λημνιός: Difference between revisions

From LSJ

Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)

Source
mNo edit summary
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λήμνιος]], -α, -ο και [[λημνιός]], -ά, -ό (AM [[λήμνιος]], -ία, -ον, Α θηλ. και [[λημνιάς]], -[[άδος]] και [[λημνίς]], -[[ίδος]]) [[Λήμνος]]<br /><b>1.</b> (το αρσ. και θηλ. ως εθν.) ο [[Λήμνιος]], <i>η Λημνία</i><br />ο [[κάτοικος]] της Λήμνου ή αυτός που κατάγεται από τη Λήμνο<br /><b>2.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Λήμνο ή αυτός που προέρχεται από τη Λήμνο («Λήμνιοι ἄμπελοι», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[λημνιό]]<br /><b>βοτ.</b> [[ποικιλία]] της ευρωπαϊκής αμπέλου που παράγει έγχρωμο καρπό κατάλληλο για [[οινοποίηση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>παροιμ.</b> «ἔργα Λήμνια» — ανόσια έργα.
|mltxt=[[λήμνιος]], -α, -ο και [[λημνιός]], -ά, -ό (AM [[λήμνιος]], -ία, -ον, Α θηλ. και [[λημνιάς]], -[[άδος]] και [[λημνίς]], -ίδος) [[Λήμνος]]<br /><b>1.</b> (το αρσ. και θηλ. ως εθν.) ο [[Λήμνιος]], <i>η Λημνία</i><br />ο [[κάτοικος]] της Λήμνου ή αυτός που κατάγεται από τη Λήμνο<br /><b>2.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Λήμνο ή αυτός που προέρχεται από τη Λήμνο («Λήμνιοι ἄμπελοι», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[λημνιό]]<br /><b>βοτ.</b> [[ποικιλία]] της ευρωπαϊκής αμπέλου που παράγει έγχρωμο καρπό κατάλληλο για [[οινοποίηση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>παροιμ.</b> «ἔργα Λήμνια» — ανόσια έργα.
}}
}}

Latest revision as of 14:15, 1 March 2024

Greek Monolingual

λήμνιος, -α, -ο και λημνιός, -ά, -ό (AM λήμνιος, -ία, -ον, Α θηλ. και λημνιάς, -άδος και λημνίς, -ίδος) Λήμνος
1. (το αρσ. και θηλ. ως εθν.) ο Λήμνιος, η Λημνία
ο κάτοικος της Λήμνου ή αυτός που κατάγεται από τη Λήμνο
2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Λήμνο ή αυτός που προέρχεται από τη Λήμνο («Λήμνιοι ἄμπελοι», Αριστοφ.)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το λημνιό
βοτ. ποικιλία της ευρωπαϊκής αμπέλου που παράγει έγχρωμο καρπό κατάλληλο για οινοποίηση
αρχ.
παροιμ. «ἔργα Λήμνια» — ανόσια έργα.