3,274,216
edits
(9) |
mNo edit summary |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το (AM διαβατήριος, -α, -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b><br /><b>1.</b> [[πιστοποιητικό]] αποδημίας σε [[μορφή]] βιβλιαρίου, με το οποίο επιτρέπεται σε κάποιον να ταξιδέψει στο εξωτερικό<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «πήρε [[διαβατήριο]] για τον [[άλλο]] κόσμο» — [[είναι]] [[ετοιμοθάνατος]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />αυτός που έχει [[σχέση]] με τη [[διάβαση]]<br /><b>αρχ.</b><br />(το ουδ. πληθ. ως κύριο όν.) θυσίες εκ μέρους του αρχηγού εκστρατευτικού σώματος [[πριν]] από τη [[διάβαση]] ποταμού ή τών ορίων της χώρας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η αρχαία λ. [[διαβατήριο]] χρησιμοποιήθηκε στη Νεοελληνική για την [[απόδοση]] ξεν. όρου ( | |mltxt=το (AM [[διαβατήριος]], -α, -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b><br /><b>1.</b> [[πιστοποιητικό]] αποδημίας σε [[μορφή]] βιβλιαρίου, με το οποίο επιτρέπεται σε κάποιον να ταξιδέψει στο εξωτερικό<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «πήρε [[διαβατήριο]] για τον [[άλλο]] κόσμο» — [[είναι]] [[ετοιμοθάνατος]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />αυτός που έχει [[σχέση]] με τη [[διάβαση]]<br /><b>αρχ.</b><br />(το ουδ. πληθ. ως κύριο όν.) θυσίες εκ μέρους του αρχηγού εκστρατευτικού σώματος [[πριν]] από τη [[διάβαση]] ποταμού ή τών ορίων της χώρας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η αρχαία λ. [[διαβατήριο]] χρησιμοποιήθηκε στη Νεοελληνική για την [[απόδοση]] ξεν. όρου ([[πρβλ]]. γαλλ. <i>passeport</i>)]. | ||
}} | }} |