Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μυλακρίς: Difference between revisions

From LSJ

Ἐν γὰρ γυναιξὶ πίστιν οὐκ ἔξεστ' ἰδεῖν → Vix feminarum in genere reperies fidem → Bei Frauen lässt sich Treue nämlich nicht erspäh'n

Menander, Monostichoi, 161
m (LSJ2 replacement)
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μυλακρίς]] και [[μυλαβρίς]], -[[ίδος]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> [[είδος]] σκαθαριού που ζει σε μύλους και κλιβάνους<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[μυλακρὶς]] λᾱας» — [[μυλόπετρα]], [[μυλίτης]] [[λίθος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μύλακρος]] «[[μυλόπετρα]]» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] <i>ίς</i>, -[[ίδος]] (<b>πρβλ.</b> <i>αμπελ</i>-<i>ίς</i>, <i>μηλ</i>-<i>ίς</i>). Η λ. [[επίσης]] έχει συνδεθεί με τη λ. [[ακρίς]] και έχει θεωρηθεί [[είδος]] ακρίδας. Παραδίδεται, [[τέλος]], και ο τ. [[μυλαβρίς]], πιθ. κατ' [[επίδραση]] του επιθ. [[αβρός]]].
|mltxt=[[μυλακρίς]] και [[μυλαβρίς]], -ίδος, ἡ (Α)<br /><b>1.</b> [[είδος]] σκαθαριού που ζει σε μύλους και κλιβάνους<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[μυλακρὶς]] λᾱας» — [[μυλόπετρα]], [[μυλίτης]] [[λίθος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μύλακρος]] «[[μυλόπετρα]]» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] <i>ίς</i>, -ίδος ([[πρβλ]]. [[αμπελίς]], [[μηλίς]]). Η λ. [[επίσης]] έχει συνδεθεί με τη λ. [[ακρίς]] και έχει θεωρηθεί [[είδος]] ακρίδας. Παραδίδεται, [[τέλος]], και ο τ. [[μυλαβρίς]], πιθ. κατ' [[επίδραση]] του επιθ. [[αβρός]]].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''μῠλακρίς:''' ίδος ἡ хлебный жучок Arph.
|elrutext='''μῠλακρίς:''' ίδος ἡ [[хлебный жучок]] Arph.
}}
}}

Latest revision as of 14:10, 1 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μυλακρίς Medium diacritics: μυλακρίς Low diacritics: μυλακρίς Capitals: ΜΥΛΑΚΡΙΣ
Transliteration A: mylakrís Transliteration B: mylakris Transliteration C: mylakris Beta Code: mulakri/s

English (LSJ)

-ίδος, ἡ, cockroach found in mills and bakehouses, Ar. Fr. 583; — written μυλαβρίς in Pl.Com. 73 (ap. Phot.); both forms in Poll. 7.180.

German (Pape)

[Seite 217] ίδος, ἡ, = μυλαβρίς, Hesych.; auch die Müllerinn, Poll. 7, 180; – μυλακρὶς λᾶας, Mühlstein, Alex. Aet. 5, 31.

French (Bailly abrégé)

ίδος
1 adj. f. qui sert à moudre;
2 (ἡ) blatte insecte qui ronge la farine.
Étymologie: μύλη, ἀκρίς.

Greek Monolingual

μυλακρίς και μυλαβρίς, -ίδος, ἡ (Α)
1. είδος σκαθαριού που ζει σε μύλους και κλιβάνους
2. φρ. «μυλακρὶς λᾱας» — μυλόπετρα, μυλίτης λίθος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύλακρος «μυλόπετρα» + επίθημα ίς, -ίδος (πρβλ. αμπελίς, μηλίς). Η λ. επίσης έχει συνδεθεί με τη λ. ακρίς και έχει θεωρηθεί είδος ακρίδας. Παραδίδεται, τέλος, και ο τ. μυλαβρίς, πιθ. κατ' επίδραση του επιθ. αβρός].

Russian (Dvoretsky)

μῠλακρίς: ίδος ἡ хлебный жучок Arph.