3,274,865
edits
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+) <i>" to "$1 $2 <i>") |
m (Text replacement - "Aehnli" to "Ähnli") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0560.png Seite 560]] ὁ (nach Einigen von [[πετάννυμι]], nach Andern von [[πέλλα]], Beides unwahrscheinlich), bei sp. D. auch mit dem heterogenischen Plural τὰ πέπλα, – 1) ursprünglich jedes gewebte Tuch, [[Decke]], ἀμφὶ δὲ πέπλοι πέπτανται, um den Wagen, Il. 5, 194; ein Aschengefäß zu umhüllen, 24, 796; ein Teppich, über Stühle zu breiten, Od. 7, 96; vgl. Jac. Achill. Tat. p. 404 u. Poll. 7, 50. – Bes. ein faltenreiches, großes [[Gewand]] vom feinsten Zeuge, das, über die übrige Bekleidung geworfen, den ganzen Leib umhüllte; bei Hom. nur von Frauen gebraucht; [[ἑανός]], [[ποικίλος]], gestickt, Iliad. 5, 734; πορφύρεοι, μαλακοί, 24, 796; λεπτοί, ἐΰννητοι, Od. 7, 96, vgl. 18, 292 ff.; Pind. P. 9, 124; oft bei den Tragg.; πρόστερνοι στολμοὶ πέπλων, Aesch. Ch. 30; auch vom Gewande der Männer, Pers. 460. 987. 1017, wo lange persische Gewänder bezeichnet sind; vgl. Xen. Cyr. 3, 1, 13, ein Prunkkleid; [[εὐυφής]], Soph. Trach. 599, u. öfter in diesem Stücke vom Gewande des Herakles; eben so bei Eur. oft, vgl. Cycl. 301; Theocr. 7, 17; Ar. u. in Prosa; ὁ [[πέπλος]] μεστὸς τῶν τοιούτων ποικιλμάτων, Plat. Euthyphr. 6 c; Xen. Cyr. 5, 1, 6 bedeckt der weibliche [[πέπλος]] Kopf, Gesicht und Hände. – Besonders berühmt war der prachtvoll gestickte [[πέπλος]] der Athene, der in Athen am Panathenäenfest zur Schau herumgetragen wurde, vgl. Batrach. 182 ff; Virg. Cir. 21, u. Winkelmann's Werke V p. 26. – 2) wegen der | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0560.png Seite 560]] ὁ (nach Einigen von [[πετάννυμι]], nach Andern von [[πέλλα]], Beides unwahrscheinlich), bei sp. D. auch mit dem heterogenischen Plural τὰ πέπλα, – 1) ursprünglich jedes gewebte Tuch, [[Decke]], ἀμφὶ δὲ πέπλοι πέπτανται, um den Wagen, Il. 5, 194; ein Aschengefäß zu umhüllen, 24, 796; ein Teppich, über Stühle zu breiten, Od. 7, 96; vgl. Jac. Achill. Tat. p. 404 u. Poll. 7, 50. – Bes. ein faltenreiches, großes [[Gewand]] vom feinsten Zeuge, das, über die übrige Bekleidung geworfen, den ganzen Leib umhüllte; bei Hom. nur von Frauen gebraucht; [[ἑανός]], [[ποικίλος]], gestickt, Iliad. 5, 734; πορφύρεοι, μαλακοί, 24, 796; λεπτοί, ἐΰννητοι, Od. 7, 96, vgl. 18, 292 ff.; Pind. P. 9, 124; oft bei den Tragg.; πρόστερνοι στολμοὶ πέπλων, Aesch. Ch. 30; auch vom Gewande der Männer, Pers. 460. 987. 1017, wo lange persische Gewänder bezeichnet sind; vgl. Xen. Cyr. 3, 1, 13, ein Prunkkleid; [[εὐυφής]], Soph. Trach. 599, u. öfter in diesem Stücke vom Gewande des Herakles; eben so bei Eur. oft, vgl. Cycl. 301; Theocr. 7, 17; Ar. u. in Prosa; ὁ [[πέπλος]] μεστὸς τῶν τοιούτων ποικιλμάτων, Plat. ''Euthyphr.'' 6 c; Xen. Cyr. 5, 1, 6 bedeckt der weibliche [[πέπλος]] Kopf, Gesicht und Hände. – Besonders berühmt war der prachtvoll gestickte [[πέπλος]] der Athene, der in Athen am Panathenäenfest zur Schau herumgetragen wurde, vgl. Batrach. 182 ff; Virg. Cir. 21, u. Winkelmann's Werke V p. 26. – 2) wegen der Ähnlichkeit hieß so auch das Darmfell, Netz, sonst [[δημός]], Orph. Arg. 310. – 3) eine Pflanze, eine Wolfsmilchart, Diosc., euphorbia peplus, Linn. – Vgl. [[πέπλιον]] u. [[πεπλίς]]. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>I.</b> <i>primit.</i> toute étoffe tissée servant à recouvrir, <i>particul.</i> :<br /><b>1</b> [[rideau pour couvrir une voiture]];<br /><b>2</b> [[toile]] <i>ou</i> tissu pour envelopper une urne cinéraire;<br /><b>3</b> [[tapis à étendre sur des sièges]];<br /><b>II.</b> <i>particul.</i> vêtement :<br /><b>1</b> vêtement de femme | |btext=ου (ὁ) :<br /><b>I.</b> <i>primit.</i> toute étoffe tissée servant à recouvrir, <i>particul.</i> :<br /><b>1</b> [[rideau pour couvrir une voiture]];<br /><b>2</b> [[toile]] <i>ou</i> tissu pour envelopper une urne cinéraire;<br /><b>3</b> [[tapis à étendre sur des sièges]];<br /><b>II.</b> <i>particul.</i> vêtement :<br /><b>1</b> vêtement de femme qu'on mettait par-dessus les autres vêtements et qui enveloppait le corps entier ; <i>particul.</i> vêtement brodé dont on parait la statue d'Athéna pour les processions des Panathénées;<br /><b>2</b> [[vêtement flottant pour les hommes]], [[sorte de vêtement persan]].<br />'''Étymologie:''' p. *πέπελον, de la R. Πελ, couvrir ; cf. <i>lat.</i> pellis, palla, pallium. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
Line 35: | Line 35: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, ΝΜΑ, και πέπλο, το, Ν<br /><b>1.</b> ([[κατά]] την ομηρική [[εποχή]]) [[είδος]] γυναικείου ενδύματος, μάλλινο και πολυτελές, [[συχνά]] κοσμημένο με θαυμάσιες παραστάσεις και χρωματιστό, [[χωρίς]] [[μανίκια]], το οποίο φορούσαν [[πάνω]] από την [[κυρίως]] [[ενδυμασία]] και συγκρατούσαν με δύο πόρπες στους ώμους ή με μία [[πόρπη]] και [[ζώνη]] στη [[μέση]], [[οπότε]] σχημάτιζε πτυχές, το λεγόμενο απόπτυγμα, ενώ πολλές φορές με αυτό κάλυπταν το [[πρόσωπο]] και τους βραχίονες, [[χωρίς]] να αποτελεί [[απλώς]] μια [[καλύπτρα]]<br /><b>2.</b> [[κάθε]] ύφασμα που χρησιμεύει ως [[κάλυμμα]] του σώματος ή αντικειμένου ή ως διαχωριστικό [[παραπέτασμα]]<br /><b>3.</b> ([[κατά]] την [[πομπή]] τών Παναθηναίων) το αραχνοΰφαντο ύφασμα που ήταν διακοσμημένο με μυθολογικές παραστάσεις, μεταφερόταν στην Ακρόπολη ως [[ιστίο]] αναρτημένο σε τριήρη και προσφερόταν στο αρχαιότερο [[άγαλμα]] της Αθηνάς, το «[[ξόανο]]»<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[λεπτό]], αραιό ύφασμα το οποίο καλύπτει την [[κεφαλή]] και το [[πρόσωπο]] τών [[γυναικών]], [[βέλο]]<br /><b>2.</b> [[τμήμα]] πένθιμης γυναικείας περιβολής, η [[πλερέζα]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[προκάλυμμα]] που αποσκοπεί στην [[απόκρυψη]] της πραγματικότητας, [[πρόσχημα]] («υπό τον πέπλο της φιλίας τον εξαπάτησε»)<br /><b>4.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[κάθε]] αραχνοΰφαντο ύφασμα<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «[[νυφικός]] [[πέπλος]]» — λεπτή και [[αραχνοειδής]] [[καλύπτρα]] η οποία καλύπτει την [[κεφαλή]] και το [[πρόσωπο]] τών [[γυναικών]] [[κατά]] την [[τελετή]] του γάμου<br />β) «[[πέπλος]] της νύχτας» ή «[[μαύρος]] [[πέπλος]]»<br />([[ιδίως]] στην [[ποίηση]]) το [[σκοτάδι]] της νύχτας<br />γ) «[[πέπλος]] [[μερικός]]» ή «[[πέπλος]] [[εσωτερικός]]»<br /><b>(μυκητ.)</b> λεπτή μεμβράνη που καλύπτει την [[κάτω]] [[επιφάνεια]] του πίλου ενός νεαρού μανιταριού ενώνοντας τα [[άκρα]] του πίλου με τον στύπο<br />δ) «[[πέπλος]] [[καθολικός]]»<br /><b>(μυκητ.)</b> μεμβράνη που περιβάλλει τον αναπτυσσόμενο καρποφόρο πολλών βασιδιομυκήτων<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>μτφ.</b> [[καθετί]] το οποίο παρακωλύει τη σαφή [[αντίληψη]] και τη [[γνώση]] μιας κατάστασης («πέπλο μυστηρίου καλύπτει την [[υπόθεση]]»)<br />(αρχ)<br /><b>1.</b> [[επικάλυμμα]] υδρίας η οποία περιείχε τη [[στάχτη]] νεκρού<br /><b>2.</b> [[κάλυμμα]] άμαξας<br /><b>3.</b> [[επίστρωση]] καθίσματος<br /><b>4.</b> [[κάλυμμα]] στο [[πρόσωπο]] νεκρού<br /><b>5.</b> ανδρικό [[ιμάτιο]]<br /><b>6.</b> [[είδος]] παραπετάσματος το οποίο κάλυπτε το [[ιερό]] στους αιγυπτιακούς ναούς<br /><b>7.</b> <b>εκκλ.</b> [[κάλυμμα]] για το [[ιερό]] [[δισκοπότηρο]]<br /><b>8.</b> το [[περιτόναιο]], [[επειδή]] καλύπτει τα έντερα<br /><b>9.</b> το [[φυτό]] [[πεπλίς]]<br /><b>10.</b> <b>μτφ.</b> [[συλλογή]] συγγραμμάτων, [[ανθολογία]]<br /><b>11.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οἱ πέπλοι</i><br />(στους Πέρσες) μακρύ [[επιχιτώνιο]] για τους άντρες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. <i>πέ</i>-<i>πλ</i>-<i>ος</i> ανάγεται στη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] <i>pl</i>- της ΙΕ ρίζας <i>ple</i><i>ә</i><sub>1</sub> «[[διπλώνω]], [[πτυχή]]» που μαρτυρείται και στο β' συνθετικό τών [[ἁπλός]], [[διπλός]] (<b>πρβλ.</b> λατ. <i>simplex</i>, <i>simplus</i>, <i>plecto</i> και [[πλέκω]]). Η λ. [[πέπλος]] έχει σχηματιστεί με διπλασιασμό <i>πε</i>- ( | |mltxt=ο, ΝΜΑ, και πέπλο, το, Ν<br /><b>1.</b> ([[κατά]] την ομηρική [[εποχή]]) [[είδος]] γυναικείου ενδύματος, μάλλινο και πολυτελές, [[συχνά]] κοσμημένο με θαυμάσιες παραστάσεις και χρωματιστό, [[χωρίς]] [[μανίκια]], το οποίο φορούσαν [[πάνω]] από την [[κυρίως]] [[ενδυμασία]] και συγκρατούσαν με δύο πόρπες στους ώμους ή με μία [[πόρπη]] και [[ζώνη]] στη [[μέση]], [[οπότε]] σχημάτιζε πτυχές, το λεγόμενο απόπτυγμα, ενώ πολλές φορές με αυτό κάλυπταν το [[πρόσωπο]] και τους βραχίονες, [[χωρίς]] να αποτελεί [[απλώς]] μια [[καλύπτρα]]<br /><b>2.</b> [[κάθε]] ύφασμα που χρησιμεύει ως [[κάλυμμα]] του σώματος ή αντικειμένου ή ως διαχωριστικό [[παραπέτασμα]]<br /><b>3.</b> ([[κατά]] την [[πομπή]] τών Παναθηναίων) το αραχνοΰφαντο ύφασμα που ήταν διακοσμημένο με μυθολογικές παραστάσεις, μεταφερόταν στην Ακρόπολη ως [[ιστίο]] αναρτημένο σε τριήρη και προσφερόταν στο αρχαιότερο [[άγαλμα]] της Αθηνάς, το «[[ξόανο]]»<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[λεπτό]], αραιό ύφασμα το οποίο καλύπτει την [[κεφαλή]] και το [[πρόσωπο]] τών [[γυναικών]], [[βέλο]]<br /><b>2.</b> [[τμήμα]] πένθιμης γυναικείας περιβολής, η [[πλερέζα]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[προκάλυμμα]] που αποσκοπεί στην [[απόκρυψη]] της πραγματικότητας, [[πρόσχημα]] («υπό τον πέπλο της φιλίας τον εξαπάτησε»)<br /><b>4.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[κάθε]] αραχνοΰφαντο ύφασμα<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «[[νυφικός]] [[πέπλος]]» — λεπτή και [[αραχνοειδής]] [[καλύπτρα]] η οποία καλύπτει την [[κεφαλή]] και το [[πρόσωπο]] τών [[γυναικών]] [[κατά]] την [[τελετή]] του γάμου<br />β) «[[πέπλος]] της νύχτας» ή «[[μαύρος]] [[πέπλος]]»<br />([[ιδίως]] στην [[ποίηση]]) το [[σκοτάδι]] της νύχτας<br />γ) «[[πέπλος]] [[μερικός]]» ή «[[πέπλος]] [[εσωτερικός]]»<br /><b>(μυκητ.)</b> λεπτή μεμβράνη που καλύπτει την [[κάτω]] [[επιφάνεια]] του πίλου ενός νεαρού μανιταριού ενώνοντας τα [[άκρα]] του πίλου με τον στύπο<br />δ) «[[πέπλος]] [[καθολικός]]»<br /><b>(μυκητ.)</b> μεμβράνη που περιβάλλει τον αναπτυσσόμενο καρποφόρο πολλών βασιδιομυκήτων<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>μτφ.</b> [[καθετί]] το οποίο παρακωλύει τη σαφή [[αντίληψη]] και τη [[γνώση]] μιας κατάστασης («πέπλο μυστηρίου καλύπτει την [[υπόθεση]]»)<br />(αρχ)<br /><b>1.</b> [[επικάλυμμα]] υδρίας η οποία περιείχε τη [[στάχτη]] νεκρού<br /><b>2.</b> [[κάλυμμα]] άμαξας<br /><b>3.</b> [[επίστρωση]] καθίσματος<br /><b>4.</b> [[κάλυμμα]] στο [[πρόσωπο]] νεκρού<br /><b>5.</b> ανδρικό [[ιμάτιο]]<br /><b>6.</b> [[είδος]] παραπετάσματος το οποίο κάλυπτε το [[ιερό]] στους αιγυπτιακούς ναούς<br /><b>7.</b> <b>εκκλ.</b> [[κάλυμμα]] για το [[ιερό]] [[δισκοπότηρο]]<br /><b>8.</b> το [[περιτόναιο]], [[επειδή]] καλύπτει τα έντερα<br /><b>9.</b> το [[φυτό]] [[πεπλίς]]<br /><b>10.</b> <b>μτφ.</b> [[συλλογή]] συγγραμμάτων, [[ανθολογία]]<br /><b>11.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οἱ πέπλοι</i><br />(στους Πέρσες) μακρύ [[επιχιτώνιο]] για τους άντρες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. <i>πέ</i>-<i>πλ</i>-<i>ος</i> ανάγεται στη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] <i>pl</i>- της ΙΕ ρίζας <i>ple</i><i>ә</i><sub>1</sub> «[[διπλώνω]], [[πτυχή]]» που μαρτυρείται και στο β' συνθετικό τών [[ἁπλός]], [[διπλός]] (<b>πρβλ.</b> λατ. <i>simplex</i>, <i>simplus</i>, <i>plecto</i> και [[πλέκω]]). Η λ. [[πέπλος]] έχει σχηματιστεί με διπλασιασμό <i>πε</i>- ([[πρβλ]]. [[κύκλος]])]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |