3,277,172
edits
(3b) |
|||
(38 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=pitylos | |Transliteration C=pitylos | ||
|Beta Code=pi/tulos | |Beta Code=pi/tulos | ||
|Definition=ὁ, < | |Definition=ὁ,<br><span class="bld">A</span> [[sweep]] of [[oar]]s, [[ναῦς|νεὼς]] πίτυλος [[εὐήρης]], [[periphrasis]] for a [[ship and its oars]], E.''IT''1050, cf. 1346, ''Tr.'' 1123: pl., Hp. ap. Gal.19.131; ναῦς ὅταν ἐκ πιτύλων ῥοθιάζῃ Ar.''Fr.''84: metaph., [[ἑνὶ πιτύλῳ]] = [[with one sweep]], [[all together]], [[Aeschylus|A.]]''[[The Persians|Pers.]]''976 (lyr.).<br><span class="bld">2</span> [[shower]], [[torrent]], δακρύων E.''Hipp.''1464 (anap.); of blows, Theoc.22.127, cf. Poll.2.147; ἄρασσε κρᾶτα πιτύλους διδοῦσα χειρός E.''Tr.''1236 (lyr.).<br><span class="bld">3</span> [[onslaught]], π. Ἀργείου δορός Id.''Heracl.''834, cf. ''Fr.''495.11; δὶς δὲ δυοῖν πιτύλοιν τείχη… κατέλυσεν αἰχμά Id.''Tr.''817 (lyr.); with allusion to signf. ''1'', ἐρέσσετ' ἀμφὶ κρατὶ πόμπιμον χεροῖν π. A.''Th.'' 856 (lyr.).<br><span class="bld">b</span> [[attack]], [[fit]], [[μανία]]ς E.''IT''307; ἆρ' ἐς τὸν αὐτὸν πίτυλον ἥκομεν φόβου; are we [[victim]]s of the same [[attack]] of [[fear]], i.e. are we seeing the same [[phantasm]]s? Id.''HF''816; μαινομένῳ π. [[πλαγχθείς]] ib.1189 (lyr.); [[πίτυλος σκύφου]] = the [[mad]] [[fit]] of the [[wine]]-[[cup]], Id.''Alc.''798: as adjective, [[mad]], Phld.''Rh.''1.251 S. ([[si vera lectio|s.v.l.]]). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0622.png Seite 622]] ὁ, die rasche, regelnäßige Bewegung der Hände und Ruder nach dem Takte des [[κελευστής]], od. das mit dem Schlagen der Ruder verbundene Geplätscher des Wassers übh., das | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0622.png Seite 622]] ὁ, die rasche, regelnäßige Bewegung der Hände und Ruder nach dem Takte des [[κελευστής]], od. das mit dem Schlagen der Ruder verbundene Geplätscher des Wassers übh., das [[Rudern]]; [[νεώς]], Eur. I. T. 1050 Tr. 1123. 1346; auch [[πίτυλος]] Ἀργείου [[δορός]], Heracl. 834, vgl. Tr. 817. – Übertr. von den Schlägen der Trauernden gegen Brust u. Wangen, ἐρέσσετ' ἀμφὶ κρατὶ πόμπιμον χεροῖν πίτυλον, Aesch. Spt. 838, vgl. Pers. 937; πιτύλους διδοῦσα χειρός, Eur. Troad. 1235, Poll. 2, 147 erkl. συνεχὴς τῶν χειρῶν συναγωγὴ πυκνῶς εἰς [[πλῆθος]] ἐπιφερομένων, wenn dies nicht auf die schnell auf einander folgenden Streiche der Faustkämpfer geht, von denen Theocr. 22, 127, αἰεὶ δ' ὀξυτέρῳ πιτύλῳ δαλεῖτο [[πρόσωπον]], zu verstehen ist; u. noch kühner übertr. Eur. πολλῶν δακρύων ἔσται [[πίτυλος]], Hipp. 1464, wo der Schol. [[φορά]], πλημμύρημα erkl.; Hesych. πιτύλοις, καταφοραῖς ὑδάτων, das Geriesel der fallenden Regentropfen, wie das Herabtröpfeln der Thränen, auch das Träufeln des sprudelnden Weines in den Becher, σκύφου, Eur. Alc. 801. – Auch eine Art Leibesbewegung, wobei man auf den Zehen stand, die Hände emporhob u. schnell abwechselnd die eine vorwärts, die andere rückwärts bewegte. – Übertr., μανίας, φόβου, die heftige, innere Bewegung der Raserei, der Furcht u. dgl., von jeder leidenschaftlichen Gemüthsbewegung; vgl. Eur. I. T. 307 Herc. f. 816. 1187. – Die Ableitung der Alten, dem Sinne nach richtig, von [[τύπτω]], als Umstellung von τύπτιλος, τύπιλος, ist gewiß falsch; es scheint onomatopoetisch od. hängt vielleicht mit [[πτίσσω]] zusammen, od. einfach mit [[πίτυς]], so daß »Ruder« die ursprüngliche Bedeutung wäre. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>I.</b> [[bruit de la rame qui frappe l'eau]] ; coup de rame;<br /><b>II.</b> <i>p. anal.</i><br /><b>1</b> [[bruit de coups qui se succèdent]], [[grêle de coups]] ; <i>au sg.</i> coup;<br /><b>2</b> [[sanglots convulsifs]];<br /><b>3</b> bruit du vin qu'on verse dans une coupe;<br /><b>4</b> [[mouvements violents du corps]], [[gesticulation désordonnée]], [[transport violent]].<br />'''Étymologie:''' R. Πετ, tomber ; cf. [[πίπτω]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πίτῠλος:''' (ῐ) ὁ<br /><b class="num">1</b> [[мерный плеск весел]] (νεὼς π. [[εὐήρης]] Eur.);<br /><b class="num">2</b> νεὼς π. Eur. = [[ναῦς]];<br /><b class="num">3</b> [[падение]] (капель), капание: π. δακρύων Eur. потоки слез; π. σκύφου Eur. плеск (вина) в чашах;<br /><b class="num">4</b> удар(ы) (Ἀργείου [[δορός]] Eur.): δυοὶν πιτύλοιν Eur. двумя ударами; [[κρᾶτα]] πιτύλους [[διδόναι]] χειρός Eur. наносить себе удары в голову (в знак скорби);<br /><b class="num">5</b> [[приступ]], [[припадок]] (μανίας π. Eur.): εἰς τὸν πίτυλον ἥκειν φόβου Eur. быть охваченным страхом. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πίτῠλος''': [ῐ], ὁ τακτικὸς [[ἦχος]] τῶν κωπῶν ἐρρύθμως κινουμένων˙ τὸ ἔρρυθμον [[πλατάγημα]] τῶν κωπῶν, [[ψόφος]] ὕδατος τυπτομένου, νεὼς π. [[εὐήρης]] Εὐρ. Ι. Τ. 1050˙ [[σκάφος]]... πίτυλον ἐπτερωμένον, ἐπτερωμένον μὲ σειρὰς κωπῶν, 1346˙ νεὼς π., [[περίφρασις]] ἐπὶ πλοίου, ὁ αὐτ. ἐν Τρῳ. 1123˙ [[ναῦς]] [[ὅταν]] ἐκ τιτύλων ῥοθιάζῃ Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 60˙ ἑνὶ πιτύλῳ, πάντες [[ὁμοῦ]], πάντες μιᾷ φωνῇ, Αἰσχύλ. Πέρσ., 975, ΙΙ. πᾶς [[ταχέως]] ἐπαναλαμβανόμενος [[ἦχος]] ἢ [[κίνησις]], [[οἷον]], 1) τὸ [[πλατάγημα]] σταγόνων [[ταχέως]] πιπτουσῶν, π. δακρύων Εὐρ. Ἱππ. 1464˙ π. σκύφου, ἐπὶ οἴνου ἐκχεομένου εἰς [[ποτήριον]], ὁ αὐτ. ἐν Ἀλκ. 798˙ ― «πιτύλοις˙ ταῖς καταφοραῖς τῶν ὑδάτων» Ἡσύχ.˙ πρβλ. [[πιτυλίζω]] Ι. 2) ὁ [[ἦχος]] ὃν παράγει τὸ [[κτύπημα]] τοῦ στήθους καὶ τῶν παρειῶν τῶν θρηνούντων, Αἰσχύλ. Θήβ. 856 (ἴδε ἐν λέξ. [[ἐρέσσω]] ΙΙ), Εὐρ. Τρῳ. 1236˙ ἐπὶ τῶν ἐπανειλημμένων πληγῶν τῶν πυκτευόντων, Θεόκρ. 22. 127˙ ― μεταφορ., [[πίτυλος]] Ἀργείου δορὸς Εὐρ. | |lstext='''πίτῠλος''': [ῐ], ὁ τακτικὸς [[ἦχος]] τῶν κωπῶν ἐρρύθμως κινουμένων˙ τὸ ἔρρυθμον [[πλατάγημα]] τῶν κωπῶν, [[ψόφος]] ὕδατος τυπτομένου, νεὼς π. [[εὐήρης]] Εὐρ. Ι. Τ. 1050˙ [[σκάφος]]... πίτυλον ἐπτερωμένον, ἐπτερωμένον μὲ σειρὰς κωπῶν, 1346˙ νεὼς π., [[περίφρασις]] ἐπὶ πλοίου, ὁ αὐτ. ἐν Τρῳ. 1123˙ [[ναῦς]] [[ὅταν]] ἐκ τιτύλων ῥοθιάζῃ Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 60˙ ἑνὶ πιτύλῳ, πάντες [[ὁμοῦ]], πάντες μιᾷ φωνῇ, Αἰσχύλ. Πέρσ., 975, ΙΙ. πᾶς [[ταχέως]] ἐπαναλαμβανόμενος [[ἦχος]] ἢ [[κίνησις]], [[οἷον]], 1) τὸ [[πλατάγημα]] σταγόνων [[ταχέως]] πιπτουσῶν, π. δακρύων Εὐρ. Ἱππ. 1464˙ π. σκύφου, ἐπὶ οἴνου ἐκχεομένου εἰς [[ποτήριον]], ὁ αὐτ. ἐν Ἀλκ. 798˙ ― «πιτύλοις˙ ταῖς καταφοραῖς τῶν ὑδάτων» Ἡσύχ.˙ πρβλ. [[πιτυλίζω]] Ι. 2) ὁ [[ἦχος]] ὃν παράγει τὸ [[κτύπημα]] τοῦ στήθους καὶ τῶν παρειῶν τῶν θρηνούντων, Αἰσχύλ. Θήβ. 856 (ἴδε ἐν λέξ. [[ἐρέσσω]] ΙΙ), Εὐρ. Τρῳ. 1236˙ ἐπὶ τῶν ἐπανειλημμένων πληγῶν τῶν πυκτευόντων, Θεόκρ. 22. 127˙ ― μεταφορ., [[πίτυλος]] Ἀργείου δορὸς Εὐρ. Ἡρακλ. 834˙ δὶς δὲ δυοῖν πιτύλοιν... τείχη κατέλυσεν αἰχμὰ ὁ αὐτ. ἐν Τρῳ. 816˙ πρβλ. [[πιτυλίζω]] ΙΙ. 3) μεταφορ., [[ὡσαύτως]] ἐπὶ βιαίων καὶ παραφόρων κινήσεων ἢ σχημάτων, βία, [[πάθος]], [[ὁρμή]], π. μανίας, φόβου ὁ αὐτ. ἐν Ι. Τ. 307, Ἡρ. Μαιν. 816˙ μαινομένῳ π. πλαγχθεὶς [[αὐτόθι]] 1187. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, Α<br />[[μανιώδης]], [[παράφορος]], [[παράφρων]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ουσ. [[πίτυλος]] με σημ. «[[μανία]], [[πάθος]], [[λύσσα]]» ως επίθ.]. | |mltxt=-ον, Α<br />[[μανιώδης]], [[παράφορος]], [[παράφρων]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ουσ. [[πίτυλος]] με σημ. «[[μανία]], [[πάθος]], [[λύσσα]]» ως επίθ.].<br /> ο, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br />ο [[ήχος]] που προκαλείται από τη [[σύγκρουση]] βραχέων κυμάτων [[μεταξύ]] τους ή [[πάνω]] στο [[κύτος]] του πλοίου ή [[πάνω]] στην [[ακτή]], κν. αναμόμολα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (στην [[κωπηλασία]]) γρήγορη και ρυθμική [[κίνηση]] τών χεριών<br /><b>2.</b> το [[πλατάγισμα]] του νερού που οφείλεται στη ρυθμική [[κίνηση]] τών κουπιών<br /><b>3.</b> [[κάθε]] [[ήχος]] που επαναλαμβάνεται με [[ταχύτητα]] και με [[κανονικότητα]] και ο [[οποίος]] προέρχεται από την [[καταφορά]] υγρού και [[ιδίως]] νερού («πολλῶν δακρύων ἔσται [[πίτυλος]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>4.</b> [[ήχος]] παραγόμενος από το επαναλαμβανόμενο στηθοκόπημα ανθρώπου που θρηνεί («ἄρασσε κρᾱτα πιτύλους διδοῦσα χειρός», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>5.</b> [[ήχος]] προερχόμενος από τα πλήγματα πυγμάχων<br /><b>6.</b> <b>μτφ.</b> α) (για βίαιες και παράφορες κινήσεις) [[έφοδος]], [[εφόρμηση]]<br />β) [[προσβολή]] πάθους, όπως λ.χ. μανίας, φόβου<br />γ) [[μόχθος]], [[προσπάθεια]]<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> α) «ἑνὶ πιτύλω»<br /><b>μτφ.</b> όλοι με μια [[φωνή]], ομόφωνα<br />β) «[[πίτυλος]] σκύφου» — η [[επίδραση]] του κρασιού στον πότη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. πιθ. συνδέεται με το ρ. [[πίπτω]] (για το θ. <i>πιτ</i><br /><b>βλ. λ.</b> <i>πίτ</i>-<i>νω</i>). Η [[άποψη]] ότι πρόκειται για ονοματοποιημένη λ., η οποία μιμείται τον ήχο τών κουπιών, δεν θεωρείται πιθανή]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πίτῠλος:''' [ῐ], ὁ,<br /><b class="num">I.</b> επαναλαμβανόμενος [[ρυθμός]] του παφλασμού των κουπιών, σε Ευρ.· <i>ἑνὶ πιτύλῳ</i>, με ένα [[χτύπημα]], όλα μαζί, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> ο [[οποιοσδήποτε]] [[γρήγορα]] επαναλαμβανόμενος [[ήχος]].<br /><b class="num">1.</b> [[παφλασμός]], [[ήχος]] των σταγόνων που πέφτουν, [[πίτυλος]] δακρύων, σε Ευρ.· [[πίτυλος]] σκύφου, λέγεται για το [[κρασί]] που στάζει μέσα σε [[κούπα]], στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[ήχος]] από επαναλαμβανόμενα χτυπήματα, σε Αισχύλ., Ευρ.· μεταφ., [[πίτυλος]] Ἀργείου [[δορός]], σε Ευρ.· <i>δὶς δυοῖν πιτύλοιν</i>, [[διπλός]] με [[δύο]] χτυπήματα, στον ίδ.· επίσης λέγεται για βίαιες και παράφορες χειρονομίες, [[βιαιότητα]], [[πάθος]], στον ίδ. | |lsmtext='''πίτῠλος:''' [ῐ], ὁ,<br /><b class="num">I.</b> επαναλαμβανόμενος [[ρυθμός]] του παφλασμού των κουπιών, σε Ευρ.· <i>ἑνὶ πιτύλῳ</i>, με ένα [[χτύπημα]], όλα μαζί, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> ο [[οποιοσδήποτε]] [[γρήγορα]] επαναλαμβανόμενος [[ήχος]].<br /><b class="num">1.</b> [[παφλασμός]], [[ήχος]] των σταγόνων που πέφτουν, [[πίτυλος]] δακρύων, σε Ευρ.· [[πίτυλος]] σκύφου, λέγεται για το [[κρασί]] που στάζει μέσα σε [[κούπα]], στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[ήχος]] από επαναλαμβανόμενα χτυπήματα, σε Αισχύλ., Ευρ.· μεταφ., [[πίτυλος]] Ἀργείου [[δορός]], σε Ευρ.· <i>δὶς δυοῖν πιτύλοιν</i>, [[διπλός]] με [[δύο]] χτυπήματα, στον ίδ.· επίσης λέγεται για βίαιες και παράφορες χειρονομίες, [[βιαιότητα]], [[πάθος]], στον ίδ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{etym | ||
| | |etymtx=Grammatical information: m.<br />Meaning: [[stroke of an oar]], metaph. [[rhythmical]], [[heavy beat]], [[attack etc.]] (trag.).<br />Derivatives: <b class="b3">πιτυλ-εύω</b> [[to make a stroke with an oar]], also metaph. (Ar. V. 678, Com. Adesp. 3 D.), <b class="b3">-ίζω</b> <b class="b2">id.</b> (Gal.).<br />Origin: XX [etym. unknown]<br />Etymology: Unexplained. The tradit. connection with [[πίπτω]], [[πέτομαι]] (Curtius 712 with Fick, WP. 2, 19 u.a.) has (in spite of Lat. [[petulans]]) very little support. Cf. on [[πίτυρα]]. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=πῐ́τῠλος, ὁ,<br /><b class="num">I.</b> the [[measured]] [[plash]] of oars, Eur.; ἑνὶ πιτύλῳ with one [[stroke]], all [[together]], Aesch.<br /><b class="num">II.</b> any [[quick]] [[repeated]] [[sound]],<br /><b class="num">1.</b> the [[plash]] of falling drops, π. δακρύων Eur.; π. σκύφου, of [[wine]] poured [[into]] a cup, Eur.<br /><b class="num">2.</b> the [[sound]] of [[repeated]] blows, Aesch., Eur.:—metaph., [[πίτυλος]] Ἀργείου [[δορός]] Eur.; δὶς δυοῖν πιτύλοιν [[twice]] with two strokes, Eur.; also of [[violent]] [[frantic]] gestures, [[violence]], [[passion]], Eur. | |||
}} | |||
{{FriskDe | |||
|ftr='''πίτυλος''': {pítulos}<br />'''Grammar''': m.<br />'''Meaning''': [[Ruderschlag]], übertr. [[rhythmischer]], [[heftiger Schlag]], [[Anfall]] (Trag. u.a.)<br />'''Derivative''': mit [[πιτυλεύω]] [[einen Ruderschlag machen]], auch übertr. (Ar. ''V''. 678, ''Kom''. ''Adesp''. 3 D.), -ίζω ib. (Gal. u.a.).<br />'''Etymology''': Unerklärt. Die herkömmliche Anknüpfung an [[πίπτω]], [[πέτομαι]] (Curtius 712 mit Fick, WP. 2, 19 u.a.) hat (trotz lat. ''petulans'') sehr wenig für sich. Vgl. zu [[πίτυρα]].<br />'''Page''' 2,545 | |||
}} | |||
{{WoodhouseReversedUncategorized | |||
|woodrun=[[rhythmic motion]], [[stroke of an oar]] | |||
}} | }} |