3,270,824
edits
(36) |
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η / [[ῥυτίς]], - | |mltxt=η / [[ῥυτίς]], -ίδος, ΝΑ, και αιολ. τ. [[βρυτίς]], Α<br />[[πτύχωση]], [[ζαρωματιά]] που σχηματίζεται σε μια [[επιφάνεια]] και, [[ιδίως]], στο [[δέρμα]] ως [[αποτέλεσμα]] της γήρανσης (α. «φάνηκαν οι πρώτες [[ρυτίδες]] στο πρόσωπό της» β. «ἐν τῷ προσώπῳ τῶν ῥυτίδων ὅσας ἔχει», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ιατρ.</b> δερματική [[πτυχή]] του προσώπου, που προέρχεται από γεροντική [[εκφύλιση]] του χορίου του δέρματος με [[αλλοίωση]] του ελαστικού, [[ιδίως]], ιστού και που η εμφάνισή της ευνοείται από την [[έκθεση]] στην [[κακοκαιρία]] και από την κακή [[υγιεινή]] του δέρματος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πτυχή]], [[δίπλωση]] φορέματος<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[στίγμα]], όνειδος, [[κηλίδα]] («ἵνα παραστήσῃ... τὴν ἐκκλησίαν, μὴ ἔχουσαν [[σπίλον]] ἢ ῥυτίδα ἤ τι τῶν τοιούτων», ΚΔ).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρλλ. τ. του [[ῥυσός]] σχηματισμένος πιθ. <span style="color: red;"><</span> επίθ. [[ῥυτός]] «τραβηγμένος» (<b>βλ. λ.</b> [[ρυτός]]) με [[επίθημα]] -<i>ίς</i>, -ίδος ([[πρβλ]]. [[πηκτίς]])]. | ||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[wrinkle]]=== | |||
Afrikaans: plooi, rimpel; Albanian: rrudhë; Arabic: تَجَعُّد, جَعْدَة; Egyptian Arabic: تجاعيد, رينكلز; Armenian: կնճիռ; Azerbaijani: qırış, qırışıq, büküm; Belarusian: маршчына; Bulgarian: бръ́чка; Catalan: arruga; Chamicuro: ishama che'na'ti; Chinese Cantonese: 皺紋, 皱纹; Mandarin: 皺紋, 皱纹; Min Nan: 皺痕, 皱痕; Coptic: ϣⲱⲣϣ, ⲭⲱⲣϣ; Czech: vráska; Danish: rynke; Dutch: [[rimpel]]; Esperanto: falto, haŭtsulketo; Estonian: korts, kortsud; Faroese: rukka; Finnish: ryppy; French: [[ride]]; Galician: engurra, ruga, saragulla, engurrifa; German: [[Falte]], [[Runzel]]; Gothic: 𐌼𐌰𐌹𐌻; Greek: [[ρυτίδα]], [[ζάρα]]; Ancient Greek: [[ῥυτίς]], [[φαρκίς]]; Hungarian: ránc, redő, barázda; Icelandic: hrukka, korpa; Italian: [[ruga]], [[grinza]]; Japanese: 皺; Khmer: ស្នាមជ្រីវជ្រូញ; Kurdish Northern Kurdish: qermîçok; Latin: [[ruga]]; Macedonian: брчка; Maori: rehe, rehenga, ngene, hākorukoru; Norwegian: rynke; Persian: چروک; Polish: zmarszczka; Portuguese: [[ruga]]; Russian: [[морщина]]; Serbo-Croatian Cyrillic: бора; Roman: bóra; Slovak: vráska; Slovene: guba; Southern Altai: чырыш; Spanish: [[arruga]]; Swedish: rynka; Tagalog: kulubot; Thai: ริ้วรอย, รอยย่น; Turkish: buruşukluk, kırışıklık; Ukrainian: зморшка; Zazaki: çermıqyayış; Zhuang: nyaeuq | |||
}} | }} |