3,277,172
edits
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=marili | |Transliteration C=marili | ||
|Beta Code=mari/lh | |Beta Code=mari/lh | ||
|Definition=ἡ, [[embers]] of [[charcoal]], [[coal]]-[[dust]] (= <b class="b3">ἡ ἐξ ἀνθράκων τέφρα</b> Sch. | |Definition=ἡ, [[embers]] of [[charcoal]], [[coal]]-[[dust]] (= <b class="b3">ἡ ἐξ ἀνθράκων τέφρα</b> Sch.[[Aristophanes|Ar.]]''[[Acharnians|Ach.]]''349; = [[ἀμαυρὸν πῦρ]], ὁ χνοῦς καὶ τὸ λεπτότατον τῶν ἀνθράκων, Suid.), Hippon.59, Cratin.257, ''Com.Adesp.''443; μ. ἀνθράκων Hippon.71, cf.[[Aristophanes|Ar.]]''[[Acharnians|Ach.]]''350: distinguished from [[ἄνθρακες]] (charcoal) and [[σποδιή]] (ashes) by [[Hippocrates]] ''Mul.''2.133; [[hot embers]], Ruf. ap. Orib.4.2.20; λεπτῆς μ. Arist.''Pr.''967b5; χαλκεὺς γέμων κάπνου καὶ μαρίλης Jul.''Or.''7.233b: hence, <b class="b3">ὦ Μαριλάδη</b> O [[son]] of Coal[[dust]]! comic name of an [[Acharnian]] [[collier]], [[Aristophanes|Ar.]]''[[Acharnians|Ach.]]''609. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ης (ἡ) :<br />petit charbon, braise ; cendre brûlante.<br />'''Étymologie:''' DELG [[μαρμαίρω]].<br /><i><b>Par.</b></i> [[σποδός]], [[ἄνθραξ]]. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ἡ, auch [[σμαρίλη]] ([[μαίρω]], [[μαρμαίρω]]), <i>[[kleine]] [[Glutkohle]], glühende [[Asche]], [[Kohlenstaub]]</i>, nach Poll. 10.111; Hippocr.; Ar. <i>Ach</i>. 331 und Sp., wie Themist. <i>Or</i>. 21. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μᾰρίλη:''' (ῑ) ἡ [[тлеющие уголья]], [[жар]] Arph., Arst. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μᾰρίλη''': ἢ μαρίλα [ῑ], ἡ, ([[ἴσως]] ἐκ τοῦ μαίρω, [[μαρμαίρω]]): - ἡ μὴ καεῖσα [[κόνις]] τῶν ἀνθράκων, τὸ λεπτότατον τῶν ἀνθράκων, (ὁ χνοῦς τῶν ἀνθράκων Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἀχ. 350), Κρατῖν., ἐν «Ὥραις» 9· μ. ἀνθράκων Ἱππῶν. 62, Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ.· διακρίνεται δὲ ἀπὸ τῶν ἀνθράκων καὶ τῆς σποδίς (στάκτης, τέφρας) ὑπὸ τοῦ Ἱππ. 648. 55· λεπτῆς μ. Ἀριστ. Προβλ. 38. 8· - [[ἐντεῦθεν]], ὧ Μᾰρῑλάδη, κωμ. [[ὄνομα]] ἀνθρακέως ἐξ Ἀχαρνῶν, Ἀριστοφ. Ἀχ. 609. | |lstext='''μᾰρίλη''': ἢ μαρίλα [ῑ], ἡ, ([[ἴσως]] ἐκ τοῦ μαίρω, [[μαρμαίρω]]): - ἡ μὴ καεῖσα [[κόνις]] τῶν ἀνθράκων, τὸ λεπτότατον τῶν ἀνθράκων, (ὁ χνοῦς τῶν ἀνθράκων Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἀχ. 350), Κρατῖν., ἐν «Ὥραις» 9· μ. ἀνθράκων Ἱππῶν. 62, Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ.· διακρίνεται δὲ ἀπὸ τῶν ἀνθράκων καὶ τῆς σποδίς (στάκτης, τέφρας) ὑπὸ τοῦ Ἱππ. 648. 55· λεπτῆς μ. Ἀριστ. Προβλ. 38. 8· - [[ἐντεῦθεν]], ὧ Μᾰρῑλάδη, κωμ. [[ὄνομα]] ἀνθρακέως ἐξ Ἀχαρνῶν, Ἀριστοφ. Ἀχ. 609. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 21: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μᾰρίλη:''' [ῑ], ἡ, [[θράκα]] με ξυλοκάρβουνα, σε Αριστοφ.· απ' όπου, <i>ὦΜᾰρῑλάδη</i>, ω γιε της Καρβουνόσκονης! κωμικό όνομα ενός ανθρακωρύχου από τις Αχαρνές, στον ίδ. (άγν. προέλ.). | |lsmtext='''μᾰρίλη:''' [ῑ], ἡ, [[θράκα]] με ξυλοκάρβουνα, σε Αριστοφ.· απ' όπου, <i>ὦΜᾰρῑλάδη</i>, ω γιε της Καρβουνόσκονης! κωμικό όνομα ενός ανθρακωρύχου από τις Αχαρνές, στον ίδ. (άγν. προέλ.). | ||
}} | }} | ||
{{etym | {{etym |