3,276,932
edits
(18) |
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=") |
||
(20 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ1 | |||
|Full diacritics=κᾰλύπτρα | |||
|Medium diacritics=καλύπτρα | |||
|Low diacritics=καλύπτρα | |||
|Capitals=ΚΑΛΥΠΤΡΑ | |||
|Transliteration A=kalýptra | |||
|Transliteration B=kalyptra | |||
|Transliteration C=kalyptra | |||
|Beta Code=kalu/ptra | |||
|Definition=Ion. [[καλύπτρη]], ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[veil]] or [[headdress]], ἀπὸ δὲ λιπαρὴν ἔρριψε καλύπτρην Il.22.406, cf. Od.5.232, Parm.1.10, [[Aeschylus|A.]]''[[The Persians|Pers.]]''537 (anap.), ''Supp.''122; καλύπτρα πλοκάμων Archil.18; esp. [[bride's veil]], Euph.107.4: metaph., <b class="b3">δνοφερὰ καλύπτρα</b> the [[dark]] [[veil]] of [[night]], A.''Ch.'' 811 (lyr.).<br><span class="bld">2</span> land given to queens as [[veil-money]] (cf. [[ζώνη]] 1.3), Pl.''Alc.''1.123c, Aristid.''Or.''19(41).4.<br><span class="bld">II</span> [[cover]], [[lid]], φαρετρέων [[Herodotus|Hdt.]] 4.64(pl.); θυμιατηρίου ''IG''22.1396.31 (iv B.C.).<br><span class="bld">2</span> [[seed-capsule]], Gp.11.11.2. | |||
}} | |||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1315.png Seite 1315]] ἡ, Hülle, Decke, bes. Kopfbedeckung der Frauen, Schleier; κεφαλῇ δ' ἐπέθηκε καλύπτρην Od. 5, 232. 10, 545; Il. 22, 406; Aesch. Pers. 529; übertr., δνοφεραὶ καλύπτραι, von der Nacht, Ch. 798; Plat. Alc. I, 123 b u. Sp.; καλύπτρας τῶν φαρετρέων ποιεῦνται, Deckel, Her. 4, 64. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1315.png Seite 1315]] ἡ, Hülle, Decke, bes. Kopfbedeckung der Frauen, Schleier; κεφαλῇ δ' ἐπέθηκε καλύπτρην Od. 5, 232. 10, 545; Il. 22, 406; Aesch. Pers. 529; übertr., δνοφεραὶ καλύπτραι, von der Nacht, Ch. 798; Plat. Alc. I, 123 b u. Sp.; καλύπτρας τῶν φαρετρέων ποιεῦνται, Deckel, Her. 4, 64. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{bailly | ||
| | |btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> [[couvercle de carquois]];<br /><b>2</b> [[voile]], [[coiffe de femme]].<br />'''Étymologie:''' [[καλύπτω]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=καλύπτρα -ας, ἡ, Ion. καλύπτρη [καλύπτω] hoofddoek, sluier:; ἀπὸ... λαπαρὴν ἔρριψε καλύπτρην ze wierp de glanzende hoofddoek van zich af Il. 22.406; ὠσάμεναι κράτων ἄπο χερσὶ καλύπτρας die met hun handen de hoofddoeken van hun hoofd gerukt hadden Parm. B 1.10; ook overdr.: δνοφερὰ καλύπτρα sluier van duisternis Aeschl. Ch. 811. hoes:. καλύπτραι τῶν φαρετρέων hoezen van de pijlenkokers Hdt. 4.64.3. | |||
}} | }} | ||
{{ | {{elru | ||
| | |elrutext='''κᾰλύπτρα:''' ἡ<br /><b class="num">1</b> [[покрывало]], [[покров]] (κεφαλῇ ἐπιθεῖναι καλύπτρην Hom.): δνοφεραὶ καλύπτραι Aesch. темные покровы (ночи);<br /><b class="num">2</b> [[крышка]] (τῶν φαρετρέων Her.);<br /><b class="num">3</b> «[[покрывало]]» (земельный надел персидских цариц, доходы с которого формально предназначалась на покупку нарядов) Plat. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (AM [[καλύπτρα]], Α ιων. τ. καλύπτρη) [[καλύπτω]]<br /><b>1.</b> αυτός που καλύπτει, που σκεπάζει [[κάτι]], το [[κάλυμμα]]<br /><b>2.</b> [[τεμάχιο]] λεπτού υφάσματος με το οποίο καλύπτουν οι γυναίκες το [[κεφάλι]] ή το [[πρόσωπο]], [[κεφαλοπάνι]], [[βέλο]]<br />(«ἀπὸ δὲ λιπαρὴν ἔρριψε καλύπτρην», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>βοτ.</b> [[στρώμα]] από παρεγχυματικά κύτταρα που σχηματίζει [[κάλυμμα]] σε [[σχήμα]] κουκούλας στην [[κορυφή]] της ρίζας<br /><b>2.</b> <b>ανατ.</b> το [[τμήμα]] του εγκεφαλικού στελέχους [[προς]] τη [[ράχη]] τών εγκεφαλικών σκελών και της γέφυρας διά μέσου του οποίου ανέρχονται αισθητικές ίνες [[προς]] τα εγκεφαλικά ημισφαίρια<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> (στο Βυζάντιο) [[πηλήκιο]], [[κάλυμμα]] της κεφαλής τών στρατιωτών από ελαφρό ύφασμα, που κατέληγε σε [[οξεία]] [[γωνία]] στο [[πάνω]] [[μέρος]]<br /><b>2.</b> το [[περίβλημα]] του καρπού τών [[φυτών]], λέπυρο, [[περικάρπιο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> νυφικό πέπλο<br /><b>2.</b> ως [[παρωνυμία]] μιας περιοχής στην Περσία, που δόθηκε από τον μεγάλο βασιλιά στη σύζυγό του, από τα εισοδήματα της οποίας δαπανούσε για τα καλύμματα του κεφαλιού ή του προσώπου της<br /><b>3.</b> [[επίθεμα]], [[πώμα]]<br /><b>4.</b> [[θόλος]], [[τρούλλος]]<br /><b>5.</b> [[βλέφαρο]]<br /><b>6.</b> [[σάβανο]]<br /><b>7.</b> <b>μτφ.</b> <b>φρ.</b> «δνοφερά [[καλύπτρα]]» — το σκοτεινό [[κάλυμμα]] της νύχτας (<b>Αισχύλ.</b>). | |mltxt=η (AM [[καλύπτρα]], Α ιων. τ. καλύπτρη) [[καλύπτω]]<br /><b>1.</b> αυτός που καλύπτει, που σκεπάζει [[κάτι]], το [[κάλυμμα]]<br /><b>2.</b> [[τεμάχιο]] λεπτού υφάσματος με το οποίο καλύπτουν οι γυναίκες το [[κεφάλι]] ή το [[πρόσωπο]], [[κεφαλοπάνι]], [[βέλο]]<br />(«ἀπὸ δὲ λιπαρὴν ἔρριψε καλύπτρην», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>βοτ.</b> [[στρώμα]] από παρεγχυματικά κύτταρα που σχηματίζει [[κάλυμμα]] σε [[σχήμα]] κουκούλας στην [[κορυφή]] της ρίζας<br /><b>2.</b> <b>ανατ.</b> το [[τμήμα]] του εγκεφαλικού στελέχους [[προς]] τη [[ράχη]] τών εγκεφαλικών σκελών και της γέφυρας διά μέσου του οποίου ανέρχονται αισθητικές ίνες [[προς]] τα εγκεφαλικά ημισφαίρια<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> (στο Βυζάντιο) [[πηλήκιο]], [[κάλυμμα]] της κεφαλής τών στρατιωτών από ελαφρό ύφασμα, που κατέληγε σε [[οξεία]] [[γωνία]] στο [[πάνω]] [[μέρος]]<br /><b>2.</b> το [[περίβλημα]] του καρπού τών [[φυτών]], λέπυρο, [[περικάρπιο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> νυφικό πέπλο<br /><b>2.</b> ως [[παρωνυμία]] μιας περιοχής στην Περσία, που δόθηκε από τον μεγάλο βασιλιά στη σύζυγό του, από τα εισοδήματα της οποίας δαπανούσε για τα καλύμματα του κεφαλιού ή του προσώπου της<br /><b>3.</b> [[επίθεμα]], [[πώμα]]<br /><b>4.</b> [[θόλος]], [[τρούλλος]]<br /><b>5.</b> [[βλέφαρο]]<br /><b>6.</b> [[σάβανο]]<br /><b>7.</b> <b>μτφ.</b> <b>φρ.</b> «δνοφερά [[καλύπτρα]]» — το σκοτεινό [[κάλυμμα]] της νύχτας (<b>Αισχύλ.</b>). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κᾰλύπτρα:''' Ιων. -πτρη, ἡ,<br /><b class="num">I. 1.</b> πέπλο, [[βέλο]] γυναίκας, σε Όμηρ., Αισχύλ.· μεταφ., <i>δνοφερὰ κ</i>., το μαύρο πέπλο της νύχτας, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για γη που παραχωρείται σε βασίλισσες ως χρήματα για το [[βέλος]] τους (πρβλ. [[ζώνη]] I. 2), σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> [[σκέπασμα]] ή [[καπάκι]] φαρέτρας, σε Ηρόδ. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''κᾰλύπτρα''': Ἰων. -πτρη, ἡ, ὡς τὸ [[κάλυμμα]], [[κάλυμμα]] γυναικός, ἀπὸ δὲ λιπαρὴν ἔρριψε καλύπτρην Ἰλ. Χ. 406, πρβλ. Ὀδ. Ε. 232, Παρμεν. παρὰ Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 111, Αἰσχύλ. Πέρσ. 537, Ἱκέτ. 121· καλ. πλοκάμων Ἀρχίλ. 16· [[καλύπτρα]] νύμφης (πρβλ. [[ἀνακαλυπτήρια]]) Εὐφορίων παρὰ τῷ Σχολ. Εὐρ. εἰς Φοιν. 688· ― μεταφ., δνοφερὰ καλ., τὸ σκοτεινὸν [[κάλυμμα]] τῆς νυκτός, Αἰσχύλ. Χο. 811. 2) ἐπὶ χώρας ἐν Περσίᾳ δεδομένης ὑπὸ τοῦ μεγάλου βασιλέως εἰς τὴν [[ἑαυτοῦ]] γυναῖκα, ἐκ τῶν εἰσοδημάτων τῆς ὁποίας νὰ δαπανᾷ διὰ τὰς καλύπτρας αὑτῆς (πρβλ. [[ζώνη]] Ι. 3), Πλάτ. Ἀλκ. 1. 123Β, πρβλ. Ἀριστείδ. 1. 513. ΙΙ. τὸ [[σκέπασμα]] φαρέτρας, Ἡρόδ. 4. 64. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=<b class="num">I.</b> a [[woman]]'s [[veil]], Hom., Aesch.:—metaph., δνοφερὰ κ. the [[dark]] [[veil]] of [[night]], Aesch.<br /><b class="num">2.</b> of [[land]] given to [[queens]] as [[veil]]-[[money]] (cf. [[ζώνη]] I. 2), Plat.<br /><b class="num">II.</b> the [[cover]] or lid of a [[quiver]], Hdt. | |||
}} | }} |