοις συγγραφεῦσιν ὑγείᾱ, ὃ ἴδε· [[εἶναι]] γεγραμμ. ὑγίεα ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 2557Β 24· καὶ τὸ [[μέτρον]] ἀπαιτεῖ τὸν τύπον τοῦτον ἐν Αἰσχύλ. Ἀγ. 1001· (ὑγιής): - ὡς καὶ νῦν, [[ὑγεία]], ἡ [[εὐεξία]] καὶ ὑγιεινὴ [[κατάστασις]] τοῦ σώματος, «[[ὑγίεια]] ἐστὶ [[συμμετρία]] τῶν πρώτων σωματικῶν δυνάμεων, ἅ ἐστι [[θερμότης]] [[ψυχρότης]] [[ὑγρότης]] [[ξηρότης]]» Σουΐδ., Λατ. salus, Ἡρόδ. 2. 77, Σιμων. 116, Πινδ. Π. 3. 128, καὶ Ἀττ.· ὑγ. καὶ [[νοῦς]] ἀγαθὰ τῷ βίῳ δύο Μένανδρ. ἐν Μονοστ. 519, πρβλ. Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 68· - πληθ., ὑγίειαι, ὑγιειναὶ καταστάσεις, Πλάτ. Πρωτ. 354Β, Πολ. 618Β, Τίμ. 87C, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 18, 1. 2) ἐπὶ τοῦ νοῦ, ὑ. φρενῶν, [[ὑγιὴς]] [[κατάστασις]] ἢ [[διάθεσις]] ψυχῆς, Αἰσχύλ. Εὐμ. 535· ἡ περὶ τὸ [[σῶμα]] καὶ τὴν ψυχὴν [[ὑγίεια]] Ἰσοκρ. 234Β. ΙΙ. [[εἶδος]] πλακοῦντος ἐν χρήσει κατὰ τὰς θυσίας, Ἀθήν. 115Α, Φώτ., κλπ. ΙΙΙ. φάρμακόν τι, Ἀλέξ. Τραλλ., κλπ. - [[καθόλου]], [[θεραπεία]], [[ἴασις]], [[ὕπνος]] δὲ πάσης ἐστὶν ὑγ. νόσου Μένανδρ. ἐν Μονοστ. 522. - Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικοίλα Φιλολογικὰ τόμ. Α΄, σ. 200-202. Β. Ὑγίεια, ἡ, κατὰ προσωποποίησιν, ἡ θεὰ τῆς ὑγείας, Ἱππ. 1. 2, Ἀρίφρων ἐν Lyr. Bgk σελ. 841, Παυσ. 1. 23, 4, κλπ.· - εἰς τιμὴν αὐτῆς ἔπινον τὸ τελευταῖον [[ποτήριον]], τὸ μετὰ τὸ νίψασθαι, μετανιπτρίδα τῆς Ὑγιείας πίνειν Ἀντιφάν. ἐν «Μειλανίωνι» 1, πρβλ. Καλλ. ἐν «Κύκλωψι» 3 (Ὕμνος εἰς Ὑγίειαν παρ’ Ἀθην. 702). | ||
}} | |||
{{Slater | |||
|sltr=<b>ῠγῐεια</b> [[good]] [[health]] κατέβαν ὑγίειαν [[ἄγων]] χρυσέαν (P. 3.73) στεφά]νοισι πὰν [εὐ]θαλέος ὑγιε[ίας] σκιάζετε (Pae. 6.181) | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η / [[ὑγεία]], ΝΜΑ, και [[υγειά]], [[γειά]] Ν, και [[ὑγίεια]] ΜΑ, και αττ. τ. [[ὑγιεία]] και σε <b>επιγρ.</b> [[ὑγίεα]] και ιων. τ. [[ὑγείη]] και δ. τ. [[ὑγεῖα]] και βοιωτ. τ. [[οὑγία]], Α<br />η φυσιολογική [[κατάσταση]] του οργανισμού και, ειδικότερα, η άρτια [[λειτουργία]] τών διαφόρων οργάνων και [[μερών]] του σώματος του ανθρώπου και τών ζώων, [[πλήρης]] σωματική και ψυχική [[ευεξία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ιατρ.</b> [[κατάσταση]] πλήρους σωματικής, ψυχικής και κοινωνικής ευεξίας και όχι [[απλώς]] [[απουσία]] νόσου ή αναπηρίας<br /><b>2.</b> <b>(νομ.)</b> έννομο [[αγαθό]] του προσώπου, χαρακτηριστικό της ευεξίας που του παρέχει η [[αίσθηση]] της αποτελεσματικής ανταπόκρισης τών σωματικών, ψυχικών και διανοητικών λειτουργιών του στα ερεθίσματα του φυσικού και κοινωνικού περιβάλλοντός του<br /><b>3.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>η Υγεία</i><br /><b>αστρον.</b> [[ονομασία]] αστεροειδούς που παρατηρήθηκε για πρώτη [[φορά]] το 1849<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «[[δημόσια]] [[υγεία]]»<br /><b>(κοινων.)</b> η [[υγεία]] του πληθυσμού μιας χώρας, της οποίας η [[περιφρούρηση]] αποτελεί ένα από τα βασικότερα μελήματα του κράτους<br />β) «εις υγείαν» και «στην [[υγειά]] σας!» — ευκτήρια [[προσφώνηση]] ενός που πίνει [[προς]] εκείνους που του προσέφεραν το [[ποτό]] ή [[προς]] αυτούς που πίνουν [[μαζί]] του<br />ε) «με τις υγείες σου [ή σας]»<br />i) [[ευχή]] σε κάποιον που [[μόλις]] έφαγε ή [[μόλις]] ήπιε<br />ii) [[ευχή]] σε [[άτομο]] που [[μόλις]] φταρνίστηκε<br />iii) (με ειρωνική σημ.) λέγεται για κάποιον που απέτυχε στην [[προσπάθεια]] του για [[κάτι]]<br />στ) «με υγείες» και «με [[γεια]]» — [[ευχή]] σε κάποιον που [[μόλις]] απέκτησε [[κάτι]] καινούργιο<br />ζ) «[[γεια]] σου!» και «[[γεια]] σας!» — [[τύπος]] χαιρετισμού ή [[ευχή]] σε [[συνάντηση]] ή [[κατά]] τον ερχομό ή την [[αναχώρηση]] κάποιου ή κάποιων<br />η) «έχετε [[γεια]]» — και «[[γεια]] [[χαρά]]!» αποχαιρετιστήριες φράσεις<br />θ) «[[γεια]] στα χέρια σου [ή σας]!» — [[φράση]] [[προς]] κάποιον που έκανε [[κάτι]] το αξιόλογο, [[συνήθως]] για νόστιμο [[έδεσμα]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />φαρμακευτικό [[σκεύασμα]] και, γενικότερα, θεραπευτικό [[μέσο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[θεραπεία]]<br /><b>2.</b> ([[κατά]] τα Ανέκδοτα Βεκκήρου) [[είδος]] πίτας το οποίο χρησιμοποιούσαν [[κατά]] τις θυσίες<br /><b>3.</b> (στους Πυθαγορείους) ο [[αριθμός]] <i>έξι</i><br /><b>4.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ ὑγίειαι</i><br />υγιεινές καταστάσεις («πρὸς γὰρ ὑγιείας καὶ νόσους, ἀρετὰς καὶ κακίας», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>Ὑγίεια</i><br /><b>μυθ.</b> θεά, [[προσωποποίηση]] της υγείας του σώματος και της ψυχής, [[σύζυγος]] ή [[κόρη]] του Ασκληπιού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὑγιής]]. Ο τ. [[ὑγεία]] που χρησιμοποιείται στη Νέα Ελληνική απαντά ήδη και στους μτγν. και ελληνιστικούς χρόνους (για την [[εναλλαγή]] αυτή <b>πρβλ.</b> <i>ταμ</i>-<i>ιεῖον</i>: <i>ταμ</i>-<i>εῖον</i>)]. | |||
}} | }} | ||
{{ | {{lsm | ||
| | |lsmtext='''ὑγίειᾰ:''' [ῠ], ἡ και [[ενίοτε]] ὑγιείᾱ, ([[ὑγιής]]),<br /><b class="num">1.</b> [[υγεία]], [[ευεξία]] σώματος, Λατ. [[salus]], σε Ηρόδ., Αττ.· στον πληθ. <i>ὑγίειαι</i>, υγιεινές συνθήκες, σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για το νου, [[ὑγίεια]] φρενῶν, νοητική [[υγεία]], σε Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=ὑγίεια, ης, ἡ, [[ὑγιής]]<br /><b class="num">1.</b> [[health]], [[soundness]] of [[body]], Lat. [[salus]], Hdt., Attic:—pl. ὑγίειαι, [[healthy]] states or conditions, Plat.<br /><b class="num">2.</b> of the [[mind]], ὑ. φρενῶν [[soundness]] of [[mind]], Aesch. | |||
}} | |||
{{mantoulidis | |||
|mantxt=Ἀπό τό [[ὑγιής]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. | |||
}} | }} | ||
{{ | {{trml | ||
| | |trtx====[[health]]=== | ||
Afrikaans: gesondheid; Akkadian: 𒁲; Albanian: shëndet; Amharic: ጤና; Arabic: صِحَّة, عَافِيَة, سَلَامَة; Egyptian Arabic: صحة; Moroccan Arabic: صحة; Armenian: առողջություն; Aromanian: sãnãtati; Assyrian Neo-Aramaic: ܚܘܼܠܡܵܢܵܐ; Asturian: salú; Avar: сахлъи; Azerbaijani: sağlamlıq, səhhət; Bashkir: һаулыҡ; Basque: osasun; Belarusian: здароўе; Bengali: স্বাস্থ্য, আরোগ্য; Breton: yec'hed; Bulgarian: здраве; Burmese: ကျန်းမာရေး; Buryat: элүүр; Catalan: salut, sanitat; Central Atlas Tamazight: ⴰⴷⵡⴰⵙ; Central Dusun: kolidasan; Chechen: могушалла; Chinese Cantonese: 健康; Dungan: җянкон; Hakka: 健康; Mandarin: 健康, 身體, 身体; Min Dong: 健康; Min Nan: 健康; Wu: 健康; Chuvash: сывлӑх; Cornish: yeghes; Crimean Tatar: sağlıq; Czech: zdraví; Dalmatian: santut; Danish: sundhed; Dutch: [[gezondheid]], [[welzijn]]; Erzya: шумбрачи; Esperanto: sano; Estonian: tervis; Evenki: авгара; Farefare: ĩmã'asʋm; Faroese: heilsa; Finnish: terveys, olo; French: [[santé]], [[forme]]; Friulian: salût, sanetât; Gagauz: saalık; Galician: saúde; Georgian: ჯანმრთელობა; German: [[Gesundheit]]; Greek: [[υγεία]]; Ancient Greek: [[ὑγεία]]; Guaraní: tesãi; Gujarati: આરોગ્ય; Haitian Creole: sante; Hausa: lafiya; Hebrew: בְּרִיאוּת; Hindi: तबीयत, आरोग्य, स्वास्थ्य, सेहत; Hungarian: egészség; Hunsrik: Gesundheet, Gesundheit; Iban: pengerai; Icelandic: heilsa; Indonesian: kesehatan; Ingush: могашал; Irish: sláinte; Italian: [[salute]], [[sanità]]; Japanese: 健康, 体; Kannada: ಆರೋಗ್ಯದ, ಆರೋಗ್ಯ; Karelian: tervehys; Kazakh: денсаулық; Khmer: សុខភាព; Korean: 건강(健康); Kurdish Northern Kurdish: saxlemî; Kyrgyz: саламаттык; Ladino: sanedad; Lao: ສຸຂະພາບ, ສຸຂະພາບ; Latgalian: veseleiba; Latin: [[salus]], [[sanitas]]; Latvian: veselība; Lithuanian: sveikata; Low German: Gesundhait, Gesundheid, Gesundheit, Gesundheet; Luxembourgish: Gesondheet; Macedonian: здравје; Malay: kesihatan; Malayalam: ആരോഗ്യം; Maltese: saħħa; Maori: hauoratanga, hauora; Marathi: आरोग्य; Mizo: hrisèlna; Mongolian Cyrillic: эрүүл мэнд, эрүүл, мэнд; Moore: yĩn-maasem; Navajo: shánah; Nepali: उसाँय्; Norman: sàntaïe; Norwegian Bokmål: helse; Nynorsk: helse; Occitan: santat; Old Church Slavonic Cyrillic: съдравьѥ; Old East Slavic: съдоровие; Pashto: روغتيا; Persian: سلامت, سلامتی, صحت; Polish: zdrowie; Portuguese: [[saúde]]; Punjabi: ਸਿਹਤ; Romanian: sănătate; Romansch: sanadad, sandet, sandà; Russian: [[здоровье]], [[здравие]]; Rusyn: здоровя; Sanskrit: आरोग्य, स्वास्थ्य, कल्य; Sardinian: saludu, saluru, salutu, sanidade, sanidadi; Scottish Gaelic: slàinte; Serbo-Croatian Cyrillic: здра̑вље; Roman: zdrȃvlje; Sinhalese: සනීප; Slovak: zdravie; Slovene: zdravje; Spanish: [[salud]], [[sanidad]]; Swahili: afya; Swedish: hälsa; Tagalog: kalusugan; Tajik: саломат, сиҳат, саломатӣ, сиҳатӣ; Tamil: நலம்; Tatar: сәламәтлек; Telugu: ఆరోగ్యం, ఆరోగ్యము; Thai: สุขภาพ; Tibetan: འཕྲོད་བསྟེན; Tigrinya: ጥዕና; Turkish: sağlık, sıhhat; Turkmen: saglyk; Ukrainian: здоров'я; Urdu: صحت, طبیعت; Uyghur: سالامەتلىك, ساغلاملىق, سەھىيە; Uzbek: sogʻlik, salomatlik, sihatlik, sihat; Veps: tervhuz'; Vietnamese: sức khỏe; Voro: tervüs; Votic: tervüüz, terveüz; Walloon: santé; Welsh: iechyd; Yakut: доруобуйа; Yiddish: געזונט, געזונטהייַט | |||
}} | }} |