3,276,932
edits
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
mNo edit summary |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=diadochikos | |Transliteration C=diadochikos | ||
|Beta Code=diadoxiko/s | |Beta Code=diadoxiko/s | ||
|Definition= | |Definition=διαδοχική, διαδοχικόν, [[belonging to a philosophic school]], τὰ διαδοχικά = [[endowment]]s, Olymp.''in Alc.''p.141 C., Suid. [[sub verbo|s.v.]] [[Πλάτων]]. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">1</b> [[patrimonial de una escuela filosófica]] subst. τὰ διαδοχικά [[los bienes de escuela]] σῴζονται τὰ διαδοχικὰ ... πολλῶν δημεύσεων γινομένων Olymp.<i>in Alc</i>.141, cf. Sud.π 1709.<br /><b class="num">2</b> adv. | |dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">1</b> [[patrimonial de una escuela filosófica]] subst. τὰ διαδοχικά [[los bienes de escuela]] σῴζονται τὰ διαδοχικὰ ... πολλῶν δημεύσεων γινομένων Olymp.<i>in Alc</i>.141, cf. Sud.π 1709.<br /><b class="num">2</b> adv. [[διαδοχικῶς]] = [[sucesivamente]], <i>Disp.Phot</i>.M.88.561A. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ή, -ό (Α [[διαδοχικός]], -ή, -όν)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον διάδοχο ή στη [[διαδοχή]]<br /><b>2.</b> (για πρόσωπα, πράγματα ή γεγονότα) [[αλλεπάλληλος]], αυτός που υπάρχει ή γίνεται [[κατά]] [[διαδοχή]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>ως ουσ.</b> αυτός που ανήκει σε κάποια φιλοσοφική [[σχολή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. με τη νεοελλ. σημ. μαρτυρείται από το 1856 στο <i>Ελληνογαλλικό και Γαλλοελληνικό Λεξικό</i> του Σκαρλάτου Βυζάντιου]. | |mltxt=ή, -ό (Α [[διαδοχικός]], -ή, -όν)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον διάδοχο ή στη [[διαδοχή]]<br /><b>2.</b> (για πρόσωπα, πράγματα ή γεγονότα) [[αλλεπάλληλος]], αυτός που υπάρχει ή γίνεται [[κατά]] [[διαδοχή]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>ως ουσ.</b> αυτός που ανήκει σε κάποια φιλοσοφική [[σχολή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. με τη νεοελλ. σημ. μαρτυρείται από το 1856 στο <i>Ελληνογαλλικό και Γαλλοελληνικό Λεξικό</i> του Σκαρλάτου Βυζάντιου]. | ||
}} | }} |