3,274,789
edits
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "Aehnli" to "Ähnli") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
(35 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ1 | {{LSJ1 | ||
|Full diacritics= | |Full diacritics=κᾰ́πηλος | ||
|Medium diacritics=κάπηλος | |Medium diacritics=κάπηλος | ||
|Low diacritics=κάπηλος | |Low diacritics=κάπηλος | ||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kapilos | |Transliteration C=kapilos | ||
|Beta Code=ka/phlos | |Beta Code=ka/phlos | ||
|Definition=[ᾰ], ὁ(also ἡ, | |Definition=[ᾰ], ὁ (also ἡ, AP9.180 (Pall.)),<br><span class="bld">A</span> [[retail dealer]], [[huckster]], [[Herodotus|Hdt.]] 1.94, 2.141, Sophr.1, etc.; opp. [[ἔμπορος]], Lys.22.21, X.Cyr.4.5.42, Pl.R.371d, Prt.314a; also opp. the [[producer]] ([[αὐτοπώλης]]), Id.Sph. 231d, Plt.260c; applied to [[Darius]], [[Herodotus|Hdt.]]3.89; κάπηλος ἀσπίδων, κάπηλος ὅπλων, a [[dealer]] in... Ar.Pax447, 1209.<br><span class="bld">2</span> esp. [[tavern keeper]], Ar.Th.347, Lys.Fr.1, PMagd.26.2 (iii B.C.), PTeb.612(i/ii A. D.), Luc.Herm.58, etc.<br><span class="bld">3</span> metaph., κάπηλος [[πονηρία]]ς = [[dealer]] in [[petty]] [[roguery]], D.25.46.<br><span class="bld">II</span> as adjective, ος, ον, = [[καπηλικός]], [[βίος]] D.H.9.25; esp. [[cheating]], [[knavish]], κ. προσφέρων τεχνήματα A.Fr.322; κάπηλον [[φρόνημα]] Com.Adesp.867. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1323.png Seite 1323]] ὁ (vgl. [[κάπη]], [[κάπτω]]), eigtl. der mit Lebensmitteln handelt, Plat. Prot. 314 a σιτία καὶ ποτὰ πριάμενον παρὰ τοῦ καπήλου καὶ ἐμπόρου; übh. jeder Kleinhändler, Krämer, Ar. Av. 1292 Th. 347; der die von einem andern Kaufmann entnommenen Waaren im Lande, in der Stadt im Einzelnen verkauft; im | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1323.png Seite 1323]] ὁ (vgl. [[κάπη]], [[κάπτω]]), eigtl. der mit Lebensmitteln handelt, Plat. Prot. 314 a σιτία καὶ ποτὰ πριάμενον παρὰ τοῦ καπήλου καὶ ἐμπόρου; übh. jeder Kleinhändler, Krämer, Ar. Av. 1292 Th. 347; der die von einem andern Kaufmann entnommenen Waaren im Lande, in der Stadt im Einzelnen verkauft; im <span class="ggns">Gegensatz</span> zum Großhändler, [[ἔμπορος]], Lys. 22, 21; Xen. Cyr. 4, 3, 42; vgl. [[αὐτοπώλης]]. Sie hatten als Höker auf dem Markte Waaren feil, Plat. Rep. II, 371 d; Her. vrbdt 2, 141 κάπηλοι καὶ χειρώνακτες καὶ ἀγοραῖοι. Auch mit besonderen Bestimmungen, ἀσπίδων, ὅπλων, Ar. Pax 439. 1175. Bes. Weinschenker, auch wohl Weinverfälscher, οἱ τὸν [[οἶνον]] κεραννύντες B. A. p. 102, 16; Poll. 7, 193; Luc. Hermotim. 58. Auch übertr., πονηρίας Dem. 25, 45. – Adj., [[βίος]], Hökerleben, D. Hal. 9, 25. – Weil diese Kleinhändler als Betrüger u. Wucherer verrufen waren, wird [[κάπηλος]] auch adj. für betrügerisch od. verfälscht gebraucht, κάπηλα προσφέρων τεχνήματα Aesch. frg. 339; κάπηλον [[φρόνημα]] erkl. Phryn. in B. A. 49 παλίμβολον καὶ οὐχ ὑγιές. – Bei Schol. Ar. Ach. 267, wo [[φέψαλος]] durch [[κάπηλος]] erklärt wird, muß [[καπνεῖον]] od. Ähnliches geändert werden. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{bailly | ||
| | |btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> [[qui vend en détail]] ; [[petit marchand]], [[brocanteur]] ; <i>fig., en mauv. part</i>, qui trafique de qch;<br /><b>2</b> [[débitant de vin]], [[cabaretier]].<br />'''Étymologie:''' DELG soit de [[κάπη]], soit emprunt. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κάπηλος -ου, ὁ [~ κάπη?] [[winkelier]], [[kleine handelaar]]:; σιτία καὶ ποτὰ πριάμενον παρὰ τοῦ καπήλου wanneer je eetwaren of drank van de winkelier koopt Plat. Prot. 314a; [[kroegbaas]]. | |||
}} | }} | ||
{{ | {{elru | ||
| | |elrutext='''κάπηλος:'''<br /><b class="num">I</b> (ᾰ) ὁ<br /><b class="num">1</b> [[мелкий торговец]], [[лавочник]], [[торговец в разнос]] (κάπηλοι καὶ χειρώνακτες καὶ [[ἀγοραῖοι]] Her.; πρίασθαί τι παρὰ τοῦ καπήλου καὶ ἐμπόρου Plat.);<br /><b class="num">2</b> [[трактирщик]], [[кабатчик]] Arph., Lys., Luc.;<br /><b class="num">3</b> [[торгаш]], [[плут]], [[мошенник]], Her., Dem. [[торгашеский]], [[плутовской]], [[мошеннический]] (τεχνήματα Aesch.). | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />ο (AM [[κάπηλος]], ὁ Α και [[κάπηλος]], ἡ)<br /><b>1.</b> ο [[ταβερνιάρης]], ο [[κάπελας]] («περιῄεις ἄπαντας ἐν κύκλῳ τοὺς ἐν τῇ πόλει καπήλους ἀπογευόμενος καὶ παραβάλλων καὶ ἀντεξετάζων τοὺς οἴνους», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που χρησιμοποιεί ή εκμεταλλεύεται [[κάτι]] με [[ιδιοτέλεια]] («εἰ δὲ κάπηλός ἐστιν πονηρίας», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που εκμεταλλεύεται υψηλή [[ιδέα]] ή [[αίσθημα]], ο [[καπηλευτής]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[μικρέμπορος]], μικροπωλητής ( | |mltxt=<b>(I)</b><br />ο (AM [[κάπηλος]], ὁ Α και [[κάπηλος]], [[ἡ]])<br /><b>1.</b> ο [[ταβερνιάρης]], ο [[κάπελας]] («περιῄεις ἄπαντας ἐν κύκλῳ τοὺς ἐν τῇ πόλει καπήλους ἀπογευόμενος καὶ παραβάλλων καὶ ἀντεξετάζων τοὺς οἴνους», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που χρησιμοποιεί ή εκμεταλλεύεται [[κάτι]] με [[ιδιοτέλεια]] («εἰ δὲ κάπηλός ἐστιν πονηρίας», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που εκμεταλλεύεται υψηλή [[ιδέα]] ή [[αίσθημα]], ο [[καπηλευτής]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[μικρέμπορος]], μικροπωλητής («πωλεῖν δὲ τοὺς καπήλους ὅ, τι ἔχει [[ἕκαστος]] πράσιμον», <b>Ξεν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. παράγεται πιθ. από το ουσ. [[κάπη]] «[[κουτί]]», ενώ κατ' άλλους πρόκειται για [[δάνειο]], όπως και το λατ. <i>caup</i><i>ō</i>, -<i>onis</i> «[[κάπηλος]]». Στην Αρχαία Ελληνική ο τ. χρησιμοποιούνταν και ως επίθ. με σημ. «[[καπηλικός]]». Η λ. ήδη στην Αρχαία έχει προσλάβει κακόσημη [[έννοια]], χρησιμοποιούμενη και με την αρχ. σημ. «[[ταβερνιάρης]], [[οινοπώλης]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[καπηλειό]] (-<i>εῖον</i>), [[καπηλικός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[καπήλιον]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[καπηλίς]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[καπηλοτριβώ]]. (Β' συνθετικό) [[βιβλιοκάπηλος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ακάπηλος]], <i>ανδραποδοκάπηλος</i>, <i>ανδροκάπηλος</i>, <i>αρτοκάπηλος</i>, [[βουκάπηλος]], <i>ελαιοκάπηλος</i>, [[ιματιοκάπηλος]], [[οινοκάπηλος]], [[οπωροκάπηλος]], [[ορνιθοκάπηλος]], [[παλιγκάπηλος]], [[πολιτοκάπηλος]], [[προβατοκάπηλος]], [[σιτοκάπηλος]], [[σωματοκάπηλος]], [[υποκάπηλος]], [[χριστοκάπηλος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αρχαιοκάπηλος]], <i>γλωσσοκάπηλος</i>, <i>εθνοκάπηλος</i>, <i>εργατοκάπηλος</i>, [[θεοκάπηλος]], [[πατριδοκάπηλος]], [[πολεμοκάπηλος]]].<br /><b>(II)</b><br />[[κάπηλος]], -ον (Α)<br />[[καπηλικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[κάπηλος]] (Ι)]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κάπηλος:''' ὁ,<br /><b class="num">1.</b> μικροέμπορος, [[μεταπωλητής]], [[γυρολόγος]], [[πλανόδιος]] [[έμπορος]], [[πωλητής]] του δρόμου, [[πραματευτής]], [[άνθρωπος]] που κάνει παζάρια, Λατ. [[institor]], σε Ηρόδ., Αττ.· αντίθ. προς το [[ἔμπορος]], σε Ξεν. κ.λπ.· λέγεται για το Δαρείο και για τις αυστηρές οικονομικές του ρυθμίσεις, σε Ηρόδ.· <i>κ. ἀσπίδων</i>, <i>ὅπλων</i>, [[προμηθευτής]] σε..., σε Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[ιδιοκτήτης]] καπηλειού, [[ταβερνιάρης]], [[οινοπώλης]], [[πανδοχέας]], Λατ. [[caupo]], στον ίδ. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> μεταφ., <i>κ. πονηρίας</i>, αυτός που μεταχειρίζεται δόλους, [[πανούργος]], σε Δημ. | |lsmtext='''κάπηλος:''' ὁ,<br /><b class="num">1.</b> μικροέμπορος, [[μεταπωλητής]], [[γυρολόγος]], [[πλανόδιος]] [[έμπορος]], [[πωλητής]] του δρόμου, [[πραματευτής]], [[άνθρωπος]] που κάνει παζάρια, Λατ. [[institor]], σε Ηρόδ., Αττ.· αντίθ. προς το [[ἔμπορος]], σε Ξεν. κ.λπ.· λέγεται για το Δαρείο και για τις αυστηρές οικονομικές του ρυθμίσεις, σε Ηρόδ.· <i>κ. ἀσπίδων</i>, <i>ὅπλων</i>, [[προμηθευτής]] σε..., σε Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[ιδιοκτήτης]] καπηλειού, [[ταβερνιάρης]], [[οινοπώλης]], [[πανδοχέας]], Λατ. [[caupo]], στον ίδ. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> μεταφ., <i>κ. πονηρίας</i>, αυτός που μεταχειρίζεται δόλους, [[πανούργος]], σε Δημ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''κάπηλος''': ὁ, [[μικρέμπορος]], λιανοπωλητής, [[μεταπράτης]], Λατ. propola, institor, Ἡρόδ. 1. 94., 2. 141, καὶ Ἀττ.· κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸν ἔμπορον, Λυσ. 166. 17, Ξεν. Κύρ. 4. 5, 42, Πλάτ. Πολ. 371D, Πρωτ. 314Α· ἢ πρὸς τὸν παράγοντα τὸ πωλούμενον (τὸν αὐτοπώλην), ὁ αὐτ. ἐν Σοφιστ. 231D. Πολιτικ. 260D· λέγεται ἐπὶ τοῦ Δαρείου διὰ τὰς αὐστηρὰς [[αὐτοῦ]] οίκονομικὰς διακανονίσεις, Ἡρόδ. 3. 89: - [[κάπηλος]] ἀσπίδων, ὅπλων Ἀριστοφ. Εἰρ. 477, 1209· οὕτω δὲ καὶ ἐν συνθέσει, ἀνδραποδο-, βιβλιο-, ἱματιο-, σιτο-[[κάπηλος]]. 2) ἰδίως ὁ διατηρῶν [[καπηλεῖον]], Λατ. [[caupo]], Ἀριστοφ. Θεσμ. 347, Λυσ. Ἀποσπ. 3, Λονκ., κλ. 3) μεταφορ. κ. πονηρίας, ὁ μεταχειριζόμενος δόλους, Δημ. 784. 7. ΙΙ. ὡς ἐπίθ. [[κάπηλος]], ον = [[καπηλικός]], [[κάπηλος]] [[βίος]] Διον. Ἁλ. 9. 25· ἰδίως, ἐξαπατῶν, [[δόλιος]] [[πανοῦργος]], κ. προσφέρων τεχνήματα Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 338. «κάπηλον [[φρόνημα]]: παλίμβουλον καὶ οὐχ ὑγιές, ἡ μεταφορὰ ἀπὸ τῶν καπήλων τῶν μὴ πιπρασκόντων εἰλικρινῆ καὶ ἀκέραια τὰ ὤνια» Α. Β. 49. ([[κάπηλος]], καπηλὶς = Λατ. [[caupo]], [[copa]]: - Γοτθ. kaupôn, Ἀρχ. Σκανδ. kaupa, Ἀρχ Ὑψηλ. Γερμ. koufan, kaufon, Ἀγγλο-Σαξον. ceapian, τὰ δὲ Ἀγγλικὰ chaffer, cheap, Chipping, chap-man, horse-couper, κτλ. φαίνεται ὅτι παρελήφθησαν ἐκ τῆς Λατ.· [[διότι]] τὸ Ἑλλ. κ (c) ἔπρεπε νὰ ἐκφέρηται διὰ τοῦ Τευτον. k ἢ g). | ||
}} | }} | ||
{{etym | {{etym | ||
|etymtx=Grammatical information: m.<br />Meaning: | |etymtx=Grammatical information: m.<br />Meaning: [[handler]], [[tavern-keeper]] (IA.; on the meaning cf. on [[ἔμπορος]]);<br />Derivatives: Sec. adj. = [[καπηλικός]] (A., Com. Adesp., D. H.). Fem. [[καπηλίς]] [[fem. merchant]], [[tavern-keepster]] (Com., pap.), [[καπήλισσα]] (sch.); [[καπηλεῖον]] [[shop]], [[tavern]] (Att.); [[καπηλικός]] [[belonging to a κάπηλος]] (Pl., Arist.; Chantraine Ét. sur le vocab. gr. 120); [[καπηλεύω]] [[drive a pretty trade]] (IA.) with [[καπηλεία]] [[pretty trade]] (Pl., Arist.) and [[καπηλευτικός]] = [[καπηλικός]] (Ph Lg. 842d)<br />Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]<br />Etymology: One considers derivation from [[κάπη]] [[crib]], [[manger]], assuming that the word could mean [[chest]] ("who sells from a chest"; diff. Prellwitz and H.). It could also be a loan; for which one compares Lat. [[caupō]] [[innkeeper]] etc. S. W.-Hofmann s. v. Fur. 257 considers Hitt. [[happar]] [[purchase]], [[price]]. As there is no etym., the word will be Pre-Greek; the suffix occurs in Pre-Greek (Fur. 115). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[κάπηλος]], ὁ,<br /><b class="num">1.</b> a [[retail]]-[[dealer]], [[huckster]], [[hawker]], peddlar, higgler, Lat. [[institor]], Hdt., | |mdlsjtxt=[[κάπηλος]], ὁ,<br /><b class="num">1.</b> a [[retail]]-[[dealer]], [[huckster]], [[hawker]], peddlar, higgler, Lat. [[institor]], Hdt., Attic; opp. to the [[merchant]] (ἔμποροσ), Xen., etc.; applied to [[Darius]] [[because]] of his [[finance]]-regulations, Hdt.:— κ. ἀσπίδων, ὅπλων a [[dealer]] in…, Ar.<br /><b class="num">2.</b> a [[tavern]]-[[keeper]], [[publican]], Lat. [[caupo]], Ar., etc.<br /><b class="num">3.</b> metaph., κ. πονηρίας a [[dealer]] in [[petty]] [[roguery]], Dem. | ||
}} | }} | ||
{{FriskDe | {{FriskDe | ||
|ftr='''κάπηλος''': {kápēlos}<br />'''Forms''': sekundär Adj. = [[καπηλικός]] (A., Kom. Adesp., D. H.).<br />'''Grammar''': m.<br />'''Meaning''': [[Kleinhändler]], [[Krämer]], [[Weinschenk]] (ion. att.; zur Bedeutung vgl. zu [[ἔμπορος]]);<br />'''Derivative''': Ableitungen: Fem. [[καπηλίς]] [[Krämerin]], [[Schenkwirtin]] (Kom., Pap.), καπήλισσα (Sch.); [[καπηλεῖον]] [[Kramladen]], [[Schankstube]] (att., hell. u. spät); [[καπηλικός]] [[zum [[κάπηλος]] gehörig]] (Pl., Arist. usw.; Chantraine Ét. sur le vocab. gr. 120); [[καπηλεύω]] ‘Kleinhändler sein, Kleinhandel treiben, mit etwas Schacher treiben, verfälschen’ (ion. att.) mit [[καπηλεία]] [[Kleinhandel]] (Pl., Arist.) und [[καπηλευτικός]] = [[καπηλικός]] (Ph ''Lg''. 842d).<br />'''Etymology''' : Der formal naheliegenden Anknüpfung an [[κάπη]], wobei für dieses Wort eine Bedeutung wie [[Kasten]] od. ähnl. anzusetzen wäre ("der aus dem Kasten verkauft" im Gegensatz zum Großhändler; anders Prellwitz und H.), steht die aus sachlichen Gründen ebenfalls naheliegende Annahme eines fremden Ursprungs entgegen, wobei auch Zusammenhang mit lat. ''caupō'' [[Schenkwirt]] zu erwägen ist, s. W.-Hofmann s. v. m. Lit.<br />'''Page''' 1,781 | |ftr='''κάπηλος''': {kápēlos}<br />'''Forms''': sekundär Adj. = [[καπηλικός]] (A., Kom. Adesp., D. H.).<br />'''Grammar''': m.<br />'''Meaning''': [[Kleinhändler]], [[Krämer]], [[Weinschenk]] (ion. att.; zur Bedeutung vgl. zu [[ἔμπορος]]);<br />'''Derivative''': Ableitungen: Fem. [[καπηλίς]] [[Krämerin]], [[Schenkwirtin]] (Kom., Pap.), καπήλισσα (Sch.); [[καπηλεῖον]] [[Kramladen]], [[Schankstube]] (att., hell. u. spät); [[καπηλικός]] [[zum [[κάπηλος]] gehörig]] (Pl., Arist. usw.; Chantraine Ét. sur le vocab. gr. 120); [[καπηλεύω]] ‘Kleinhändler sein, Kleinhandel treiben, mit etwas Schacher treiben, verfälschen’ (ion. att.) mit [[καπηλεία]] [[Kleinhandel]] (Pl., Arist.) und [[καπηλευτικός]] = [[καπηλικός]] (Ph ''Lg''. 842d).<br />'''Etymology''': Der formal naheliegenden Anknüpfung an [[κάπη]], wobei für dieses Wort eine Bedeutung wie [[Kasten]] od. ähnl. anzusetzen wäre ("der aus dem Kasten verkauft" im Gegensatz zum Großhändler; anders Prellwitz und H.), steht die aus sachlichen Gründen ebenfalls naheliegende Annahme eines fremden Ursprungs entgegen, wobei auch Zusammenhang mit lat. ''caupō'' [[Schenkwirt]] zu erwägen ist, s. W.-Hofmann s. v. m. Lit.<br />'''Page''' 1,781 | ||
}} | |||
{{WoodhouseReversedUncategorized | |||
|woodrun=[[huckster]], [[innkeeper]], [[trader]], [[landlord of an inn]] | |||
}} | |||
{{mantoulidis | |||
|mantxt=(=[[μικροπωλητής]], [[γυρολόγος]]). Ἀπό ρίζα καπ- τοῦ [[κάπτω]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. | |||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[innkeeper]]=== | |||
Armenian: պանդոկապետ; Azerbaijani: meyxanaçı, mehmanxanaçı; Belarusian: карчмар, карчмарка; Bulgarian: ханджия, ханджийка; Catalan: fondista, hostaler, hostalera; Chinese Mandarin: 客棧老闆/客栈老板; Czech: hostinský, hostinská, hospodský, hospodská; Dutch: [[waard]], [[herbergier]]; Finnish: majatalon isäntä; French: [[tavernier]], [[hôtelier]], [[aubergiste]]; German: [[Gastwirt]], [[Gastwirtin]], [[Wirt]], [[Wirtin]], [[Krüger]]; Ancient Greek: [[ἀπαντητής]], [[κάπηλος]], [[ξεινοδόκος]], [[ξενηδόκος]], [[ξενοδόκος]], [[ξενοδόχος]], [[πανδοκεύς]], [[πανδοκεύτρια]], [[πανδοχεύς]]; Hungarian: fogadós; Ido: albergestro; Irish: óstóir; Italian: [[locandiere]], [[locandiera]], [[oste]], [[ostessa]], [[taverniere]], [[taverniera]], [[tavernaio]], [[tavernaia]]; Kurdish Central Kurdish: خانچی; Latin: [[caupo]]; Low German: Kröger; Macedonian: гостилничар, гостилничарка, меанџија, меанџика; Mòcheno: birt; Ottoman Turkish: میخانهجی; Persian: مسافرخانهچی; Polish: karczmarz, karczmarka, oberżysta, oberżystka, austernik, szynkarz; Portuguese: [[estalajadeiro]]; Romanian: hangiu, hangiță; Russian: [[трактирщик]], [[трактирщица]], [[корчмарь]], [[корчмарка]]; Scottish Gaelic: òstair, fear an taighe; Serbo-Croatian Roman: kčmar, kčmarka, ugostitelj, ugostiteljka; Slovak: krčmár, krčmárka, hostinský, hostinská; Slovene: gostilničar, gostilničarka; Spanish: [[posadero]], [[posadera]], [[ventero]], [[ventera]]; Swahili: mwenye nyumba ya wageni; Thai: เจ้าสำนักโรงแรม; Turkish: hancı, meyhaneci; Ukrainian: трактирник, трактирниця, корчмар, корчмарка; Vietnamese: chủ quán trọ; Welsh: tafarnwr, tafarnwraig, gwestywr, gwestywraig | |||
}} | }} |