3,273,773
edits
(6_21) |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πηγάδιον''': τό, = [[πηγίδιον]], μικρὰ [[πηγή]], Ἰω. Μόσχος 3037Α. 2) = [[φρέαρ]], κοινῶς «πηγάδι», Ἡρῳδιαν. Ἐπιμερισμ. 143. | |lstext='''πηγάδιον''': τό, = [[πηγίδιον]], μικρὰ [[πηγή]], Ἰω. Μόσχος 3037Α. 2) = [[φρέαρ]], κοινῶς «πηγάδι», Ἡρῳδιαν. Ἐπιμερισμ. 143. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=το / [[πηγάδιον]] και πηγάδιν, ΝΜ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> βαθύ τεχνητό όρυγμα κυλινδρικού σχήματος για την [[άντληση]] νερού, [[φρέαρ]]<br /><b>2.</b> [[κάθε]] όρυγμα που φτάνει σε [[κοίτασμα]] μετάλλου ή ορυκτού<br /><b>3.</b> απότομη [[διαφορά]] βάθους του θαλάσσιου βυθού, που περιορίζεται σε μικρή [[έκταση]]<br /><b>μσν.</b><br />μικρή [[πηγή]], πηγούλα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πηγή]] <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>άδιον</i> ([[πρβλ]]. [[κηπάδιον]])]. | |||
}} | }} |