σμερδαλέος: Difference between revisions

m
Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt="
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=")
 
(19 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=smerdaleos
|Transliteration C=smerdaleos
|Beta Code=smerdale/os
|Beta Code=smerdale/os
|Definition=α, Ion. η, ον, Ep. Adj. (<span class="bibl">Ar.<span class="title">Av.</span>553</span> is mock-heroic), <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[terrible to look on]], [[fearful]], δράκων <span class="bibl">Il.2.309</span>; of Odysseus when cast up by the sea, <span class="bibl">Od.6.137</span>; <b class="b3">σ. κεφαλή</b>, of Scylla, <span class="bibl">12.91</span>; <b class="b3">χαλκὸς σ</b>. bronze [[dire-gleaming]], <span class="bibl">Il.12.464</span>, <span class="bibl">13.192</span>; of armour of all kinds, <b class="b3">σάκος, αἰγίς, ἀορτήρ</b>, <span class="bibl">20.260</span>, <span class="bibl">21.401</span>, <span class="bibl">Od.11.609</span>; <b class="b3">οἰκία σ</b>., of Hades, <span class="bibl">Il.20.65</span>; ἔρις <span class="bibl">Hes.<span class="title">Th.</span>710</span>; πόλισμα Ar. l.c. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> [[terrible to hear]], esp. in neut. as Adv., σμερδαλέον δ' ἐβόησε <span class="bibl">Il.8.92</span>, etc.; <b class="b3">σ. κονάβησαν, κονάβιζε</b>, <span class="bibl">2.334</span>, <span class="bibl">Od.10.399</span>: pl., <b class="b3">σμερδαλέα κτυπέων</b>, of Zeus, <span class="bibl">Il.7.479</span>; σ. ἰάχων <span class="bibl">5.302</span>. (Prob. cogn. with Skt. [[márdati]] 'crush, crumble', Lat. [[mordere]], OHG. [[smerzan]], Engl. [[smart]].) </span>
|Definition=α, Ion. η, ον, Ep. Adj. ([[Aristophanes|Ar.]]''[[The Birds|Av.]]''553 is mock-heroic),<br><span class="bld">A</span> [[terrible to look on]], [[fearful]], δράκων Il.2.309; of Odysseus when cast up by the sea, Od.6.137; <b class="b3">σ. κεφαλή</b>, of Scylla, 12.91; <b class="b3">χαλκὸς σ.</b> bronze [[dire-gleaming]], Il.12.464, 13.192; of armour of all kinds, [[σάκος]], [[αἰγίς]], [[ἀορτήρ]], 20.260, 21.401, Od.11.609; <b class="b3">οἰκία σ.</b>, of Hades, Il.20.65; ἔρις Hes.''Th.''710; πόλισμα Ar. [[l.c.]]<br><span class="bld">2</span> [[terrible to hear]], especially in neut. as adverb, σμερδαλέον δ' ἐβόησε Il.8.92, etc.; <b class="b3">σ. κονάβησαν, κονάβιζε</b>, 2.334, Od.10.399: pl., <b class="b3">σμερδαλέα κτυπέων</b>, of [[Zeus]], Il.7.479; σ. ἰάχων 5.302. (Prob. cogn. with Skt. márdati 'crush, crumble', Lat. [[mordere]], OHG. [[smerzan]], Engl. [[smart]].)  
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0910.png Seite 910]] schrecklich, gräßlich, fürchterlich, entsetzlich, schauderhaft, bes. schrecklich anzusehen, von furchtbarem Anblick, Hom. [[δράκων]], Il. 2, 309; [[σμερδαλέος]] δ' αὐτῇσι φάνη, vom nackten, schmutzigen Odysseus, Od. 6, 137, vgl. 11, 609; λάμπε δὲ χαλκῷ σμερδαλέῳ, furchtbar blinkend, Il. 12, 464; u. so von Schilden, 20, 260. 21, 401, u. oft von Waffenrüstungen; auch [[οἰκία]], 20, 63; [[πόλισμα]], Ar. Av. 553; – fürchterlich fürs Ohr, schrecklich tosend, lärmend, σμερδαλέον δ' ἐβόησεν, Il. 8, 92 u. öfter; κονάβιζε, Od. 10, 399; κονάβησαν, Il. 2, 334, u. öfter; auch σμερδαλέα κτυπέων, vom donnernden Zeus, 7, 479.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0910.png Seite 910]] schrecklich, gräßlich, fürchterlich, entsetzlich, schauderhaft, bes. schrecklich anzusehen, von furchtbarem Anblick, Hom. [[δράκων]], Il. 2, 309; [[σμερδαλέος]] δ' αὐτῇσι φάνη, vom nackten, schmutzigen Odysseus, Od. 6, 137, vgl. 11, 609; λάμπε δὲ χαλκῷ σμερδαλέῳ, furchtbar blinkend, Il. 12, 464; u. so von Schilden, 20, 260. 21, 401, u. oft von Waffenrüstungen; auch [[οἰκία]], 20, 63; [[πόλισμα]], Ar. Av. 553; – fürchterlich fürs Ohr, schrecklich tosend, lärmend, σμερδαλέον δ' ἐβόησεν, Il. 8, 92 u. öfter; κονάβιζε, Od. 10, 399; κονάβησαν, Il. 2, 334, u. öfter; auch σμερδαλέα κτυπέων, vom donnernden Zeus, 7, 479.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''σμερδᾰλέος''': α, Ἰωνικ. η, ον, ἐπίθετ. ἐπικ. ([[διότι]] τὸ παρ’ Ἀριστοφ. ἐν Ὄρν. 553 [[εἶναι]] παρῳδούμενος ἡρωϊκὸς [[στίχος]]), φοβερὸς [[ἰδεῖν]], [[φρικτός]], [[φρικαλέος]], [[δράκων]] Ἰλ. Β. 309· ἐπὶ τοῦ Ὀδυσσέως ὡς ἐν ἀθλίᾳ καταστάσει ὑπὸ τῆς θαλάσσης ἐξεβλήθη πρὸς τὴν ξηράν, Ὀδ. Ζ. 137· σμ. [[κεφαλή]], ἐπὶ τῆς Σκύλλης, Μ. 91· χαλκὸς σμ., φρικτῶς ἀκτινοβολῶν, λάμπων φοβερῶς, Ἰλ. Μ. 464, Ν. 192· [[οὕτως]] ἐπὶ παντοειδοῦς ὁπλισμοῦ, [[σάκος]], [[αἰγίς]], [[ἀορτήρ]] Υ. 260, Φ. 401, Ὀδ. Λ. 609· [[οἰκία]] σμ., ἐπὶ τοῦ Ἅιδου, Ἰλ. Υ. 64· [[ἔρις]] Ἡσ. Θ. 710· [[πόλισμα]] Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτέρ., κτλ. 2) [[τρομερός]], φρικτὸς εἰς τὴν ἀκοήν, [[μάλιστα]] κατ’ οὐδέτ. ὡς ἐπίρρ., σμερδαλέον δ’ ἐβόησε Ἰλ. Θ. 92, κτλ.· σμ. κονάβησαν, κανάχιζε Β. 334, Ὀδ. Κ. 399· οὕτω καὶ πληθ., σμερδαλέα κτυπέων, ἐπὶ τοῦ [[Διός]], Ἰλ. Η. 497· σμ. ἰάχων Ε. 302. (Ἡ [[ῥίζα]] φαίνεται πιθανῶς ἐκ του Σανσκρ. mard, Λατ. mord-ere· Ἀρχ. Γερμαν. schmerz-an· Ἀγγλ. to smart, τινάσσομαι, κεντοῦμαι).
|btext=α, ον :<br />terrible, effrayant à voir <i>ou</i> à entendre ; <i>adv.</i> • σμερδαλέον IL, OD <i>ou</i> • σμερδαλέα IL d'une manière effrayante, avec un bruit terrible.<br />'''Étymologie:''' R. Σμερδ, mordre ; cf. [[σμερδνός]].
}}
{{elnl
|elnltext=σμερδαλέος -α -ον, Ion. f. , vreselijk, afgrijselijk, schrikwekkend, angstaanjagend:; λάμπε … χαλκῷ σμερδαλέῳ hij straalde met het angstaanjagende brons (van zijn wapenrusting) Il. 12.464; σ. ἔρις een vreselijke strijd Hes. Th. 710; σμερδαλέος δ’ αὐτῇσι φάνη schrikwekkend verscheen hij aan hen (de meisjes) Od. 6.137; adv. acc. n. sing. σμερδαλέον en plur. σμερδαλέα:. σμερδαλέον … ἐβόησεν hij gaf een vreselijke schreeuw Il. 8.92.
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=α, ον :<br />terrible, effrayant à voir <i>ou</i> à entendre ; <i>adv.</i> • σμερδαλέον IL, OD <i>ou</i> • σμερδαλέα IL d’une manière effrayante, avec un bruit terrible.<br />'''Étymologie:''' R. Σμερδ, mordre ; cf. [[σμερδνός]].
|elrutext='''σμερδᾰλέος:'''<br /><b class="num">1</b> [[страшный]], [[ужасный]] ([[δράκων]] Hom.; [[ἔρις]] Hes.);<br /><b class="num">2</b> [[грозный]] ([[αἰγίς]] Hom.; [[πόλισμα]] Arph.).
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 23: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ον, θηλ. και -η, Α<br /><b>1.</b> [[φοβερός]] στην όψη, [[φρικαλέος]]<br /><b>2.</b> [[φρικτός]] στην [[ακοή]], [[τρομερός]] («σμερδαλέον δ' ἐβόησε», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίθ. <i>σμερδ</i>-<i>αλέος</i> ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] (<i>s</i>)<i>mer</i>-<i>d</i>- «[[φθείρω]], [[αφανίζω]]» και συνδέεται με αρχ. άνω γερμ. <i>smerzan</i> «[[προκαλώ]] πόνο», γερμ. <i>schmerzen</i> «[[πονώ]]», αγγλοσαξ. <i>smeart</i> «αυτός που προκαλεί πόνο», αγγλ. <i>smart</i> «[[οδυνηρός]], [[διαπεραστικός]], [[οξύς]], [[έξυπνος]]». Η [[σύνδεση]] της λ. με το λατ. <i>mordeo</i> «[[δαγκώνω]]» ή με τ. που ανάγονται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>smerd</i>- «[[μυρίζω]] άσχημα, [[βρομώ]]» δεν θεωρείται πιθανή. Το επίθ. εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>αλέος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>αργ</i>-<i>αλέος</i>, <i>θαρσ</i>-<i>αλέος</i>, <i>λευγ</i>-<i>αλέος</i>), το οποίο θα μάς οδηγούσε σε ένα σιγμόληκτο ουσ. (<b>πρβλ.</b> <i>θαρρ</i>-<i>αλέος</i> <span style="color: red;"><</span> [[θάρρος]], <i>κερδ</i>-<i>αλέος</i> <span style="color: red;"><</span> [[κέρδος]]), την ύπαρξη του οποίου υποδηλώνουν και οι [[εξής]] τ. του <b>Ησύχ.</b>: <i>σμέρδ</i>[[ν]]<i>ος</i><br />[[λῆμα]], [[ῥώμη]], [[δύναμις]], [[ὅρμημα]] και [[εὐσμερδής]]<br />[[εὔρωστος]] (για την [[εξέλιξη]] αυτή από τη σημ. «[[φοβερός]]» του <i>σμερδ</i>-<i>αλέος</i> στη σημ. «[[δύναμη]]» τών τύπων αυτών <b>πρβλ.</b> [[δεινός]] «[[φοβερός]]»: [[δεινότης]] «[[δύναμη]], [[επιδεξιότητα]]»)].
|mltxt=-α, -ον, θηλ. και -η, Α<br /><b>1.</b> [[φοβερός]] στην όψη, [[φρικαλέος]]<br /><b>2.</b> [[φρικτός]] στην [[ακοή]], [[τρομερός]] («σμερδαλέον δ' ἐβόησε», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίθ. <i>σμερδ</i>-<i>αλέος</i> ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] (<i>s</i>)<i>mer</i>-<i>d</i>- «[[φθείρω]], [[αφανίζω]]» και συνδέεται με αρχ. άνω γερμ. <i>smerzan</i> «[[προκαλώ]] πόνο», γερμ. <i>schmerzen</i> «[[πονώ]]», αγγλοσαξ. <i>smeart</i> «αυτός που προκαλεί πόνο», αγγλ. <i>smart</i> «[[οδυνηρός]], [[διαπεραστικός]], [[οξύς]], [[έξυπνος]]». Η [[σύνδεση]] της λ. με το λατ. <i>mordeo</i> «[[δαγκώνω]]» ή με τ. που ανάγονται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>smerd</i>- «[[μυρίζω]] άσχημα, [[βρομώ]]» δεν θεωρείται πιθανή. Το επίθ. εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>αλέος</i> ([[πρβλ]]. [[αργαλέος]], [[θαρσαλέος]], [[λευγαλέος]]), το οποίο θα μάς οδηγούσε σε ένα σιγμόληκτο ουσ. (<b>πρβλ.</b> <i>θαρρ</i>-<i>αλέος</i> <span style="color: red;"><</span> [[θάρρος]], <i>κερδ</i>-<i>αλέος</i> <span style="color: red;"><</span> [[κέρδος]]), την ύπαρξη του οποίου υποδηλώνουν και οι [[εξής]] τ. του <b>Ησύχ.</b>: <i>σμέρδ</i>[[ν]]<i>ος</i><br />[[λῆμα]], [[ῥώμη]], [[δύναμις]], [[ὅρμημα]] και [[εὐσμερδής]]<br />[[εὔρωστος]] (για την [[εξέλιξη]] αυτή από τη σημ. «[[φοβερός]]» του <i>σμερδ</i>-<i>αλέος</i> στη σημ. «[[δύναμη]]» τών τύπων αυτών <b>πρβλ.</b> [[δεινός]] «[[φοβερός]]»: [[δεινότης]] «[[δύναμη]], [[επιδεξιότητα]]»)].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σμερδᾰλέος:''' -α, Ιων. -η, -ον·<br /><b class="num">1.</b> [[φοβερός]] στην όψη, [[φρικτός]], [[φρικαλέος]], [[αποκρουστικός]], σε Όμηρ.<br /><b class="num">2.</b> [[τρομερός]] στο [[άκουσμα]]· στο ουδ. ως επίρρ., [[φρικτά]], στον ίδ.· ομοίως στον πληθ. <i>σμερδαλέα</i>, σε Ομήρ. Ιλ. (αμφίβ. προέλ.).
|lsmtext='''σμερδᾰλέος:''' -α, Ιων. -η, -ον·<br /><b class="num">1.</b> [[φοβερός]] στην όψη, [[φρικτός]], [[φρικαλέος]], [[αποκρουστικός]], σε Όμηρ.<br /><b class="num">2.</b> [[τρομερός]] στο [[άκουσμα]]· στο ουδ. ως επίρρ., [[φρικτά]], στον ίδ.· ομοίως στον πληθ. <i>σμερδαλέα</i>, σε Ομήρ. Ιλ. (αμφίβ. προέλ.).
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''σμερδᾰλέος:'''<br /><b class="num">1)</b> страшный, ужасный ([[δράκων]] Hom.; [[ἔρις]] Hes.);<br /><b class="num">2)</b> грозный ([[αἰγίς]] Hom.; [[πόλισμα]] Arph.).
|lstext='''σμερδᾰλέος''': α, Ἰωνικ. η, ον, ἐπίθετ. ἐπικ. ([[διότι]] τὸ παρ’ Ἀριστοφ. ἐν Ὄρν. 553 [[εἶναι]] παρῳδούμενος ἡρωϊκὸς [[στίχος]]), φοβερὸς [[ἰδεῖν]], [[φρικτός]], [[φρικαλέος]], [[δράκων]] Ἰλ. Β. 309· ἐπὶ τοῦ Ὀδυσσέως ὡς ἐν ἀθλίᾳ καταστάσει ὑπὸ τῆς θαλάσσης ἐξεβλήθη πρὸς τὴν ξηράν, Ὀδ. Ζ. 137· σμ. [[κεφαλή]], ἐπὶ τῆς Σκύλλης, Μ. 91· χαλκὸς σμ., φρικτῶς ἀκτινοβολῶν, λάμπων φοβερῶς, Ἰλ. Μ. 464, Ν. 192· [[οὕτως]] ἐπὶ παντοειδοῦς ὁπλισμοῦ, [[σάκος]], [[αἰγίς]], [[ἀορτήρ]] Υ. 260, Φ. 401, Ὀδ. Λ. 609· [[οἰκία]] σμ., ἐπὶ τοῦ Ἅιδου, Ἰλ. Υ. 64· [[ἔρις]] Ἡσ. Θ. 710· [[πόλισμα]] Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτέρ., κτλ. 2) [[τρομερός]], φρικτὸς εἰς τὴν ἀκοήν, [[μάλιστα]] κατ’ οὐδέτ. ὡς ἐπίρρ., σμερδαλέον δ’ ἐβόησε Ἰλ. Θ. 92, κτλ.· σμ. κονάβησαν, κανάχιζε Β. 334, Ὀδ. Κ. 399· οὕτω καὶ πληθ., σμερδαλέα κτυπέων, ἐπὶ τοῦ [[Διός]], Ἰλ. Η. 497· σμ. ἰάχων Ε. 302. (Ἡ [[ῥίζα]] φαίνεται πιθανῶς ἐκ του Σανσκρ. mard, Λατ. mord-ere· Ἀρχ. Γερμαν. schmerz-an· Ἀγγλ. to smart, τινάσσομαι, κεντοῦμαι).
}}
{{elnl
|elnltext=σμερδαλέος -α -ον, Ion. f. -η, vreselijk, afgrijselijk, schrikwekkend, angstaanjagend:; λάμπε … χαλκῷ σμερδαλέῳ hij straalde met het angstaanjagende brons (van zijn wapenrusting) Il. 12.464; σ. ἔρις een vreselijke strijd Hes. Th. 710; σμερδαλέος δ ’ αὐτῇσι φάνη schrikwekkend verscheen hij aan hen (de meisjes) Od. 6.137; adv. acc. n. sing. σμερδαλέον en plur. σμερδαλέα:. σμερδαλέον … ἐβόησεν hij gaf een vreselijke schreeuw Il. 8.92.
}}
}}
{{etym
{{etym
|etymtx=Grammatical information: adj.<br />Meaning: [[terrible]], [[grisly]], [[frightening]], [[fearsome]], of appearance, cry and shouting (ep. Il.).<br />Other forms: [[σμερδνος]] <b class="b2">id.</b> (Il., h. Hom., A. Pr. 355, Nic.).<br />Origin: IE [Indo-European] [736, 970] <b class="b2">*(s)merd-</b> <b class="b2">rub (open)</b><br />Etymology: With [[σμερδαλέος]] cf. [[λευγαλέος]], [[ἀργαλέος]] a. o.; [[σμερδνός]] like [[δεινός]] a. o. The pair <b class="b3">σμερδ-αλέος</b> : <b class="b3">σμερδ-νός</b> shows a suffixal interchange [[l]] : [[n]] (as [[ἰσχαλέος]] : [[ἰσχνός]] a. o.; Benveniste Origines 45f.). An agreeing <b class="b2">s-</b>stem (as [[θαρσαλέος]] : [[θάρσος]]) is indeed found <b class="b3">σμέρδ[ν]ος λῆμα</b>, [[ῥώμη]], [[δύναμις]], [[ὅρμημα]] and <b class="b3">εὑσμερδής εὔρωστος</b> H.; on the meaning cf. [[δεινότης]] also [[power]], [[force]], [[dexterity]]. -- Since Ebel KZ 7, 227 (cf. also Curtius 692 f.) one onnects a primary Germ. verb, OHG [[smerzan]], OE [[smeortan]] [[hurt]], to which with ablaut (PGm. <b class="b2">*smart-</b> < IE <b class="b2">*smord-</b>) OE [[smeart]] [[painful]], NEng. [[smart]] <b class="b2">biting, stinging, sharp, witty, elegant</b>. For further combinations with Lat. [[mordeō]] [[bite]] etc. (IE *(<b class="b2">s)merd-</b> <b class="b2">rub (open)</b>) s. W.-Hofmann s. v. with rich lit. -- Diff. Bolling Stud. in hon. of H. Collitz (Baltimore, 1930) 43ff.: to Lith. <b class="b2">smirdė́ti</b> [[stink]], Goth. [[smarnos]] acc. pl. f. [[σκύβαλα]]', Lat. [[merda]] f. [[dirt]], [[muck]]. On the attempts to connect IE *(<b class="b2">s)mer-d-</b> <b class="b2">rub (open)</b> with <b class="b2">*smerd-</b> [[stink]], s. WP. 2, 279 a. 691, Pok. 736f. a. 970, W.-Hofmann s. [[merda]] and [[mordeō]]; everywhere with further forms and lit. -- Cf. [[σμορδοῦν]].
|etymtx=Grammatical information: adj.<br />Meaning: [[terrible]], [[grisly]], [[frightening]], [[fearsome]], of appearance, cry and shouting (ep. Il.).<br />Other forms: [[σμερδνος]] <b class="b2">id.</b> (Il., h. Hom., A. Pr. 355, Nic.).<br />Origin: IE [Indo-European] [736, 970] <b class="b2">*(s)merd-</b> <b class="b2">rub (open)</b><br />Etymology: With [[σμερδαλέος]] cf. [[λευγαλέος]], [[ἀργαλέος]] a. o.; [[σμερδνός]] like [[δεινός]] a. o. The pair <b class="b3">σμερδ-αλέος</b>: <b class="b3">σμερδ-νός</b> shows a suffixal interchange [[l]]: [[n]] (as [[ἰσχαλέος]]: [[ἰσχνός]] a. o.; Benveniste Origines 45f.). An agreeing [[s-]]stem (as [[θαρσαλέος]]: [[θάρσος]]) is indeed found <b class="b3">σμέρδ[ν]ος λῆμα</b>, [[ῥώμη]], [[δύναμις]], [[ὅρμημα]] and <b class="b3">εὑσμερδής εὔρωστος</b> H.; on the meaning cf. [[δεινότης]] also [[power]], [[force]], [[dexterity]]. -- Since Ebel KZ 7, 227 (cf. also Curtius 692 f.) one onnects a primary Germ. verb, OHG [[smerzan]], OE [[smeortan]] [[hurt]], to which with ablaut (PGm. <b class="b2">*smart-</b> < IE <b class="b2">*smord-</b>) OE [[smeart]] [[painful]], NEng. [[smart]] [[biting]], [[stinging]], [[sharp]], [[witty]], [[elegant]]. For further combinations with Lat. [[mordeō]] [[bite]] etc. (IE *(<b class="b2">s)merd-</b> <b class="b2">rub (open)</b>) s. W.-Hofmann s. v. with rich lit. -- Diff. Bolling Stud. in hon. of H. Collitz (Baltimore, 1930) 43ff.: to Lith. <b class="b2">smirdė́ti</b> [[stink]], Goth. [[smarnos]] acc. pl. f. [[σκύβαλα]]', Lat. [[merda]] f. [[dirt]], [[muck]]. On the attempts to connect IE *(<b class="b2">s)mer-d-</b> <b class="b2">rub (open)</b> with <b class="b2">*smerd-</b> [[stink]], s. WP. 2, 279 a. 691, Pok. 736f. a. 970, W.-Hofmann s. [[merda]] and [[mordeō]]; everywhere with further forms and lit. -- Cf. [[σμορδοῦν]].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br /><b class="num">1.</b> [[terrible]] to [[look]] on, [[fearful]], aweful, [[direful]], Hom.<br /><b class="num">2.</b> [[terrible]] to [[hear]], in neut. as adv., [[terribly]], Hom.; so in pl. σμερδαλέα, Il. [deriv. uncertain]
|mdlsjtxt=<b class="num">1.</b> [[terrible]] to [[look]] on, [[fearful]], aweful, [[direful]], Hom.<br /><b class="num">2.</b> [[terrible]] to [[hear]], in neut. as adv., [[terribly]], Hom.; so in plural σμερδαλέα, Il. [deriv. uncertain]
}}
}}
{{FriskDe
{{FriskDe
|ftr='''σμερδαλέος''': {smerdaléos}<br />'''Forms''': σμερδνoς ib. (Il., ''h''. ''Hom''., A. ''Pr''. 355, Nik.).<br />'''Meaning''': [[schrecklich]], [[gräßlich]], [[furchtbar]], [[fürchterlich]], von Aussehen, Schrei und Schall (ep. seit Il.);<br />'''Etymology''' : Zu [[σμερδαλέος]] vgl. [[λευγαλέος]], [[ἀργαλέος]] u. a.; [[σμερδνός]] wie [[δεινός]] u. a. Das Paar [[σμερδαλέος]] : [[σμερδνός]] zeigt einen alten suffixalen Wechsel ''l'' : ''n'' (wie [[ἰσχαλέος]] : [[ἰσχνός]] u. a.; Benveniste Origines 45f.). Ein entsprechender ''s''-Stamm (wie [[θαρσαλέος]] : [[θάρσος]]) liegt tatsächlich vor in σμέρδ[ν]ος· [[λῆμα]], [[ῥώμη]], [[δύναμις]], [[ὅρμημα]] und [[εὐσμερδής]]· [[εὔρωστος]] H. vor; zur Bed. vgl. [[δεινότης]] auch [[Kraft]], [[Gewalt]], [[Gewandtheit]]. — Seit Ebel KZ 7, 227 (vgl. auch Curtius 692 f.) wird damit ein primäres germ. Verb, ahd. ''smerzan'', ags. ''smeortan'' [[schmerzen]] verbunden, wozu ablautend (urg. *''smart''- < idg. *''smord''-) ags. ''smeart'' [[schmerzhaft]], neng. ''smart'' [[beißend]], [[stechend]], [[scharf]], [[witzig]], [[elegant]]. Für weitere Kombinationen mit lat. ''mordeō'' [[beißen]] usw. (idg. (''s'')''merd''- [[aufreiben]]) s. W.-Hofmann s. v. mit reicher Lit. — Anders Bolling Stud. in hon. of H. Collitz (Baltimore, 1930) 43ff.: zu lit. ''smirdė́ti'' [[stinken]], got. ''smarnos'' Akk. pl. f. ’σκύβαλα’, lat. ''merda'' f. [[Unrat]], [[Kot]]. Über die Versuche, idg. (''s'')''mer''-''d''- [[aufreiben]] mit ''smerd''- [[stinken]] zu verbinden, s. WP. 2, 279 u. 691, Pok. 736f. u. 970, W.-Hofmann s. ''merda'' und ''mordeō''; überall mit weiteren Formen und Lit. — Vgl. [[σμορδοῦν]].<br />'''Page''' 2,748-749
|ftr='''σμερδαλέος''': {smerdaléos}<br />'''Forms''': σμερδνoς ib. (Il., ''h''. ''Hom''., A. ''Pr''. 355, Nik.).<br />'''Meaning''': [[schrecklich]], [[gräßlich]], [[furchtbar]], [[fürchterlich]], von Aussehen, Schrei und Schall (ep. seit Il.);<br />'''Etymology''': Zu [[σμερδαλέος]] vgl. [[λευγαλέος]], [[ἀργαλέος]] u. a.; [[σμερδνός]] wie [[δεινός]] u. a. Das Paar [[σμερδαλέος]]: [[σμερδνός]] zeigt einen alten suffixalen Wechsel ''l'': ''n'' (wie [[ἰσχαλέος]]: [[ἰσχνός]] u. a.; Benveniste Origines 45f.). Ein entsprechender ''s''-Stamm (wie [[θαρσαλέος]]: [[θάρσος]]) liegt tatsächlich vor in σμέρδ[ν]ος· [[λῆμα]], [[ῥώμη]], [[δύναμις]], [[ὅρμημα]] und [[εὐσμερδής]]· [[εὔρωστος]] H. vor; zur Bed. vgl. [[δεινότης]] auch [[Kraft]], [[Gewalt]], [[Gewandtheit]]. — Seit Ebel KZ 7, 227 (vgl. auch Curtius 692 f.) wird damit ein primäres germ. Verb, ahd. ''smerzan'', ags. ''smeortan'' [[schmerzen]] verbunden, wozu ablautend (urg. *''smart''- < idg. *''smord''-) ags. ''smeart'' [[schmerzhaft]], neng. ''smart'' [[beißend]], [[stechend]], [[scharf]], [[witzig]], [[elegant]]. Für weitere Kombinationen mit lat. ''mordeō'' [[beißen]] usw. (idg. (''s'')''merd''- [[aufreiben]]) s. W.-Hofmann s. v. mit reicher Lit. — Anders Bolling Stud. in hon. of H. Collitz (Baltimore, 1930) 43ff.: zu lit. ''smirdė́ti'' [[stinken]], got. ''smarnos'' Akk. pl. f.’σκύβαλα’, lat. ''merda'' f. [[Unrat]], [[Kot]]. Über die Versuche, idg. (''s'')''mer''-''d''- [[aufreiben]] mit ''smerd''- [[stinken]] zu verbinden, s. WP. 2, 279 u. 691, Pok. 736f. u. 970, W.-Hofmann s. ''merda'' und ''mordeō''; überall mit weiteren Formen und Lit. — Vgl. [[σμορδοῦν]].<br />'''Page''' 2,748-749
}}
}}