νήφω: Difference between revisions

m
Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt="
mNo edit summary
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=")
 
(58 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=nifo
|Transliteration C=nifo
|Beta Code=nh/fw
|Beta Code=nh/fw
|Definition=Dor. νάφω (v. infr. II), used by early writers only in pres., mostly in part.: later impf. <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> ἔνηφον Chor. in <span class="title">Rev.Phil.</span>1877.67: aor. <b class="b3">ἔνηψα</b> I<span class="title">Ep.Pet.</span>4.7, Orac. ap. <span class="bibl">Ael.<span class="title">Fr.</span>103</span>, <span class="bibl">J.<span class="title">AJ</span>11.3.3</span>, <span class="bibl">Procl. <span class="title">in Prm.</span> p.741</span> S., (ἐξ-) <span class="bibl">Aret.<span class="title">SD</span>1.5</span>, (ἀν-) <span class="bibl">Nic.Dam.4</span> J.:—<b class="b2">to be sober, drink no wine</b>, οὔτε τι γὰρ ν. οὔτε λίην μεθύω <span class="bibl">Thgn.478</span>; νήφειν <span class="bibl">Archil.4</span>, <span class="bibl">Pl. <span class="title">Smp.</span>213e</span>, al.: part. <b class="b3">νήφων</b> as Adj., = [[νηφάλιος]], <span class="bibl">Hdt.1.133</span>, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Lys.</span> 1228</span>; ὑμῖν ἀντέκυρσα . . νήφων ἀοίνοις <span class="bibl">S.<span class="title">OC</span>100</span>; ὑπ' ἐχθροῦ νήφοντος ὑβριζόμην <span class="bibl">D.21.74</span>; <b class="b3">τὸ τοὺς μεθύοντας . . . πλείω ζημίαν ἀποτίνειν τῶν ν</b>. Lex Pittaciap. <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pol.</span>1274b20</span>; μεθύοντα . . παρὰ νηφόντων λόγους παραβάλλειν <span class="bibl">Pl.<span class="title">Smp.</span>214c</span>; <b class="b3">ν. θεός</b>, i.e. water, <span class="bibl">Id.<span class="title">Lg.</span>773d</span>: prov., τὸ ἐν τῇ καρδίᾳ τοῦ νήφοντος ἐπὶ τῆς γλώττης τοῦ μεθύοντος Plu.2.503f; [Ἀναξαγόρας] οἷον ν. ἑφάνη παρ' εἰκῇ λέγοντας <span class="bibl">Arist. <span class="title">Metaph.</span>984b17</span>; νήφων μεθύοντα ὑπὸ τῆς Ἀφροδίτης θεᾶται <span class="bibl">X.<span class="title">Smp.</span>8.21</span>; τὸ νῆφον ὑπὸ τοῦ πάθους βυθίζεται <span class="bibl">Alciphr.1.13</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> metaph., <b class="b2">to be self-controlled</b>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span>918d</span>; <b class="b2">to be sober and wary</b>, νᾶφε καὶ μέμνασ' ἀπιστεῖν = keep a clear head and remember not to believe a thing <span class="bibl">Epich.[250]</span>; γρηγορῶμεν καὶ νήφωμεν <span class="bibl"><span class="title">1 Ep.Thess.</span>5.6</span>; <b class="b3">νήψατε εἰς προσευχάς</b> <span class="title">1 Ep.Pet.</span>l.c.; νήφων καὶ πεφροντικώς Plu. 2.800b; ν. καὶ φροντιστής Gal.17(1).991; προμηθής τε καὶ ν. <span class="bibl">Hdn.2.15.1</span>; <b class="b3">καρδίῃ νήφοντος</b> Poet. ap. Longin.34.4; ν. λογισμός <span class="bibl">Epicur.<span class="title">Ep.</span> 3p.64U.</span> </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b3">ν. ἐκ κακοῦ</b> <b class="b2">recover oneself</b> from... <span class="bibl">Ach.Tat.1.13</span>; <b class="b3">ἐγερθέντων καὶ νηψάντων ἀπὸ τῆς πτώσεως</b> Procl.l.c.</span>
|Definition=Dor. [[νάφω]] (v. infr. II), used by early writers only in pres., mostly in part.: later impf.<br><span class="bld">A</span> ἔνηφον Chor. in Rev.Phil.1877.67: aor. ἔνηψα IEp.Pet.4.7, Orac. ap. Ael.Fr.103, J.AJ11.3.3, Procl. in Prm. p.741 S., (ἐξ-) Aret.SD1.5, (ἀν-) Nic.Dam.4 J.:—to [[be sober]], [[drink no wine]], οὔτε τι γὰρ ν. οὔτε λίην μεθύω Thgn.478; νήφειν Archil.4, Pl. Smp.213e, al.: part. [[νήφων]] as adjective, = [[νηφάλιος]], [[Herodotus|Hdt.]]1.133, Ar.Lys. 1228; ὑμῖν ἀντέκυρσα… νήφων ἀοίνοις S.OC100; ὑπ' ἐχθροῦ νήφοντος ὑβριζόμην D.21.74; τὸ τοὺς μεθύοντας… πλείω ζημίαν ἀποτίνειν τῶν ν. Lex Pittaciap. Arist.Pol.1274b20; μεθύοντα… παρὰ νηφόντων λόγους παραβάλλειν Pl.Smp.214c; ν. θεός, i.e. [[water]], Id.Lg.773d: [[proverb|prov.]], τὸ ἐν τῇ καρδίᾳ τοῦ νήφοντος ἐπὶ τῆς γλώττης τοῦ μεθύοντος Plu.2.503f; [Ἀναξαγόρας] οἷον ν. ἑφάνη παρ' εἰκῇ λέγοντας Arist. Metaph.984b17; νήφων μεθύοντα ὑπὸ τῆς Ἀφροδίτης θεᾶται X.Smp.8.21; τὸ νῆφον ὑπὸ τοῦ πάθους βυθίζεται Alciphr.1.13.<br><span class="bld">II</span> metaph., to [[be self-controlled]], Pl.Lg.918d; to [[be sober and wary]], νᾶφε καὶ μέμνασ' ἀπιστεῖν = keep a clear head and remember not to believe a thing Epich.[250]; γρηγορῶμεν καὶ νήφωμεν 1 Ep.Thess.5.6; νήψατε εἰς προσευχάς 1 Ep.Pet.l.c.; νήφων καὶ πεφροντικώς Plu. 2.800b; ν. καὶ φροντιστής Gal.17(1).991; προμηθής τε καὶ ν. Hdn.2.15.1; καρδίῃ νήφοντος Poet. ap. Longin.34.4; ν. [[λογισμός]] Epicur.Ep. 3p.64U.<br><span class="bld">2</span> ν. ἐκ κακοῦ [[recover oneself]] from... Ach.Tat.1.13; ἐγερθέντων καὶ νηψάντων ἀπὸ τῆς πτώσεως Procl.l.c.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0255.png Seite 255]] nüchtern, mäßig sein u. leben, bes. keinen Wein trinken; Theogn. 481; Archil. 49, οὐ γὰρ ἂν πρώταισιν ὑμῖν ἀντέκυρσα [[νήφων]] ἀοίνοις, Soph. O. C. 100 (vgl. [[νηφάλιος]]); νήφοντα καὶ σοφὸν ἄρχοντα μεθυόντων δεῖ καθιστάναι, Plat. Legg. I, 640 d; μεθύοντα ἄνδρα παρὰ νηφόντων λόγους παραβάλλειν, Conv. 214 c, öfter; Folgde, wie Dem. 21, 74; u. Sp., wie Plut. u. Luc., oft; auch übertr., nüchtern u. besonnen sein, [[νήφων]] im <span class="ggns">Gegensatz</span> von εἰκῆ λέγων Arist. met. 1, 3; νῆφε καὶ μέμνησο ἀπιστεῖν, Epicharm. bei Luc. Hermot. 47; vgl. Pol. 31, 21, 14; τὸ γὰρ ἐν τῇ καρδίᾳ τοῦ νήφοντος ἐπὶ τῆς γλώττης ἐστὶ τοῦ μεθύοντος, Plut. garrul. 4; ἀνὴρ προμηθὴς καὶ [[νήφων]], Hdn. 2, 15, 1. – Das perf. νενηφώς hat Philostr.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> νήψω, <i>ao.</i> ἔνηψα;<br /><b>1</b> être sobre, <i>particul.</i> s'abstenir de vin;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> [[être vigilant]], [[sage]], [[prudent]].<br />'''Étymologie:''' DELG pê νη-, [[ἅπτω]] « ne pas toucher à ».
}}
{{elru
|elrutext='''νήφω:'''<br /><b class="num">1</b> [[быть трезвым]] Soph., Plat., Dem.: τὸ ἐν τῇ καρδίᾳ τοῦ νήφοντος ἐπὶ τῆς γλώσσης ἐστὶ τοῦ μεθύοντος погов. Plut. что у трезвого в сердце, то у пьяного на языке;<br /><b class="num">2</b> [[быть рассудительным]], [[бдительным]] Plut.: νῆφε καὶ μέμνησο ἀπιστεῖν Luc. будь сдержан и помни о том, что верить (на слово) нельзя (слова Эпихарма).
}}
{{ls
|lstext='''νήφω''': ἐν χρήσει παρὰ τοῖς δοκίμοις συγγραφεῦσι μόνον κατ’ ἐνεστ., καὶ κατὰ τὸ πλεῖστον κατὰ μετοχ.: παρὰ μεταγεν., ἀόρ. ἔνηψα Χρησμ. Σιβ. 1. 154, πρβλ. Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 11. 3, 3. Εἶμαι [[νηφάλιος]], [[σώφρων]], ἀπέχομαι ἀπὸ τοῦ οἴνου, [[οὔτε]] τι γὰρ ν. [[οὔτε]] [[λίαν]] [[μεθύω]] Θέογν. 478· νήφειν Ἀρχίλ. 4, Πλάτ. Συμ. 213Ε, κ. ἀλλ.· νήφει ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 918Β: μετοχ. [[νήφων]] ὡς ἐπίθετ. = [[νηφάλιος]], Ἡρόδ. 1. 133, Ἀριστοφ. Λυσ. 1228· τὸ τοὺς μεθύοντας... [[πλείω]] ζημίαν ἀποτίνειν τῶν νηφόντων Νόμ. Πιττακοῦ ἐν Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 12, 13· μεθύοντα... παρὰ νηφόντων λόγους παραβάλλειν Πλάτ. Συμπ. 214C· ὁ [[νήφων]] [[θεός]], τὸ [[ὕδωρ]], [[αὐτόθι]] Νόμ. 773D· - παροιμ., τὸ ἐν τῇ καρδίᾳ τοῦ νήφοντος ἐπὶ τῆς γλώττης τοῦ μεθύοντος Πλούτ. 2. 503F: [Ἀναξαγόρας] [[οἷον]] [[νήφων]] ἐφάνη παρ’ εἰκῇ λέγοντας Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 1. 3, 16· - πρβλ. [[νήφων]]. ΙΙ. μεταφορ., εἶμαι [[σώφρων]] καὶ [[προσέχω]], νᾶφε καὶ μέμνασ’ ἀπιστεῖν Ἐπίχ. 119 Ahr.· [[νήφων]] καὶ πεφροντικώς Πλούτ. 2. 800Β· [[προμηθής]] τε καὶ ν. Ἡρῳδιαν. 2. 15· - ἐπὶ συγγραφέως, εἶμαι [[ψυχρός]], [[ἀπαθής]], [[δίκαιος]], Ξεν. Συμπ. 8, 21, Λογγῖν. 34. 2) ν. ἐκ κακοῦ, [[ἀναλαμβάνω]] ἐκ..., Ἀχιλλ. Τάτ. 1. 13.
}}
{{StrongGR
|strgr=of [[uncertain]] [[affinity]]; to [[abstain]] from [[wine]] ([[keep]] [[sober]]), i.e. ([[figuratively]]) be [[discreet]]: be [[sober]], [[watch]].
}}
{{Thayer
|txtha=1st aorist [[imperative]] 2nd [[person]] plural νήψατε; from [[Theognis]], [[Sophocles]], [[Xenophon]] down; to be [[sober]]; in the [[NT|N.T.]] [[everywhere]] tropically, to be [[calm]] and [[collected]] in [[spirit]]; to be [[temperate]], [[dispassionate]], [[circumspect]]: εἰς τάς προσευχάς, [[unto]] (the [[offering]] of) [[prayer]], [[ἀγρυπνέω]]; and on the [[word]] [[see]] Ellicott on Timothy, the [[passage]] cited Compare: [[ἀνανήφω]], [[ἐκνήφω]].)
}}
{{grml
|mltxt=(Α [[νήφω]] και δωρ. τ. [[νάφω]])<br /><b>1.</b> [[είμαι]] [[εγκρατής]] στο [[κρασί]], [[απέχω]] από το [[κρασί]], [[είμαι]] [[νηφάλιος]], [[ξεμέθυστος]] («[[εἶεν]] δή, ἄνδρες<br />δοκεῖτε γάρ μοι νήφειν<br />οὐκ [[ἐπιτρεπτέον]] ὑμῖν, ἀλλὰ ποτέον», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> έχω πνευματική [[διαύγεια]], [[είμαι]] [[ψύχραιμος]], [[ήρεμος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αναλαμβάνω]] τις δυνάμεις μου, αναρρωννύω<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> α) ([[ιδίως]] για συγγραφέα) [[είμαι]] απαλλαγμένος από [[πάθη]], [[είμαι]] [[ψυχρός]], [[αντικειμενικός]], [[δίκαιος]] («ἐγὼ δ' ὑπ' ἐχθροῦ, νήφοντος, [[ἕωθεν]], ὕβρει καὶ οὐκ οἴνῳ τοῦτο ποιοῦν
τος, ὑβριζόμην», <b>Δημοσθ.</b>)<br />β) [[είμαι]] [[προσεκτικός]], [[προνοητικός]], βρίσκομαι σε [[εγρήγορση]] («νᾱφε καὶ μέμνασ' ἀπιστεῖν», Επίχ.)<br />γ) έχω αυτοέλεγχο («νήφει καὶ πρότερον αἱρεῖται τοῦ πολλοῦ τὸ τοῦ μέτρου ἐχόμενον», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> (η μτχ. [[νήφων]] ως επίθ.) [[νηφάλιος]], [[ξεμέθυστος]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[νήφων]] [[θεός]]» — το [[νερό]]<br /><b>5.</b> <b>παροιμ.</b> «τὸ ἐν τῇ καρδίᾳ τοῦ νήφοντος ἐπὶ τῆς γλώττης τοῦ μεθύοντος» — λέγεται στις περιπτώσεις που μπορεί [[κανείς]] να μάθει την [[αλήθεια]] από έναν μεθυσμένο (<b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[νήφω]] εντάσσεται σε ένα [[σύστημα]] τύπων, <i>νηφ</i>-[[άλιος]], <i>νηφ</i>-<i>αλέος</i>, <i>νηφ</i>-[[αίνω]] και <i>νήφ</i>-<i>ων</i>, [[μέσα]] στο οποίο δεν φαίνεται να έχει την αρχική παραγωγική [[θέση]] (πρωτόθετο). Η [[σπανιότητα]] με την οποία εμφανίζεται το ρ. στον ενεστώτα [[καθώς]] και το ότι ο αόρ. του ρ. <i>ἔνηψα</i> [[είναι]] [[μεταγενέστερος]] οδήγησαν στη [[βεβαιότητα]] ότι οι ονοματικές μορφές του συστήματος [[νηφάλιος]], [[νηφαλέος]] και [[νήφων]] [[είναι]] οι αρχικές, ενώ το ρ. [[νήφω]] λειτουργεί ως μετονοματικό παράγωγο. Το θ. <i>νηφ</i>- τών τ. θα μπορούσε να συνδεθεί με το αρμ. <i>nawťi</i> «[[νηφάλιος]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''νήφω:''' αόρ. αʹ <i>ἔνηψα</i>·<br /><b class="num">I.</b> δεν [[πίνω]] [[κρασί]], [[παραμένω]] [[νηφάλιος]], [[σώφρων]], σε Θέογν., Πλάτ.· μτχ. [[νήφων]] ως επίθ., = [[νηφάλιος]], σε Ηρόδ., Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> μεταφ., είμαι [[εγκρατής]], [[ψυχρός]], [[απαθής]], [[δίκαιος]] (λέγεται για συγγραφέα), είμαι [[σώφρων]] και [[προσεκτικός]], σε Ξεν.
}}
{{etym
|etymtx=Ch. 3, 134<br />Grammatical information: v.<br />Meaning: [[be sober]], [[fast]], often metaph.<br />Other forms: Dor. [[νάφω]], in the older language only present, mostly in ptc. (IA., Thgn., Archil.), aor. [[νῆψαι]] (J., 1. Ep. Pet. 4, 7).<br />Compounds: Also w. prefix, e.g. <b class="b3">ἀνα-</b>, <b class="b3">ἐκ-</b>.<br />Derivatives: 1. [[νήφων]], <b class="b3">-ονος</b> in <b class="b3">νήφονες νήφοντες</b> H., dat. pl. [[νήφοσι]] (Thgn.); 2. [[νηφάλιος]] [[without wine]], of drink offerings etc. (A.), later also of persons [[fasten]] (Ph., J.) with [[νηφαλιεύω]] [[bring a drinkoffering without wine]] (Poll.), [[νηφαλίζω]] in <b class="b3">νηφαλισμένον ὕδατι</b>, <b class="b3">οὑκ οἴνῳ ἡγνισμένον</b> H.; besides [[νηφαλιεύς]] surn. of Apollon (AP 9, 525, 14: <b class="b3">-έα</b>, metr. enlargement at verse-end, cf. Bosshardt 70); also [[νηφαλέος]] (Hdn. Gr., Ph.; after [[αὑαλέος]] etc., Debrunner IF 23, 17 f.) and [[νηφαντικός]] [[sobering]] (Pl. Phlb. 61, Porph.) as from <b class="b3">*νηφαίνω</b>; cf. e.g. [[σημαλέος]]: [[σημαντικός]]; on the suffixchange [[λ]]: [[ν]] in gen. s. e.g. Schwyzer 483, Benveniste Origines 45 f. -- Verbal noun [[νῆψις]] f. [[soberness]] (Plb., Str.).<br />Origin: IE [Indo-European]X [probably] [754] *?? [[sober]]<br />Etymology: Of [[νήφω]], [[νάφω]] reminds Arm. [[nawt'i]] [[sober]] (Pedersen KZ 39, 349), but the phonetical, morphological and semantic interpretation of the Armenian form is unclear. Arm. [[nawt'i]] is prob. [[i-]] (<b class="b2">i̯o-</b>)deriv. of an unattested noun <b class="b2">*nawt</b>, which formally agrees to [[canawt]] [[known]] (to the aor. [[can-eay]], pres. <b class="b2">čanač̣em</b> [[recognise]], s. [[γιγνώσκω]]) and like this must have a dental suffix; even the semantic relation is unclear, De Lamberterie, RPh. 72 (1998)134 (= DELG Suppl.); cf. Clackson 1994, 154ff; even the long a of Greek is doubted; so de L. prefers to connect Lat. [[ebrius]] and reconstructs <b class="b2">*n̥-h₁gʷʰon-</b>. -- Given the preponderance of the nominal forms (including the ptc. [[νήφων]]) as also the meaning one might think that the relatively rare present [[νήφω]] (with secondary [[νῆψαι]]) was a denominative and to start from a noun <b class="b3">*ναφ(ο-</b>) v.t. (cf. for the type Schwyzer 722f.), to which there was an [[l]] / [[n-]]stem <b class="b3">νηφ-άλ-ιος</b>, <b class="b3">νήφ-ον-</b>. -- OHG [[nuoh-turn]] [[sober]], earlier conidered a testimony for an IE <b class="b2">*nāgʷʰ-</b>, remains far as LW [loanword] (Lat. [[nocturnus]]), s. WP. 2, 317 w. further lit.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<b class="num">I.</b> to [[drink]] no [[wine]], Theogn., Plat.; [[part]]. [[νήφων]] as adj. = [[νηφάλιος]], Hdt., Plat.<br /><b class="num">II.</b> metaph. to be [[sober]], [[dispassionate]], Xen.
}}
{{FriskDe
|ftr='''νήφω''': {nḗphō}<br />'''Forms''': dor. [[νάφω]], in der älteren Sprache nur Präsens, meist im Ptz. (ion. att. seit Thgn. u. Archil.), Aor. νῆψαι (J., 1. ''Ep''. ''Pet''. 4, 7 u.a.)<br />'''Grammar''': v.<br />'''Meaning''': [[nüchtern sein]], oft übertr.<br />'''Composita''': auch m. Präfix, z.B. ἀνα-, ἐκ-,<br />'''Derivative''': Davon 1. [[νήφων]], -ονος in νήφονες· νήφοντες H., Dat. pl. νήφοσι (Thgn.); 2. [[νηφάλιος]] [[ohne Wein]], von Trankopfern u. dgl. (seit A.), später auch von Personen [[nüchtern]] (Ph., J. u.a.) mit [[νηφαλιεύω]] [[ein Trankopfer ohne Wein darbringen]] (Poll.), [[νηφαλίζω]] in νηφαλισμένον· ὕδατι, [[οὐκ]] οἴνῳ ἡγνισμένον H.; daneben [[νηφαλιεύς]] Bein. des Apollon (''AP'' 9, 525, 14: -έα, metr. Erweiterung am Versende, vgl. Bosshardt 70); auch [[νηφαλέος]] (Hdn. Gr., Ph. u.a.; nach [[αὐαλέος]] usw., Debrunner IF 23, 17 f.) und [[νηφαντικός]] [[ernüchternd]] (Pl. ''Phlb''. 61, Porph.) wie von *[[νηφαίνω]]; vgl. z.B. [[σημαλέος]]: [[σημαντικός]]; zum wohlbekannten Suffixwechsel λ: ν im allg. s. z.B. Schwyzer 483, Benveniste Origines 45 f. — Verbalnomen [[νῆψις]] f. [[Nüchternheit]] (Plb., Str. usw.).<br />'''Etymology''': An [[νήφω]], [[νάφω]] erinnert stark arm. ''nawt‘i'' [[nüchtern]] (Peder- sen KZ 39, 349), aber die lautlichen und morphologischen Einzelheiten sind dunkel. Arm. ''nawt‘i'' ist wohl ''i''- (''i̯o''-)Ableitung eines unbelegten Nomens *''nawt‘'', das formal zu ''canawt‘'' [[bekannt]] (zum Aor. ''can''-''eay'', Präs. ''čanač̣em'' [[erkennen]], s. [[γιγνώσκω]]) stimmt und wie dies ein Dentalsuffix enthalten muß; Grundform somit *''nābh''-''t''-? — Angesichts des starken Übergewichts der nominalen Formen (einschließlich des Ptz. [[νήφων]]) wie auch der Bed. könnte man geneigt sein, das verhältnismäßig seltene Präsens [[νήφω]] (wozu sekundär νῆψαι) als ein altes Denominativurn zu betrachten und von einem Nomen *ναφ(ο-) o.a. auszugehen (vgl. zum Typus Schwyzer 722f.). wozu der ''l/n''-Stamm [[νηφάλιος]], νήφον-. — Ahd. ''nuoh''-''turn'' [[nüchtern]], früher als Zeuge eines idg. *''nāgʷh''- angeführt, bleibt als LW (lat. ''nocturnus'') fern, s. WP. 2, 317 m. weiterer Lit.<br />'''Page''' 2,318-319
}}
{{Chinese
|sngr='''原文音譯''':n»fw 尼賀<br />'''詞類次數''':動詞(6)<br />'''原文字根''':(反)飲<br />'''字義溯源''':禁戒酒*,保持清醒,未醉,適度,謹慎,謹慎自守,謹守,儆醒,節制<br />'''同源字''':1) ([[ἀνανήφω]])醒悟 2) ([[ἐκνήφω]])清醒過來 3) ([[νηφαλέος]] / [[νηφάλιος]])清醒的 4) ([[νήφω]])禁戒酒比較: ([[σωφρονέω]])=心思健全<br />'''出現次數''':總共(6);帖前(2);提後(1);彼前(3)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 儆醒(1) 彼前4:7;<br />2) 務要謹守(1) 彼前5:8;<br />3) 謹慎自守(1) 彼前1:13;<br />4) 謹慎(1) 提後4:5;<br />5) 就該謹守(1) 帖前5:8;<br />6) 謹守(1) 帖前5:6
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=δέν [[πίνω]] κρασί, εἶμαι [[ἤρεμος]]). Ἀβέβαιη ἡ [[ἐτυμολογία]] του.<br><b>Παράγωγα:</b> [[νηφάλιος]] (=[[ἤρεμος]]), νηφαλίως, [[νηφαλιότης]], [[νηφαλισμός]], [[νηφαντικός]], [[νηφόντως]] (=μέ [[σωφροσύνη]]), [[νήφων]] (=[[φρόνιμος]]), [[νῆψις]] (=[[σωφροσύνη]]).
}}
}}