3,277,649
edits
(Bailly1_4) |
mNo edit summary |
||
(44 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=poiitikos | |Transliteration C=poiitikos | ||
|Beta Code=poihtiko/s | |Beta Code=poihtiko/s | ||
|Definition= | |Definition=ποιητική, ποιητικόν,<br><span class="bld">A</span> [[capable of making]], [[creative]], [[productive]], opp. [[πρακτικός]] ([[active]], [[Aristotle|Arist.]]''[[Nicomachean Ethics|EN]]''1140a4), τινος Id.''Top.''137a4, Pl.''Def.'' 411d; ἡδονῶν Epicur.''Sent.''8: abs., <b class="b3">αἱ ποιητικαὶ ἐπιστῆμαι</b> = [[αἱ τέχναι]], the [[productive]] [[art]]s, Arist.''MM''1216b17, cf. ''Pol.''1254a2, D.L.3.84; διὸ πᾶσαι αἱ τέχναι καὶ αἱ ποιητικαὶ ἐπιστῆμαι δυνάμεις εἰσίν = hence all arts, i.e. the productive sciences, are potencies [[Aristotle|Arist.]]''[[Metaphysics|Metaph.]]''1046b3; ἡ [[ποιητική]] = [[creativity]], Pl.''Sph.''265b; τὰ [[ποιητικά]] [[efficient causes]], Plot.6.3.18,28. Adv. [[ποιητικῶς]] (''[[sc.]]'' <b class="b3">τῆς ὑγιείας</b>) [[so as to produce]]…, Arist.''Top.''106b36, cf. Procl.''in Alc.''p.52C.<br><span class="bld">2</span> of persons, [[inventive]], [[ingenious]], Alex. 234.5.<br><span class="bld">II</span> [[poetic]], [[poetical]], [[λέξις]] Isoc.15.47, cf. Phld.''Po.''2.40(both Comp.); of persons, [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 393d; <b class="b3">Ὅμηρον ποιητικώτατον εἶναι</b> ib.607a; π. καὶ μουσικοί Id.''Lg.''802b, cf. 700d, etc.; οἱ [[ποιητικοί]] = [[poets]], ib.656c; ἡ π. τύρβη Epicur.''Fr.'' 228; but ἡ [[ποιητική]] (''[[sc.]]'' [[τέχνη]]) the [[art of poetry]], [[Plato|Pl.]]''[[Gorgias|Grg.]]'' 502c, Arist.''Po.''1447 a8, etc.; [[ποιητικὴ ἄδεια]], [[ἐξουσία]], [[poetic]] [[licence]], A.D.''Pron.''38.3,al., Jul.''Or.'' 1.10b. Adv. [[ποιητικῶς]] [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 332b; [[by poetic licence]], Str.9.2.14.<br><span class="bld">2</span> [[celebrated by poets]], Ἶρις Olymp.''in Mete.''210.7; [[quoted from the poets]], [[μαρτυρίη]] Hp.''Praec.''12.<br><span class="bld">III</span> [[ποιητική]], ἡ = [[κισσὸς χρυσόκαρπος]], [[poet's ivy]], [[Hedera helix]] var. [[poetica]], Ps.-Dsc.2.179. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0648.png Seite 648]] zum Machen, Hervorbringen, Schaffen gehörig, vermögend, geschickt dazu; Plat. Soph. 265 b erkl. ποιητικὴν πᾶσαν ἔφαμεν εἶναι δύναμιν, ἥτις ἂν [[αἰτία]] γίγνηται τοῖς μὴ πρότερον οὖσιν [[ὕστερον]] γίγνεσθαι; c. gen., z. B. defin. 411 d, [[δύναμις]] ποιητικὴ τῆς ἀνθρώπου εὐδαιμονίας; so φρενῶν, ὑγιείας, geschickt den Verstand zu bilden, Gesundheit zu bewirken, Arist. top. 6, 10; Ammian. 21 (XI, 156); oft Plut. – Bes. aber zum Dichten oder zur Dichtkunst gehörig, | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0648.png Seite 648]] zum Machen, Hervorbringen, Schaffen gehörig, vermögend, geschickt dazu; Plat. Soph. 265 b erkl. ποιητικὴν πᾶσαν ἔφαμεν εἶναι δύναμιν, ἥτις ἂν [[αἰτία]] γίγνηται τοῖς μὴ πρότερον οὖσιν [[ὕστερον]] γίγνεσθαι; c. gen., z. B. defin. 411 d, [[δύναμις]] ποιητικὴ τῆς ἀνθρώπου εὐδαιμονίας; so φρενῶν, ὑγιείας, geschickt den Verstand zu bilden, Gesundheit zu bewirken, Arist. top. 6, 10; Ammian. 21 (XI, 156); oft Plut. – Bes. aber zum Dichten oder zur Dichtkunst gehörig, [[dichterisch]], poetisch, oft von Menschen, οὐ γάρ εἰμι [[ποιητικός]], Plat. Rep. III, 393 d, ποιηταὶ ἐγίγνοντο φύσει μὲν ποιητικοί, Legg. III, 700 d; ποιητικοὺς ἅμα καὶ μουσικοὺς ἄνδρας παραλαβόντας, VII, 802 b, u. öfter; Ὅμηρον ποιητικώτατον εἶναι, Rep. X, 607 a; ἡ ποιητική, ''[[sc.]]'' [[τέχνη]], die Dichtkunst, und übh. jede Kunst, die ein äußerliches, in die Sinne fallendes Produkt hervorbringt ([[ἔργον]] αὐτῶν πεποιημένον [[ἰδεῖν]] ἐστιν, D. L. 3, 84, im <span class="ggns">Gegensatz</span> der πρακτικαὶ τέχναι, wie die Staatskunst, von denen er sagt οὐκ ἔστιν [[ἰδεῖν]] οὐδὲν θεατὸν αὐτῶν πεποιημένον, ἀλλὰ πράττουσί τι); so Gorg. 502 d u. öfter, wie Arist. u. Folgde; ὀνόματα, Plat. Phaedr. 257 a, ὄργανα, Arist. polit. 1. 3; Plut. u. a. Sp. – Adv. ποιητικῶς, Dem. 61, 2, nach Weise der Dichter; ᾐνίξατο ποιητικῶς τὸ δίκαιον, ὃ εἴη, Plat. Rep. I, 332 b; Folgde. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> [[propre à fabriquer]], [[à confectionner]];<br /><b>2</b> <i>en parl. de l'intelligence</i> [[propre à la poésie]], [[poétique]].<br />'''Étymologie:''' [[ποιητός]]. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=ποιητικός -ή -όν [[ποιητής]], [[in staat om te maken]], [[productief]], [[creatief]]:; ποιητικὴ ἕξις een eigenschap die iets kan produceren Aristot. EN 1140a9; ποιητικὰ ὄργανα = productiemiddelen Aristot. Pol. 1254a2; subst.. ἡ [[ποιητική]] = [[creatieve kunst]] Plat. Sph. 265b. spec. [[dichterlijk]], [[dichter-]]:; μετὰ μαρτυρίης ποιητικῆς met poëtische citaten Hp. Praec. 12; οὐ γάρ εἰμι ποιητικός want ik ben niet dichterlijk Plat. Resp. 393d; αἱ ποιητικαὶ ὑπερβολαί = de dichterlijke overdrijvingen Plut. Num. 20.4; ὁ ποιητικὸς λόγος = het woord van de dichter Luc. 17.3; subst. ἡ [[ποιητική]] = [[dichtkunst]]; Plat. Grg. 502c; subst. οἱ ποιητικοί = de dichters. Plat. Lg. 656c; Ὅμηρον ποιητικώτατον εἶναι dat Homerus de dichter bij uitstek is Plat. Resp. 607a. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ποιητικός:'''<br /><b class="num">1</b> [[производительный]], [[творящий]], [[творческий]] ([[δύναμις]] Plat.): π. τινος Plat., Arst. создающий что-л., способствующий чему-л.;<br /><b class="num">2</b> [[производящий]], [[производственный]], т. е. [[практически полезный]] (τέχναι Arst.);<br /><b class="num">3</b> [[поэтический]] (ὀνόματα Plat.; [[λέξις]] Isocr.);<br /><b class="num">4</b> [[обладающий поэтическим даром]] ([[ἄνδρες]] Plat.).<br /><b class="num">II</b> ὁ [[поэт]] Plat. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό / [[ποιητικός]], ή, -όν, ΝΜΑ [[ποιητής]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[ποίηση]] ή στον ποιητή (α. «ποιητικό ύφος» β. «ποιητική [[εικόνα]]» γ. «ποιητική [[σύλληψη]]» δ. «καὶ γὰρ τῇ λέξει ποιητικωτέρᾳ καὶ ποικιλωτέρᾳ τὰς πράξεις δηλοῦσι», Ισοκρ.)<br /><b>2.</b> αυτός που [[είναι]] [[προικισμένος]] με ποιητική [[φαντασία]], που έχει το [[χάρισμα]] του ποιητή<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «ποιητικῇ ἀδείᾳ» — με την ιδιαίτερη [[ελευθερία]] στη [[χρήση]] της γλώσσας την οποία αναγνωρίζει [[κανείς]] στους ποιητές<br />β) «ποιητικό(ν) [[αίτιο]](ν)»<br /><b>γλωσσ.</b> [[συντακτικός]] όρος που δηλώνει το [[πρόσωπο]] ή το [[πράγμα]] από το οποίο προέρχεται το [[πάθος]] του υποκειμένου του παθητικού ρήματος<br />γ) «Περὶ ποιητικῆς» — [[τίτλος]] έργου του Αριστοτέλους<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που μπορεί να εμπνεύσει ποιητή, που προκαλεί έντονη [[συγκίνηση]] (α. «ποιητικό [[ηλιοβασίλεμα]]» β. «ποιητικά μάτια»)<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η ποιητική</i><br />α) ιδιαίτερη ποιητική [[ικανότητα]], η προσωπική [[σύλληψη]] και [[τεχνοτροπία]] ενός ποιητή<br />β) η [[θεωρία]] για την [[ουσία]] και τη [[μορφή]] της ποίησης<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ικανός]] να παράγει, να δημιουργεί<br /><b>2.</b> [[επινοητικός]], [[εφευρετικός]]<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ ποιητική</i><br />α) η [[τέχνη]] του ποιητή, η [[σύνθεση]] ποιημάτων<br />β) τα ποιητικά δημιουργήματα<br />γ) η [[δημιουργικότητα]]<br />δ) το [[φυτό]] [[κισσός]] ο [[χρυσόκαρπος]]<br /><b>4.</b> (το ουδ. πλ. ως ουσ.) <i>τὰ ποιητικά</i><br />επαρκείς αιτίες. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ποιητικά</i>/<i>ποιητικῶς</i> ΝΜΑ<br />όπως ταιριάζει στην [[ποίηση]]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ποιητικός:''' -ή, -ον ([[ποιέω]]), ·<br /><b class="num">I.</b> [[ικανός]] να κατασκευάσει, [[δημιουργικός]], [[παραγωγικός]], σε Αριστ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που αρμόζει σε ποιητή, [[ποιητικός]], σε Πλάτ.· <i>ἡ -κή</i> (ενν. [[τέχνη]]), η [[τέχνη]] της [[ποίηση]], η [[ίδια]] η [[ποίηση]], στον ίδ.· επίρρ. -[[κῶς]], στον ίδ. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ποιητικός''': -ή, -όν, ([[ποιέω]]) ὁ δυνάμενος νὰ ποιήσῃ, [[δημιουργικός]], [[παραγωγικός]], ἀντίθετον τῷ πρακτικὸς ([[ἐνεργητικός]], Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 6. 4, κἑξ.)., τινος ὁ αὐτὸς ἐν Τοπ. 6. 10, 1, Πλάτ. Ὅροι 411D· ― ἀπολ., αἱ π. τέχναι, αἱ παραγωγικαὶ ἢ χρήσιμοι εἰς τὸν βίον τέχναι, αἱ ἔχουσαι ὑλικόν τινα σκοπόν, [[οἷον]] ἡ ἀρχιτεκτονική, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὴν ποίησιν, μουσικήν, κτλ., Ἀριστ. Ἠθικ. Μεγ. 1. 35, 8, πρβλ. | |lstext='''ποιητικός''': -ή, -όν, ([[ποιέω]]) ὁ δυνάμενος νὰ ποιήσῃ, [[δημιουργικός]], [[παραγωγικός]], ἀντίθετον τῷ πρακτικὸς ([[ἐνεργητικός]], Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 6. 4, κἑξ.)., τινος ὁ αὐτὸς ἐν Τοπ. 6. 10, 1, Πλάτ. Ὅροι 411D· ― ἀπολ., αἱ π. τέχναι, αἱ παραγωγικαὶ ἢ χρήσιμοι εἰς τὸν βίον τέχναι, αἱ ἔχουσαι ὑλικόν τινα σκοπόν, [[οἷον]] ἡ ἀρχιτεκτονική, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὴν ποίησιν, μουσικήν, κτλ., Ἀριστ. Ἠθικ. Μεγ. 1. 35, 8, πρβλ. Πολυδ. Α΄, 4, 4, Διογ. Λ. 3. 84˙ ― ἡ ποιητική, ἡ [[δύναμις]] τοῦ παράγειν, Πλάτ. Σοφιστ. 265Β. ― Ἐπίρρ., ποιητικῶς (ἐξυπ. τῆς ὑγιείας), [[οὕτως]] [[ὥστε]] νὰ παράγῃ ὑγείαν, Ἀριστ. Τοπ. 1. 15, 10. 2) ἐπὶ προσώπων, [[ἐπινοητικός]], εὐφυής, Χαιρήμων παρ’ Ἀθην. 562F. ΙΙ. ὁ ἀνήκων εἰς τὴν ποιητικὴν τέχνην, ὁ ἁρμόζων εἰς ποιητήν, ἀνήκων εἰς ποιητήν, [[λέξις]] Ἰσοκρ. 319D˙ ἐπὶ προσώπων, Πλάτ. Πολ. 393D˙ Ὅμηρον ποιητικώτατον [[εἶναι]] [[αὐτόθι]] 607Α˙ π. καὶ μουσικοὶ ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 802Β, πρβλ. 700D, κτλ.˙ οἱ ποιητικοὶ = οἱ ποιηταὶ [[αὐτόθι]] 656C˙ -ἡ ποιητικὴ (δηλ. [[τέχνη]]), ἡ [[τέχνη]] τοῦ συντιθέναι ποιήματα, ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 502D, Ἀριστ., κτλ. ― Ἐπίρρ. -κῶς, Πλάτ. Πολ. 332Β. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{mdlsj | ||
| | |mdlsjtxt=[[ποιητικός]], ή, όν [[ποιέω]]<br /><b class="num">I.</b> [[capable]] of [[making]], [[creative]], [[productive]], Arist.<br /><b class="num">II.</b> fitted for a [[poet]], poetical, Plat.;— ἡ -κή (''[[sc.]]'' τέχνἠ, the art of [[poetry]], [[poetry]], Plat.:—adv. -κῶς, Plat. | ||
}} | }} |