3,277,719
edits
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)cf\. ([\p{Greek}\s]+) " to "cf. $1 ") |
m (Text replacement - "Aehnli" to "Ähnli") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=omoiotikos | |Transliteration C=omoiotikos | ||
|Beta Code=o(moiwtiko/s | |Beta Code=o(moiwtiko/s | ||
|Definition= | |Definition=ὁμοιωτική, ὁμοιωτικόν,<br><span class="bld">A</span> [[assimilative]], Gal.''Nat.Fac.''1.12.<br><span class="bld">2</span> [[by means of resemblance]], [[on the basis of analogy]], μετάβασις S.E.''M.''11.250: Subst., ἡ [[ὁμοιωτική]] (''[[sc.]]'' [[τέχνη]]) the [[art of likening]] or [[copying]], Poll.7.126. Adv. [[ὁμοιωτικῶς]] S.E.''M.''3.40, etc.<br><span class="bld">3</span> Pythag. [[epithet]] of odd numbers and square numbers (cf. [[ὅμοιος]] A. 111.2), ''Theol.Ar.''57. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0337.png Seite 337]] zum | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0337.png Seite 337]] zum Ähnlichmachen, Abbilden gehörig, geschickt, Sp. Bei Poll. 7, 126 [[τέχνη]] ζώων ὁμοιωτική. – Auch adv., Sext. Emp. adv. geom. 40. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὁμοιωτικός:''' [[делающий похожим]], [[уподобляющий]] ([[μετάβασις]] Sext.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 18: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ὁμοιωτικός]], -ή, -όν (Α) [[ομοιώ]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[ομοιότητα]] ή στην [[ομοίωση]]<br /><b>2.</b> αυτός που μπορεί να καταστεί όμοιος<br /><b>3.</b> αυτός που κατασκευάζει [[κάτι]] όμοιο με [[κάτι]] [[άλλο]], [[ζωγράφος]] ή [[αγαλματοποιός]]<br /><b>4.</b> [[αλληγορικός]]<br /><b>5.</b> <b>μαθημ.</b> [[ονομασία]] τών περιττών και τετράγωνων αριθμών, σε [[αντιδιαστολή]] με τους άρτιους, που λέγονται ανόμοιοι<br /><b>6.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ ὁμοιωτική</i><br />(ενν. [[τέχνη]]) η [[τέχνη]] της κατασκευής ομοίων, η [[τέχνη]] της αντιγραφής. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ὁμοιωτικῶς</i> (Α)<br />με ομοιωτικό τρόπο. | |mltxt=[[ὁμοιωτικός]], -ή, -όν (Α) [[ομοιώ]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[ομοιότητα]] ή στην [[ομοίωση]]<br /><b>2.</b> αυτός που μπορεί να καταστεί όμοιος<br /><b>3.</b> αυτός που κατασκευάζει [[κάτι]] όμοιο με [[κάτι]] [[άλλο]], [[ζωγράφος]] ή [[αγαλματοποιός]]<br /><b>4.</b> [[αλληγορικός]]<br /><b>5.</b> <b>μαθημ.</b> [[ονομασία]] τών περιττών και τετράγωνων αριθμών, σε [[αντιδιαστολή]] με τους άρτιους, που λέγονται ανόμοιοι<br /><b>6.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ ὁμοιωτική</i><br />(ενν. [[τέχνη]]) η [[τέχνη]] της κατασκευής ομοίων, η [[τέχνη]] της αντιγραφής. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ὁμοιωτικῶς</i> (Α)<br />με ομοιωτικό τρόπο. | ||
}} | }} |