προσανάβασις: Difference between revisions

m
Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt="
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=")
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=prosanavasis
|Transliteration C=prosanavasis
|Beta Code=prosana/basis
|Beta Code=prosana/basis
|Definition=poet. [[προσάμβασις]], εως, ἡ, [[going up]], [[ascent]], <span class="bibl">LXX<span class="title">Jo.</span>15.3</span>, Bacch. ap. <span class="bibl">Apollon.Cit.1</span> (pl.); <b class="b3">κλίμακος προσαμβάσεις</b> a [[ladder]]'s [[means]] of [[ascent]], <span class="bibl">A.<span class="title">Th.</span>466</span>, <span class="bibl">E.<span class="title">Ph.</span>1173</span>; πηκτῶν κλιμάκων προσαμβάσεις ib.<span class="bibl">489</span>, <span class="bibl"><span class="title">Ba.</span>1213</span>; τειχέων προσανάβασις = [[place]] [[where]] the walls [[may]] be [[approach]]ed, <span class="bibl">Id.<span class="title">Ph.</span>744</span>; <b class="b3">δωμάτων προσανάβασις</b> [[step]]s [[leading]] to the [[house]], <span class="bibl">Id.<span class="title">IT</span>97</span>.
|Definition=poet. [[προσάμβασις]], εως, ἡ, [[going up]], [[ascent]], [[LXX]] ''Jo.''15.3, Bacch. ap. Apollon.Cit.1 (pl.); <b class="b3">κλίμακος προσαμβάσεις</b> a [[ladder]]'s [[means]] of [[ascent]], A.''Th.''466, E.''Ph.''1173; πηκτῶν κλιμάκων προσαμβάσεις ib.489, ''Ba.''1213; τειχέων προσανάβασις = [[place]] [[where]] the walls [[may]] be [[approach]]ed, Id.''Ph.''744; <b class="b3">δωμάτων προσανάβασις</b> [[step]]s [[leading]] to the [[house]], Id.''IT''97.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 16: Line 16:
|btext=εως (ἡ) :<br />ascension ; <i>au pl.</i> κλίμακος προσαμβάσεις <i>poét.</i> ESCHL degrés d'une échelle.<br />'''Étymologie:''' [[προσαναβαίνω]].
|btext=εως (ἡ) :<br />ascension ; <i>au pl.</i> κλίμακος προσαμβάσεις <i>poét.</i> ESCHL degrés d'une échelle.<br />'''Étymologie:''' [[προσαναβαίνω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''προσανάβᾰσις''': ποιητ. προσάμβ-, ἡ· ― [[ἀνάβασις]], [[ἄνοδος]], Ἑβδ. (Ἰωσ. ΙΕ΄, 3)· ― κλίμακος προσαμβάσεις, [[ἀνάβασις]] διὰ κλίμακος ἢ αἱ βαθμίδες κλίμακος, κλῖμαξ πολιορκητική, Αἰσχύλ. Θήβ. 466, Εὐρ. Φοίν. 1173· κλιμάκων πρ. [[αὐτόθι]] 489, Βάκχ. 1213· τειχέων πρ., [[τόπος]] [[ἔνθα]] δύνανται νὰ προσβληθῶσι τὰ τείχη, [[μέρος]] ἀδύνατον, ὁ αὐτ. ἐν Φοιν. 744· δωμάτων πρ., δηλ. αἱ βαθμίδες αἱ ἄγουσαι πρὸς τὴν οἰκίαν, ὁ αὐτ. ἐν Ι. Τ. 97· πρβλ. [[πρόσβασις]].
|elnltext=προσανάβασις -εως, , poët. προσάμβασις [προσαναβαίνω] beklimming:. ἀμύνειν τειχέων προσαμβάσεις beklimming van de muren tegenhouden Eur. Phoen. 744. trede, sport:; κλίμακος προσαμβάσεις sporten van een ladder Aeschl. Sept. 466; πότερα κλιμάκων προσαμβάσεις ἐμβησόμεσθα; zullen wij de sporten van de ladders beklimmen? Eur. IT 97; ook. κλιμάκων προσαμβάσεις ladder Eur. Phoen. 489.
}}
{{elru
|elrutext='''προσανάβᾰσις:''' Trag. [[προσάμβασις]], εως ἡ<br /><b class="num">1</b> восхождение, подъем, т. е. штурм (τειχέων Eur.);<br /><b class="num">2</b> ступень(ка) (κλιμάκων προσαμβάσεις Eur.): δωμάτων προσαμβάσεις Eur. лестница здания.
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προσανάβᾰσις:''' ποιητ. προσ-άμβ-, ἡ, ανοδική [[πορεία]], [[άνοδος]], [[ανάβαση]], <i>κλίμακος προσαμβάσεις</i>, [[άνοδος]] με [[σκάλα]], δηλ. πολιορκητική [[σκάλα]], [[ανεμόσκαλα]], σε Αισχύλ., Ευρ.· [[προσανάβασις]], σε Ευρ.· τειχέων [[προσανάβασις]], [[σημείο]] όπου μπορούν να προσεγγιστούν τα τείχη, δωμάτων [[προσανάβασις]], δηλ. οι σκάλες που οδηγούν στο [[σπίτι]], στον ίδ.
|lsmtext='''προσανάβᾰσις:''' ποιητ. προσ-άμβ-, ἡ, ανοδική [[πορεία]], [[άνοδος]], [[ανάβαση]], <i>κλίμακος προσαμβάσεις</i>, [[άνοδος]] με [[σκάλα]], δηλ. πολιορκητική [[σκάλα]], [[ανεμόσκαλα]], σε Αισχύλ., Ευρ.· [[προσανάβασις]], σε Ευρ.· τειχέων [[προσανάβασις]], [[σημείο]] όπου μπορούν να προσεγγιστούν τα τείχη, δωμάτων [[προσανάβασις]], δηλ. οι σκάλες που οδηγούν στο [[σπίτι]], στον ίδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''προσανάβᾰσις:''' Trag. [[προσάμβασις]], εως ἡ<br /><b class="num">1)</b> восхождение, подъем, т. е. штурм (τειχέων Eur.);<br /><b class="num">2)</b> ступень(ка) (κλιμάκων προσαμβάσεις Eur.): δωμάτων προσαμβάσεις Eur. лестница здания.
|lstext='''προσανάβᾰσις''': ποιητ. προσάμβ-, ἡ· ― [[ἀνάβασις]], [[ἄνοδος]], Ἑβδ. (Ἰωσ. ΙΕ΄, 3)· ― κλίμακος προσαμβάσεις, [[ἀνάβασις]] διὰ κλίμακος ἢ αἱ βαθμίδες κλίμακος, κλῖμαξ πολιορκητική, Αἰσχύλ. Θήβ. 466, Εὐρ. Φοίν. 1173· κλιμάκων πρ. [[αὐτόθι]] 489, Βάκχ. 1213· τειχέων πρ., [[τόπος]] [[ἔνθα]] δύνανται νὰ προσβληθῶσι τὰ τείχη, [[μέρος]] ἀδύνατον, ὁ αὐτ. ἐν Φοιν. 744· δωμάτων πρ., δηλ. αἱ βαθμίδες αἱ ἄγουσαι πρὸς τὴν οἰκίαν, ὁ αὐτ. ἐν Ι. Τ. 97· πρβλ. [[πρόσβασις]].
}}
{{elnl
|elnltext=προσανάβασις -εως, , poët. προσάμβασις [προσαναβαίνω] beklimming:. ἀμύνειν τειχέων προσαμβάσεις beklimming van de muren tegenhouden Eur. Phoen. 744. trede, sport:; κλίμακος προσαμβάσεις sporten van een ladder Aeschl. Sept. 466; πότερα κλιμάκων προσαμβάσεις ἐμβησόμεσθα; zullen wij de sporten van de ladders beklimmen? Eur. IT 97; ook. κλιμάκων προσαμβάσεις ladder Eur. Phoen. 489.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />a [[going]] up, [[ascent]], κλίμακος προσαμβάσεις [[ascent]] by [[means]] of ladders, i. e. [[scaling]] ladders, Aesch., Eur.; πρ. Eur.; τειχέων πρ. a [[place]] [[where]] they may be approached, Eur.; δωμάτων πρ. i. e. the steps [[leading]] to the [[house]], Eur.
|mdlsjtxt=a [[going]] up, [[ascent]], κλίμακος προσαμβάσεις [[ascent]] by [[means]] of ladders, i. e. [[scaling]] ladders, Aesch., Eur.; πρ. Eur.; τειχέων πρ. a [[place]] [[where]] they may be approached, Eur.; δωμάτων πρ. i. e. the steps [[leading]] to the [[house]], Eur.
}}
}}