3,277,172
edits
(Bailly1_4) |
m (Text replacement - "Aehnli" to "Ähnli") |
||
(38 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=romvos | |Transliteration C=romvos | ||
|Beta Code=r(o/mbos | |Beta Code=r(o/mbos | ||
|Definition=or ῥύμβος, ὁ, (ῥέμβω) < | |Definition=or [[ῥύμβος]], ὁ, ([[ῥέμβω]])<br><span class="bld">A</span> [[bull]]-[[roarer]], instrument whirled round on the end of a string, used in the mysteries, ῥόμβου θ' εἱλισσομένα [[κύκλιος]] ἔνοσις αἰθερία E.''Hel.''1362, cf. Archyt.1, Theoc.2.30; as a [[boy]]'s [[toy]], ''AP''6.309 (Leon.), Orph.''Fr.''31.29, ''Fr.''34, M.Ant.5.36; defined as <b class="b3">ξυλήφιον, οὗ ἐξῆπται τὸ σπαρτίον, καὶ ἐν ταῖς τελεταῖς ἐδονεῖτο, ἵνα ῥοιζῇ</b>, Sch.Clem.Al.''Protr.''2.17.2, cf. [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]<br><span class="bld">2</span> [[magic]] [[wheel]], spun alternately in each direction by the torsion of two cords passed through two holes in it, used as a [[love]]-[[charm]], Luc.''DMeretr.'' 4.5; called [[ἴυγξ]] in Theoc.2.17, ''AP''5.204; Lat. [[rhombus]], Prop.2.28.35, Ov.''Am.''1.8.7.<br><span class="bld">b</span> <b class="b3">τροχίσκος ὃν στρέφουσιν ἱμᾶσι τύπτοντες, καὶ οὕτως κτύπον ἀποτελοῦσι</b> Sch.A.R.1.1134; <b class="b3">ὦ ῥύμβε μαστίξας ἐμέ</b> (dub. sens.) Eup.72.<br><span class="bld">3</span> [[tambourine]] or [[kettle-drum]], used in the [[worship]] of [[Rhea]] and of [[Dionysus]], Ar.''Fr.''303, Diog.Ath.1.3, A.R. 1.1139, ''AP''6.165 (Phal.); [[ῥύμβος]] [[ξύλινος]] [[ἐπίχρυσος]] ''IG''22.1456.49, cf. 1517.207.<br><span class="bld">4</span> [[membrum virile]], PLond.1821.164.<br><span class="bld">II</span> [[whirling motion]], as of a [[bull]]-[[roarer]], <b class="b3">ἀκόντων ἱέντα ῥόμβον</b> [[shoot]]ing forth [[whirling]] [[dart]]s, Pi.''O.''13.94; <b class="b3">αἰετοῦ ῥόμβος</b> the [[eagle]]'s [[swoop]], Id.''I.''4(3).47(65); ῥόμβος τυπάνων Id.''Dith.Oxy.''1604 ''Fr.''1 ii 9; ἐν αἰθερίῳ ῥύμβῳ Critias 19.2D.; <b class="b3">ῥόμβου ἀπειρεσίου δινεύμασιν οἶμον ἐλαύνων</b>, of the Sun, Orph.''H.'' 8.7: metaph., Νέμεσις καὶ ῥόμβος ἀλάστωρ ''IG''14.1389ii34 (perhaps an Adj., = [[ῥεμβός]]).—The Gramm. hold [[ῥύμβος]] to be Att., [[ῥόμβος]] Hellenic, Sch.Theoc.2.30, Ath.7.330b.<br><span class="bld">B</span> [[rhombus]], [[lozenge]], i.e. a four-sided figure with all the sides, but only the opposite angles, equal, Arist.''Mech.''854b16, Euc.1 ''Def.'' 22.<br><span class="bld">b</span> <b class="b3">ῥόμβος στερεός</b>, a figure composed of two cones on opposite sides of the same base, Archim.''Sph.Cyl.''1.26, al.<br><span class="bld">2</span> a species of [[fish]], of which [[turbot]] and [[brill]] are varieties, so called from its rhomblike [[shape]], Nausicr.2.13; <b class="b3">Ῥωμαῖοι καλοῦσι τὴν ψῆτταν ῥόμβον</b> = the [[Romans]] [[refer]] to the [[flounder]] as a [[rhombus]] Ath.7.330b, cf. [[ψῆττα]].<br><span class="bld">3</span> [[surgical]] [[bandage]], so called from its shape, Hp. ''Off.''7, Heliod. ap. Orib.48.20.14.<br><span class="bld">4</span> [[pattern]] of the same [[shape]], in weaving [[cloth]], Democr.Eph.1; <b class="b3">διαπλοκὴ ῥόμβων</b> Aristeas 74. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0848.png Seite 848]] ὁ, att. [[ῥύμβος]], 1) jeder kreisförmige Körper; dah. – a) der Kreisel, ein Spielzeug der Knaben, [[τροχίσκος]], ὃν στρέφουσιν ἱμᾶσι τύπτοντες, καὶ οὕτω κτύπον ἀποτελοῦσιν, Schol. Ap. Rh. 1, 1139. – b) der Zauberkreisel, das Rad, das Zauberer u. Zaubrerinnen bei magischen Gebräuchen, Weihungen, Beschwörungen umzudrehen pflegten; Theocr. 2, 30; Luc. D. Mer. 4, 5. – Aber ῥόμβῳ καὶ τυπάνῳ Ῥείην Φρύγες ἱλάσκονται Ap. Rh. 1, 1139, E. M., ist = [[ῥόπτρον]], Pauke. – c) eine mathematische Figur, die zwei mit der Grundfläche aufeinandergesetzte Kegel bildet, ein Rhombus, M, them.; vgl. Schol. Theocr. 2, 18; u. so auch Ath. XII, 525 zu nehmen: κρόκινα ῥόμβοις ὑφαντά, wo Schweigh. zu vgl. – Daher d) ein Fischgeschlecht, die Rochen, Butten, Schollen, wegen ihrer | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0848.png Seite 848]] ὁ, att. [[ῥύμβος]], 1) jeder kreisförmige Körper; dah. – a) der Kreisel, ein Spielzeug der Knaben, [[τροχίσκος]], ὃν στρέφουσιν ἱμᾶσι τύπτοντες, καὶ οὕτω κτύπον ἀποτελοῦσιν, Schol. Ap. Rh. 1, 1139. – b) der Zauberkreisel, das Rad, das Zauberer u. Zaubrerinnen bei magischen Gebräuchen, Weihungen, Beschwörungen umzudrehen pflegten; Theocr. 2, 30; Luc. D. Mer. 4, 5. – Aber ῥόμβῳ καὶ τυπάνῳ Ῥείην Φρύγες ἱλάσκονται Ap. Rh. 1, 1139, E. M., ist = [[ῥόπτρον]], Pauke. – c) eine mathematische Figur, die zwei mit der Grundfläche aufeinandergesetzte Kegel bildet, ein Rhombus, M, them.; vgl. Schol. Theocr. 2, 18; u. so auch Ath. XII, 525 zu nehmen: κρόκινα ῥόμβοις ὑφαντά, wo Schweigh. zu vgl. – Daher d) ein Fischgeschlecht, die Rochen, Butten, Schollen, wegen ihrer Ähnlichkeit mit der Gestalt eines Rhombus, Ath. VII, 330. – 2) schnelle, kreisförmige Bewegung, Umschwung; αἰετοῦ ῥόμβον ἴσχει Pind. I. 3, 65; das Herumbewegen im Kreise, das Schleudern, ἀκόντων Ol. 13, 94; ῥόμβῳ ἑλισσομένα [[κύκλιος]] [[ἔνοσις]] Eur. Hel. 1378; sp. D. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br />tout objet de forme circulaire <i>ou</i> tournant :<br /><b>1</b> [[rouet de magicien]];<br /><b>2</b> turbot, <i>poisson</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ῥέμβω]].<br /><i><b>Par.</b></i> [[ἴυγξ]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ῥόμβος:''' атт. [[ῥύμβος]] ὁ<br /><b class="num">1</b> [[кубарь]] Eur., Anth.;<br /><b class="num">2</b> [[магический круг]] Theocr., Luc.;<br /><b class="num">3</b> [[бубен]], [[тамбурин]] Arph.;<br /><b class="num">4</b> [[вращательное движение]], [[кружение]] (ἀκόντων Pind.);<br /><b class="num">5</b> мат. [[ромб]] Arst. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ῥόμβος''': ἢ [[ῥύμβος]], ὁ· ([[ῥέμβω]]) - Λατ. rhombus turbo, «[[ῥόμβος]]· [[τροχίσκος]], ὃν στρέφουσι ἱμᾶσι τύπτοντες καὶ [[οὕτως]] κτύπον ἀποτελοῦσι» (Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1139)· ῥόμβων θ’ εἰλισσόμενα [[κύκλιος]] ἔνοσις αἰθερία Εὐρ. Ἑλ. 1362 ([[ἔνθα]] ἴδε Musgi· παρὰ τῷ Δινδ.) Ἀνθ. Π. 6. 309. 2) μαγικὸς [[τροχός]], ἐν χρήσει παρὰ τοῖς μάγοις καὶ ταῖς φαρμακευτρίαις, [[ὅπως]] βοηθῇ ταῖς μαγείαις αὐτῶν, παρὰ Προσπερτ. rhombi, rota, χὼς δινεῖθ’ ὅδε [[ῥόμβος]] ὁ [[χάλκεος]] ἐξ Ἀφροδίτας, ὣς [[τῆνος]] δινοῖτο ποθ’ ἁμετέρῃσι θύρῃσιν, «καθὰ στρέφεται [[οὗτος]] ὁ [[χάλκεος]] [[τροχός]], [[οὕτως]] [[ἐκεῖνος]] στρέφοιτο παρὰ ταῖς ἐμαῖς θύραις» (Σχόλ.) Θεόκρ. 2. 30, Λουκ. Ἑταιρ. Διάλ. 4. 5· πρβλ. Ὁρατ. Ἐπῳδ. 17. 7, καὶ ἴδε ἐν λέξ. [[ἶυγξ]]. 3) [[εἶδος]] τυμπάνου μικροῦ οὗ ἐγίνετο [[χρῆσις]] ὁμοία τῇ τοῦ ῥόπτρου II, κατὰ τὴν λατρείαν τῆς Ρέας, Εὔπολις ἐν «Βάπταις» 15, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 288, Διογένης ὁ Τραγικὸς παρ’ Ἀθην. 636Α, Ἀπολλ. Ρόδ. ἐνθ’ ἀνωτ. II. [[κίνησις]] περιστροφικὴ οἵα ἡ τοῦ ῥόμβου («σβούρας») ἢ τροχοῦ, ἱέντα ῥόμβον ἀκόντων, ἐκπέμποντα περιστρεφόμενα βέλη, Πινδ. Ν. 13. 134· ῥ. αἰετοῦ, ἡ κυκλοτερὴς [[κίνησις]] [[αὐτοῦ]] καὶ [[ὁρμή]], ὁ αὐτ. ἐν I. 4. 81 (3. 65)· ῥ. κυμβάλων ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 48· ἐν αἰθερίῳ ῥύμβῳ Εὐρ. Ἀποσπ. 596· - μεταφορ., Νέμεσις καὶ ῥ. [[ἀλάστωρ]] Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 1046. 93. - [[Κατὰ]] τοὺς γραμμ. τὸ μὲν [[ῥύμβος]] [[εἶναι]] Ἀττικ., τὸ δὲ [[ῥόμβος]] Ἑλληνικ., «τὸν δὲ ῥόμβον οἱ Ἀττικοὶ ῥύμβον καλοῦσι» Σχόλ. εἰς Θεόκρ. 2. 30. Β. παρὰ τοῖς μαθηματικοῖς [[ῥόμβος]] [[εἶναι]] [[σχῆμα]] εὐθύγραμμον ἔχον δύο ὀξείας γωνίας καὶ δύο ἀμβλείας καὶ οὗ αἱ πλευραί εἰσι παράλληλοι καὶ τὸ ὅλον τετράγωνον, κοινῶς «μπακλαβωτὸν» οὕτω: ◊ Ἀριστ. Μηχαν. 23, 1, Εὐκλείδ. 1, Ὅροι 32.· ῥ. Στερεός, [[σχῆμα]] συνιστάμενον ἐκ δύο κώνων συνημμένας ἐν τῷ αὐτῷ τὰς βάσεις ἐχόντων, Ἀρχιμήδ. 2) [[εἶδος]] ἰχθύος, ὁ κατὰ τοὺς Βυζαντίνους σύαξ, κοινῶς «συάκι». - [[Κατὰ]] τὸν Ἀθήν. 330Β: «Ρωμαῖοι δὲ καλοῦσι τὴν ψῆτταν ῥόμβον, καὶ ἔστι τὸ [[ὄνομα]] Ἑλληνικόν. Ναυσικράτης ἐν Ναυκλήροις κτλ.»· καὶ τὴν παρ’ Ἀριστοτέλει ψῆτταν ὁ Πλίνιος μεθερμήνευσε rhombum, «παραπλήσια γὰρ τὰ ζῷα καὶ δυσδιάκριτα, ῥομβοειδῆ ἀμφότερα [[ὄντα]]· ἀλλ’ ἔστιν ἡ μὲν [[ψῆττα]] ἢ ψῆσσα τὸ παρ’ ἡμῖν ψησσίον, ὁ δὲ [[ῥόμβος]] (Γαλλ. turbot) τὸ [[συάκιον]], ὃ σύαξ ἀρσενικῶς ἐκαλεῖτο ὑπὸ τῶν Βυζαντινῶν συγγραφέων» κτλ. Σημ. Κοραῆ εἰς Ξενοκρ. σ. 90. 3) [[χειρουργικός]] τις [[ἐπίδεσμος]] κληθεὶς [[οὕτως]] ἐκ τοῦ σχήματος [[αὐτοῦ]], Ἱππ. π. Ἰητρεῖον 742. 4) [[σχῆμα]] ῥόμβου ἐνυφασμένον εἰς ὑφάσματα, ἰοβαφῆ καὶ πορφυρᾶ καὶ κρόκινα ῥόμβοις ὑφαντὰ (δηλ. ἱμάτια) Δημόκρ. παρ’ Ἀθην. 525C. | |lstext='''ῥόμβος''': ἢ [[ῥύμβος]], ὁ· ([[ῥέμβω]]) - Λατ. rhombus turbo, «[[ῥόμβος]]· [[τροχίσκος]], ὃν στρέφουσι ἱμᾶσι τύπτοντες καὶ [[οὕτως]] κτύπον ἀποτελοῦσι» (Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1139)· ῥόμβων θ’ εἰλισσόμενα [[κύκλιος]] ἔνοσις αἰθερία Εὐρ. Ἑλ. 1362 ([[ἔνθα]] ἴδε Musgi· παρὰ τῷ Δινδ.) Ἀνθ. Π. 6. 309. 2) μαγικὸς [[τροχός]], ἐν χρήσει παρὰ τοῖς μάγοις καὶ ταῖς φαρμακευτρίαις, [[ὅπως]] βοηθῇ ταῖς μαγείαις αὐτῶν, παρὰ Προσπερτ. rhombi, rota, χὼς δινεῖθ’ ὅδε [[ῥόμβος]] ὁ [[χάλκεος]] ἐξ Ἀφροδίτας, ὣς [[τῆνος]] δινοῖτο ποθ’ ἁμετέρῃσι θύρῃσιν, «καθὰ στρέφεται [[οὗτος]] ὁ [[χάλκεος]] [[τροχός]], [[οὕτως]] [[ἐκεῖνος]] στρέφοιτο παρὰ ταῖς ἐμαῖς θύραις» (Σχόλ.) Θεόκρ. 2. 30, Λουκ. Ἑταιρ. Διάλ. 4. 5· πρβλ. Ὁρατ. Ἐπῳδ. 17. 7, καὶ ἴδε ἐν λέξ. [[ἶυγξ]]. 3) [[εἶδος]] τυμπάνου μικροῦ οὗ ἐγίνετο [[χρῆσις]] ὁμοία τῇ τοῦ ῥόπτρου II, κατὰ τὴν λατρείαν τῆς Ρέας, Εὔπολις ἐν «Βάπταις» 15, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 288, Διογένης ὁ Τραγικὸς παρ’ Ἀθην. 636Α, Ἀπολλ. Ρόδ. ἐνθ’ ἀνωτ. II. [[κίνησις]] περιστροφικὴ οἵα ἡ τοῦ ῥόμβου («σβούρας») ἢ τροχοῦ, ἱέντα ῥόμβον ἀκόντων, ἐκπέμποντα περιστρεφόμενα βέλη, Πινδ. Ν. 13. 134· ῥ. αἰετοῦ, ἡ κυκλοτερὴς [[κίνησις]] [[αὐτοῦ]] καὶ [[ὁρμή]], ὁ αὐτ. ἐν I. 4. 81 (3. 65)· ῥ. κυμβάλων ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 48· ἐν αἰθερίῳ ῥύμβῳ Εὐρ. Ἀποσπ. 596· - μεταφορ., Νέμεσις καὶ ῥ. [[ἀλάστωρ]] Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 1046. 93. - [[Κατὰ]] τοὺς γραμμ. τὸ μὲν [[ῥύμβος]] [[εἶναι]] Ἀττικ., τὸ δὲ [[ῥόμβος]] Ἑλληνικ., «τὸν δὲ ῥόμβον οἱ Ἀττικοὶ ῥύμβον καλοῦσι» Σχόλ. εἰς Θεόκρ. 2. 30. Β. παρὰ τοῖς μαθηματικοῖς [[ῥόμβος]] [[εἶναι]] [[σχῆμα]] εὐθύγραμμον ἔχον δύο ὀξείας γωνίας καὶ δύο ἀμβλείας καὶ οὗ αἱ πλευραί εἰσι παράλληλοι καὶ τὸ ὅλον τετράγωνον, κοινῶς «μπακλαβωτὸν» οὕτω: ◊ Ἀριστ. Μηχαν. 23, 1, Εὐκλείδ. 1, Ὅροι 32.· ῥ. Στερεός, [[σχῆμα]] συνιστάμενον ἐκ δύο κώνων συνημμένας ἐν τῷ αὐτῷ τὰς βάσεις ἐχόντων, Ἀρχιμήδ. 2) [[εἶδος]] ἰχθύος, ὁ κατὰ τοὺς Βυζαντίνους σύαξ, κοινῶς «συάκι». - [[Κατὰ]] τὸν Ἀθήν. 330Β: «Ρωμαῖοι δὲ καλοῦσι τὴν ψῆτταν ῥόμβον, καὶ ἔστι τὸ [[ὄνομα]] Ἑλληνικόν. Ναυσικράτης ἐν Ναυκλήροις κτλ.»· καὶ τὴν παρ’ Ἀριστοτέλει ψῆτταν ὁ Πλίνιος μεθερμήνευσε rhombum, «παραπλήσια γὰρ τὰ ζῷα καὶ δυσδιάκριτα, ῥομβοειδῆ ἀμφότερα [[ὄντα]]· ἀλλ’ ἔστιν ἡ μὲν [[ψῆττα]] ἢ ψῆσσα τὸ παρ’ ἡμῖν ψησσίον, ὁ δὲ [[ῥόμβος]] (Γαλλ. turbot) τὸ [[συάκιον]], ὃ σύαξ ἀρσενικῶς ἐκαλεῖτο ὑπὸ τῶν Βυζαντινῶν συγγραφέων» κτλ. Σημ. Κοραῆ εἰς Ξενοκρ. σ. 90. 3) [[χειρουργικός]] τις [[ἐπίδεσμος]] κληθεὶς [[οὕτως]] ἐκ τοῦ σχήματος [[αὐτοῦ]], Ἱππ. π. Ἰητρεῖον 742. 4) [[σχῆμα]] ῥόμβου ἐνυφασμένον εἰς ὑφάσματα, ἰοβαφῆ καὶ πορφυρᾶ καὶ κρόκινα ῥόμβοις ὑφαντὰ (δηλ. ἱμάτια) Δημόκρ. παρ’ Ἀθην. 525C. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{Slater | ||
| | |sltr=[[ῥόμβος]] [[any]] circling [[movement]] ἐμὲ δ' εὐθὺν ἀκόντων ἱέντα ῥόμβον (τὴν δίνησιν καὶ τὴν βολὴν τῶν ἀκόντων Σ.) (O. 13.93) [[ἀλώπηξ]], αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει (τὴν τοῦ αἰετοῦ ὁρμήν Σ. [[swoop]] ) (I. 4.47) σεμνᾷ μὲν κατάρχει Ματέρι πὰρ μεγάλᾳ ῥόμβοι τυπάνων [[waving]] Δ. 2. 9. | ||
}} | |||
{{eles | |||
|esgtx=[[rueda mágica]] | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ῥόμβος]], ΝΜΑ, και [[ῥύμβος]] Α<br /><b>1.</b> παραλληλόγραμμο μη ορθογώνιο που έχει τις [[τέσσερεις]] πλευρές του ίσες<br /><b>2.</b> <b>ζωολ.</b> [[ονομασία]] διαφόρων ψαριών<br /><b>3.</b> [[λόγια]] [[ονομασία]] της σβούρας<br /><b>4.</b> ρομβοειδές [[τμήμα]] ξύλου το οποίο προσαρμόζεται σε [[χειρολαβή]] από τη μία επιμήκη [[γωνία]] του ώστε, όταν περιστρέφεται με [[ταχύτητα]], να αναδίδει ήχο που μοιάζει με μυκηθμό και το οποίο χρησιμοποιήθηκε από την [[αρχαιότητα]] ώς [[σήμερα]] σε διάφορες λατρευτικές τελετές<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> καθεμιά από τις τριανταδύο διαιρέσεις του ανεμολογίου της πυξίδας<br /><b>2.</b> μικρό στρογγυλό [[τμήμα]] μηχανής ή εργαλείου<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[ρόμβος]] [[ιερός]]» και «[[ρόμβος]] [[οσφυϊκός]]» — δύο αβαθή ρομβοειδή εντυπώματα στο [[δέρμα]] της οσφυϊκής χώρας της Ράχης<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κάθε]] κυκλοτερές περιστρεφόμενο [[σώμα]]<br /><b>2.</b> [[τροχίσκος]] από [[ξύλο]], πολύτιμο [[μέταλλο]] ή [[άλλο]] υλικό, κρεμασμένος από [[κλωστή]], που με την [[περιστροφή]] του έκανε [[βόμβο]] και αποτελούσε [[τελετουργικό]] όργανο σε μυστήρια («ῥόμβων θ' εἱλισσομένα [[κύκλιος]] [[ἔνοσις]] αἰθερία», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> [[μικρός]] [[τροχός]], περιστρεφόμενος με τη [[βοήθεια]] λεπτού σχοινιού, τον οποίο χρησιμοποιούσαν οι μάγοι σε μαγικές τελετές («χὡς δινεῖθ<br />ὅδε [[ῥόμβος]] ὁ [[χάλκεος]] ἐξ Ἀφροδίτας, ὥς [[τῆνος]] δινοῖτο ποθ' ἀμφοτέραισι θύραισιν», <b>Θεόκρ.</b>)<br /><b>4.</b> μικρό [[τύμπανο]] στη [[λατρεία]] της Ρέας και του Διονύσου («στρεπτὸν Βασσαρικοῦ ῥόμβον θιάσοιο», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /><b>5.</b> το ανδρικό [[μόριο]], το [[πέος]]<br /><b>6.</b> σφοδρή περιστροφική [[κίνηση]], [[περιδίνηση]] («αἰετοῦ ῥόμβον», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>7.</b> η [[κίνηση]] τών πλανητών και του Ηλίου («ῥόμβον ἀπειρεσίου δινεύμασιν οἶμον ἐλαύνων», <b>Ορφ.</b> Ύμν.)<br /><b>8.</b> η [[φορά]], η [[εξέλιξη]] τών πραγμάτων<br /><b>9.</b> [[είδος]] χειρουργικού επιδέσμου<br /><b>10.</b> [[διακόσμηση]] ενυφασμένη σε [[σχήμα]] ρόμβου<br /><b>11.</b> <b>φρ.</b> «[[ῥόμβος]] [[στερεός]]» — το ρομβοειδές στερεό<br /><b>12.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>Ῥόμβος</i><br />ο [[ποταμός]] Έβρος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[ῥόμβος]] ανάγεται στην ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>ῥομβ</i>- του <i>ῥέμβομαι</i> «περιφέρομαι» με σημ. «κυκλοτερές [[σώμα]] κρεμασμένο από [[κλωστή]] το οποίο περιστρεφόταν», απ' όπου η σημ. «σφοδρή, περιστροφική [[κίνηση]], [[περιφορά]], [[περιδίνηση]]». Η λ. [[ρόμβος]] χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει το [[είδος]] γεωμετρικού σχήματος με [[τέσσερεις]] παράλληλες γραμμές ίσες λόγω της ομοιότητας του σχήματος [[αυτού]] με το κυκλοτερές [[σώμα]] που περιστρεφόταν. Ο [[παράλληλος]] τ. του [[ῥόμβος]], [[ῥύμβος]], πιθ. [[αττικός]], εμφανίζει φωνηεντισμό -<i>υ</i>- που οφείλεται πιθ. σε ιδιαίτερη φωνητική [[αντιπροσώπευση]] συνεσταλμένης βαθμίδας (<b>πρβλ.</b> <i>ῥοφῶ</i>: <i>ῥυφῶ</i>) και όχι στη [[σύνδεση]] του τ. με τη λ. [[ῥυβός]] «[[κυρτός]], [[στρεβλός]]» (<b>βλ. λ.</b> <i>ῥυβόν</i>)]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ῥόμβος:''' ή [[ῥύμβος]], ὁ ([[ῥέμβω]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[σβούρα]] ή [[τροχός]], Λατ. [[rhombus]], [[turbo]], σε Ευρ., Ανθ.<br /><b class="num">2.</b> [[μαγικός]] [[τροχός]], χρησιμοποιείται από μάγους για να ενισχύσουν τα ξόρκια τους, σε Θεόκρ.<br /><b class="num">II.</b> περιστροφική [[κίνηση]], λέγεται για [[σβούρα]] ή τροχό, <i>ἱέντα ῥόμβον ἀκόντων</i>, εξαπολύοντας περιστρεφόμενα βέλη, σε Πίνδ.· [[ῥόμβος]] αἰετοῦ, αιφνιδιαστική [[επίθεση]] και [[βουτιά]] ή [[κυκλοτερής]] [[κίνηση]] και ορμητική [[εφόρμηση]] αετού, στον ίδ.<br /><b class="num">III. 1.</b> [[ρόμβος]], δηλ. [[τετράπλευρο]] [[σχήμα]] με τις [[απέναντι]] μόνο γωνίες ίσες, σε Ευκλ.<br /><b class="num">2.</b> είδος ψαριού, το «[[συάκι]]», το [[καλκάνι]]. | |||
}} | |||
{{etym | |||
|etymtx=See also: s. [[ῥέμβομαι]]. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[ῥόμβος]], ορ [[ῥύμβος]], ὁ, [[ῥέμβω]]<br /><b class="num">I.</b> a [[spinning]]-top or [[wheel]], Lat. [[turbo]], Eur., Anth.<br /><b class="num">2.</b> a [[magic]] [[wheel]], used by sorcerers to aid [[their]] spells, Theocr., Hor.<br /><b class="num">II.</b> a [[spinning]], whirling [[motion]], of a top or [[wheel]], ἱέντα ῥόμβον ἀκόντων [[shooting]] [[forth]] whirling darts, Pind.; ῥ. αἰετοῦ the [[eagle]]'s [[swoop]], Pind.<br /><b class="num">III.</b> a rhomb, lozenge, i. e. a [[four]]-[[sided]] [[figure]] with all the sides, but only the [[opposite]] angles, [[equal]], Euclid.<br /><b class="num">2.</b> a [[fish]], the [[turbot]], brill. | |||
}} | |||
{{FriskDe | |||
|ftr='''ῥόμβος''': {rhómbos}<br />'''See also''': s. [[ῥέμβομαι]].<br />'''Page''' 2,662 | |||
}} | |||
{{elmes | |||
|esmgtx=ὁ [[rueda mágica]] usada en una invocación a Selene ῥόμβον στρέφω σοι, κυμβάλων οὐχ ἅπτομαι <b class="b3">hago girar la rueda para ti, no toco címbalos</b> P IV 2296 símbolo de Selene P IV 2336 | |||
}} | }} |