φαλίς: Difference between revisions

12 bytes removed ,  1 March 2024
m
Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος"
(2b)
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
Line 6: Line 6:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />-[[ίδος]], ἡ, Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[κάνναβις]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. έχει σχηματιστεί από το επίθ. [[φαλός]] «[[λευκός]]», λόγω του χρώματος της κάνναβης. Για ανάλογες ονομασίες της κάνναβης προερχόμενες από επίθ. με σημ. «[[λευκός]]» <b>πρβλ.</b> σερβ. <i>belojka</i>, σλοβεν. <i>belica</i> (<span style="color: red;"><</span> αρχ. σλαβ. <i>belĩ</i> «[[λευκός]]»), γερμ. <i>Weisshanf</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>weiB</i> «[[λευκός]]»)].<br /><b>(II)</b><br />-[[ίδος]], ἡ, Α<br />[[ιέρεια]] της Ήρας στο 'Αργος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθ. <span style="color: red;"><</span> [[φαλός]] «[[λευκός]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίς</i>, -[[ίδος]], λόγω του λευκού ενδύματος της ιέρειας].
|mltxt=<b>(I)</b><br />-ίδος, ἡ, Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[κάνναβις]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. έχει σχηματιστεί από το επίθ. [[φαλός]] «[[λευκός]]», λόγω του χρώματος της κάνναβης. Για ανάλογες ονομασίες της κάνναβης προερχόμενες από επίθ. με σημ. «[[λευκός]]» <b>πρβλ.</b> σερβ. <i>belojka</i>, σλοβεν. <i>belica</i> (<span style="color: red;"><</span> αρχ. σλαβ. <i>belĩ</i> «[[λευκός]]»), γερμ. <i>Weisshanf</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>weiB</i> «[[λευκός]]»)].<br /><b>(II)</b><br />-ίδος, ἡ, Α<br />[[ιέρεια]] της Ήρας στο 'Αργος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθ. <span style="color: red;"><</span> [[φαλός]] «[[λευκός]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίς</i>, -ίδος, λόγω του λευκού ενδύματος της ιέρειας].
}}
}}
{{FriskDe
{{FriskDe
|ftr='''φαλίς''': {phalís}<br />'''Meaning''': [[κάνναβις]] H.<br />'''Etymology''' : Zu [[φαλός]] = [[λευκός]] (s.d.); vgl. skr. ''bjelojka'', slov. ''belica'' [[weißer Hanf]], dt. ''Wißhampf'' (Crepajac KZ 81, 183 A. 1).<br />'''Page''' 2,986
|ftr='''φαλίς''': {phalís}<br />'''Meaning''': [[κάνναβις]] H.<br />'''Etymology''' : Zu [[φαλός]] = [[λευκός]] (s.d.); vgl. skr. ''bjelojka'', slov. ''belica'' [[weißer Hanf]], dt. ''Wißhampf'' (Crepajac KZ 81, 183 A. 1).<br />'''Page''' 2,986
}}
}}