καταχαίρω: Difference between revisions

m
Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt="
(Bailly1_3)
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=")
 
(22 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=katachairo
|Transliteration C=katachairo
|Beta Code=kataxai/rw
|Beta Code=kataxai/rw
|Definition=fut. -<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> χᾰροῦμαι <span class="bibl">LXX <span class="title">Pr.</span>1.26</span>:—<b class="b2">exult over</b>, ἐόντι αἰχμαλώτῳ . . κ. <span class="bibl">Hdt.1.129</span>; <b class="b3">εἴτε εὐνοίῃ... εἴτε καὶ καταχαίρων</b> <b class="b2">with malicious joy</b>, <span class="bibl">Id.7.239</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">rejoice much</b>, <span class="bibl">Alciphr.2.4</span>, <span class="title">IG</span>14.2410.11, <span class="title">Supp.Epigr.</span>2.844 (Syria).</span>
|Definition=<span class="bld">A</span> fut. -χᾰροῦμαι [[LXX]] ''Pr.''1.26:—[[exult over]], ἐόντι αἰχμαλώτῳ… κ. [[Herodotus|Hdt.]]1.129; <b class="b3">εἴτε εὐνοίῃ... εἴτε καὶ καταχαίρων</b> [[with malicious joy]], Id.7.239.<br><span class="bld">II</span> [[rejoice much]], Alciphr.2.4, ''IG''14.2410.11, ''Supp.Epigr.''2.844 (Syria).
}}
{{bailly
|btext=[[se réjouir aux dépens de]], τινι.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[χαίρω]].
}}
{{elnl
|elnltext=κατα-χαίρω leedvermaak hebben.
}}
{{pape
|ptext=([[χαίρω]]), <i>sich gegen Einen, d.h. über sein [[Unglück]] freuen, [[Schadenfreude]] [[empfinden]]</i>; καὶ [[κατακερτομέω]] Her. 1.129; ἐπί τινι 7.239; Sp., wie Alciphr. 2.4.
}}
{{elru
|elrutext='''καταχαίρω:''' [[злорадно насмехаться]], [[злорадствовать]] (ἐπί τινι, κ. καὶ κατακερτομεῖν Her.).
}}
{{grml
|mltxt=(AM [[καταχαίρω]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />(η μτχ. παθ. ενεστ. ως επίθ.) [[καταχαρούμενος]], -<i>η</i>, -<i>ο</i><br />α) αυτός που διακατέχεται από [[μεγάλη]] [[χαρά]], ο [[περιχαρής]]<br />β) (για τόπους, οικοδομές <b>κ.λπ.</b>) αυτός που προκαλεί [[ευχαρίστηση]], [[χαρά]], που έχει χαρούμενη όψη<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>μέσ.</b> [[καταχαίρομαι]]<br />α) [[είμαι]] [[γεμάτος]] [[χαρά]], [[χαίρω]] [[πάρα]] πολύ<br />β) [[απολαμβάνω]] με [[ευχαρίστηση]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>μέσ.</b> [[χαίρομαι]], [[καμαρώνω]] κάποιον<br /><b>αρχ.</b><br />[[χαίρομαι]] για το [[κακό]] ή τη [[δυστυχία]] άλλου, [[επιχαίρω]], [[χαιρεκακώ]], [[είμαι]] [[χαιρέκακος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''καταχαίρω:''' [[περιφρονώ]], [[υποτιμώ]], [[περιγελώ]], [[καταχαίρομαι]] περιφρονητικά προς άλλον, με δοτ., σε Ηρόδ.· απόλ., <i>καταχαίρων</i>, με χαιρέκακη [[διάθεση]], στον ίδ.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''καταχαίρω''': [[μετὰ]] μέσου μέλλ. -χᾰροῦμαι Κλήμ. Ρώμ.·- (= [[ἐπιχαίρω]]), [[χαίρω]] διὰ τὸ κακὸν ἢ τὴν δυστυχίαν τοῦ ἄλλου, ἐόντι αἰχμαλώτῳ… κ. καὶ κατεκερτόμεε Ἡρόδ. 1. 129˙ [[εἴτε]] εὐνοίῃ ἐποίησε [[ταῦτα]] [[εἴτε]] καὶ καταχαίρων, χαίρων [[μετὰ]] κακίας, χαιρεκάκως, ὁ αὐτ. 7. 239. ΙΙ. [[λίαν]], [[σφόδρα]] [[χαίρω]], κατέχαιρον ἐκπαθὴς ὑπὸ ἡδονῆς γενομένη Ἀλκίφρων 2. 4.
|lstext='''καταχαίρω''': μετὰ μέσου μέλλ. -χᾰροῦμαι Κλήμ. Ρώμ.·- (= [[ἐπιχαίρω]]), [[χαίρω]] διὰ τὸ κακὸν ἢ τὴν δυστυχίαν τοῦ ἄλλου, ἐόντι αἰχμαλώτῳ… κ. καὶ κατεκερτόμεε Ἡρόδ. 1. 129· [[εἴτε]] εὐνοίῃ ἐποίησε [[ταῦτα]] [[εἴτε]] καὶ καταχαίρων, χαίρων μετὰ κακίας, χαιρεκάκως, ὁ αὐτ. 7. 239. ΙΙ. [[λίαν]], [[σφόδρα]] [[χαίρω]], κατέχαιρον ἐκπαθὴς ὑπὸ ἡδονῆς γενομένη Ἀλκίφρων 2. 4.
}}
}}
{{bailly
{{mdlsj
|btext=se réjouir aux dépens de, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[χαίρω]].
|mdlsjtxt=to [[exult]] [[over]], c. dat., Hdt.; absol., καταχαίρων with [[malignant]] joy, Hdt.
}}
}}