ἀνάπλεος: Difference between revisions

m
Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt="
(1a)
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=")
 
(11 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=anapleos
|Transliteration C=anapleos
|Beta Code=a)na/pleos
|Beta Code=a)na/pleos
|Definition=α, ον, Att. masc. and neut. ἀνάπλεως, ων, but fem. <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> ἀναπλέα <span class="bibl">Pl.<span class="title">Phd.</span>83d</span>:—pl., nom. masc. and fem. ἀνάπλεῳ <span class="bibl">Pl. <span class="title">Tht.</span>196e</span>, <span class="bibl">Eub.98.8</span>, neut. ἀνάπλεα <span class="bibl">Arist. <span class="title">de An.</span>423a27</span>: acc. masc. ἀνάπλεως <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>516e</span>:—<b class="b2">quite full of</b> a thing, πτερῶν λέγουσι ἀνάπλεον εἶναι τὸν ἠέρα <span class="bibl">Hdt.4.31</span>; ἀ. ψιμυθίου <span class="bibl">Ar.<span class="title">Ec.</span>1072</span>, cf. Eub. l.c.; σκότους ἀ. οἱ ὀφθαλμοί <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>516e</span>, etc. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">infected</b>, <b class="b3">τοῦ σώματος ἀναπλέα [ἡ ψυχή</b>] <b class="b2">with</b> the body, <span class="bibl">Id.<span class="title">Phd.</span>83d</span>; αὐτὸ τὸ καλὸν μὴ ἀ. σαρκῶν <span class="bibl">Id.<span class="title">Smp.</span>211e</span>; ἀ. ἐσμεν τοῦ μὴ καθαρῶς διαλέγεσθαι <span class="bibl">Id.<span class="title">Tht.</span>196e</span>.</span>
|Definition=α, ον, Att. masc. and neut. ἀνάπλεως, ων, but fem.<br><span class="bld">A</span> ἀναπλέα [[Plato|Pl.]]''[[Phaedo|Phd.]]'' 83d:—pl., nom. masc. and fem. ἀνάπλεῳ Pl. ''Tht.''196e, Eub.98.8, neut. ἀνάπλεα Arist. ''de An.''423a27: acc. masc. ἀνάπλεως [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 516e:—[[quite full of]] a thing, πτερῶν λέγουσι ἀνάπλεον εἶναι τὸν ἠέρα [[Herodotus|Hdt.]]4.31; ἀ. ψιμυθίου Ar.''Ec.''1072, cf. Eub. [[l.c.]]; σκότους ἀ. οἱ ὀφθαλμοί [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 516e, etc.<br><span class="bld">II</span> [[infected]], <b class="b3">τοῦ σώματος ἀναπλέα [ἡ ψυχή]</b> [[with]] the body, Id.''Phd.''83d; αὐτὸ τὸ καλὸν μὴ ἀ. σαρκῶν Id.''Smp.''211e; ἀ. ἐσμεν τοῦ μὴ καθαρῶς διαλέγεσθαι Id.''Tht.''196e.
}}
{{DGE
|dgtxt=-α, -ον<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> át. ἀνάπλεως, -ων<br /><b class="num">• Morfología:</b> [nom. plu. masc. y fem. ἀνάπλεῳ Pl.<i>Tht</i>.196e, Eub.98.8, neutr. ἀνάπλεα Arist.<i>de An</i>.423<sup>a</sup>27, ac. masc. plu. ἀνάπλεως Pl.<i>R</i>.516e]<br />c. gen.<br /><b class="num">1</b> [[lleno]] περὶ δὲ τῶν πτερῶν τῶν Σκύθαι λέγουσι ἀνάπλεον εἶναι τὸν ἠέρα Hdt.4.31, πίθηκος ἀνάπλεως ψιμυθίου Ar.<i>Ec</i>.1072, σκότους ἀνάπλεως ... τοὺς ὀφθαλμούς Pl.<i>R</i>.516e, χνοῦ ἀνάπλεων Arist.<i>HA</i> 605<sup>b</sup>15, cf. Eub.l.c., Arist.<i>de An</i>.423<sup>a</sup>27, <i>Pr</i>.925<sup>b</sup>17, Ael.<i>NA</i> 14.14.<br /><b class="num">2</b> fig. [[contaminado]], [[infectado]] (ψυχὴ) τοῦ σώματος ἀναπλέα Pl.<i>Phd</i>.83d, αὐτὸ τὸ καλὸν ... μὴ ἀνάπλεων σαρκῶν Pl.<i>Smp</i>.211e, πάλαι ἐσμὲν ἀνάπλεῳ τοῦ μὴ καθαρῶς διαλέγεσθαι Pl.<i>Tht</i>.196e, cf. Plu.2.422d.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0202.png Seite 202]] Sp. = [[ἀνάπλεως]], Arist. de an. 2, 11.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0202.png Seite 202]] Sp. = [[ἀνάπλεως]], Arist. de an. 2, 11.
}}
{{ls
|lstext='''ἀνάπλεος''': -α, -ον, Ἀττ. ἀρσ. καὶ οὐδ. [[ἀνάπλεως]], ων, ἀλλὰ θηλ. ἀναπλέα Πλάτ. Φαίδων 83D: - πληθ. ὀνομ. ἀρσ. καὶ θηλ. ἀνάπλεῳ Πλάτ. Θεαίτ. 196Ε, ἀνάπλεῳ ψιμυθίου Εὔβουλ. ἐν «Στεφανοπόλισιν» 1. 8· οὐδ’ ἀνάπλεα Ἀριστ. περὶ ψυχ. 2. 11, 6· αἰτ. ἀρσεν. [[ἀνάπλεως]] Πλάτ. Πολ. 516Ε· ἐντελῶς, καθ’ ὁλοκληρίαν, [[πλήρης]] πράγματός τινος, πτερῶν ... λέγουσι ἀνάπλεων [[εἶναι]] τὸν [[ἠέρα]] Ἡρόδ. 4. 31· [[ἀνάπλεως]] ψιμυθίου Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1072· σκότους ἀν. οἱ ὀφθαλμοὶ Πλάτ. Πολ. 516Ε, κτλ. ΙΙ. μεμολυσμένος (ἴδε [[ἀναπίμπλημι]] ΙΙ. 2), τοῦ σώματος ἀναπλέα [ἡ [[ψυχή]]], μεμολυσμένη ἐκ τοῦ σώματος, Πλάτ. Φαίδων 83D· αὐτὸ τὸ καλὸν .. μὴ ἀν. σαρκῶν ὁ αὐτ. Συμπ. 211Ε· ἐσμὲν ἀνάπλεῳ τοῦ μὴ καθαρῶς διαλέγεσθαι ὁ αὐτ. Θεαίτ. 196Ε.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>c.</i> [[ἀνάπλεως]].
|btext=<i>c.</i> [[ἀνάπλεως]].
}}
}}
{{DGE
{{elru
|dgtxt=-α, -ον<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> át. ἀνάπλεως, -ων<br /><br /><b class="num">• Morfología:</b> [nom. plu. masc. y fem. ἀνάπλεῳ Pl.<i>Tht</i>.196e, Eub.98.8, neutr. ἀνάπλεα Arist.<i>de An</i>.423<sup>a</sup>27, ac. masc. plu. ἀνάπλεως Pl.<i>R</i>.516e]<br />c. gen.<br /><b class="num">1</b> [[lleno]] περὶ δὲ τῶν πτερῶν τῶν Σκύθαι λέγουσι ἀνάπλεον εἶναι τὸν ἠέρα Hdt.4.31, πίθηκος ἀνάπλεως ψιμυθίου Ar.<i>Ec</i>.1072, σκότους ἀνάπλεως ... τοὺς ὀφθαλμούς Pl.<i>R</i>.516e, χνοῦ ἀνάπλεων Arist.<i>HA</i> 605<sup>b</sup>15, cf. Eub.l.c., Arist.<i>de An</i>.423<sup>a</sup>27, <i>Pr</i>.925<sup>b</sup>17, Ael.<i>NA</i> 14.14.<br /><b class="num">2</b> fig. [[contaminado]], [[infectado]] (ψυχὴ) τοῦ σώματος ἀναπλέα Pl.<i>Phd</i>.83d, αὐτὸ τὸ καλὸν ... μὴ ἀνάπλεων σαρκῶν Pl.<i>Smp</i>.211e, πάλαι ἐσμὲν ἀνάπλεῳ τοῦ μὴ καθαρῶς διαλέγεσθαι Pl.<i>Tht</i>.196e, cf. Plu.2.422d.
|elrutext='''ἀνάπλεος:''' adv. ион. = [[ἀνάπλεως]].
}}
{{ls
|lstext='''ἀνάπλεος''': -α, -ον, Ἀττ. ἀρσ. καὶ οὐδ. [[ἀνάπλεως]], ων, ἀλλὰ θηλ. ἀναπλέα Πλάτ. Φαίδων 83D: - πληθ. ὀνομ. ἀρσ. καὶ θηλ. ἀνάπλεῳ Πλάτ. Θεαίτ. 196Ε, ἀνάπλεῳ ψιμυθίου Εὔβουλ. ἐν «Στεφανοπόλισιν» 1. 8· οὐδ’ ἀνάπλεα Ἀριστ. περὶ ψυχ. 2. 11, 6· αἰτ. ἀρσεν. [[ἀνάπλεως]] Πλάτ. Πολ. 516Ε· ἐντελῶς, καθ’ ὁλοκληρίαν, [[πλήρης]] πράγματός τινος, πτερῶν ... λέγουσι ἀνάπλεων [[εἶναι]] τὸν [[ἠέρα]] Ἡρόδ. 4. 31· [[ἀνάπλεως]] ψιμυθίου Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1072· σκότους ἀν. οἱ ὀφθαλμοὶ Πλάτ. Πολ. 516Ε, κτλ. ΙΙ. μεμολυσμένος (ἴδε [[ἀναπίμπλημι]] ΙΙ. 2), τοῦ σώματος ἀναπλέα [[[ψυχή]]], μεμολυσμένη ἐκ τοῦ σώματος, Πλάτ. Φαίδων 83D· αὐτὸ τὸ καλὸν .. μὴ ἀν. σαρκῶν ὁ αὐτ. Συμπ. 211Ε· ἐσμὲν ἀνάπλεῳ τοῦ μὴ καθαρῶς διαλέγεσθαι ὁ αὐτ. Θεαίτ. 196Ε.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀνάπλεος:''' -α, -ον, Αττ. αρσ. και ουδ. <i>-πλεως</i>, <i>-ων</i>, επίσης, θηλ. -[[πλέα]]· πληθ. ονομ. -[[πλέῳ]], ουδ. <i>-πλεα</i>· αιτ. αρσ. <i>-πλεως</i>·<br /><b class="num">I.</b> αρκετά [[πλήρης]] από [[κάτι]], με γεν., σε Ηρόδ., Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> μολυσμένος με ή από [[κάτι]]· με γεν., σε Πλάτ.
|lsmtext='''ἀνάπλεος:''' -α, -ον, Αττ. αρσ. και ουδ. <i>-πλεως</i>, <i>-ων</i>, επίσης, θηλ. -[[πλέα]]· πληθ. ονομ. -[[πλέῳ]], ουδ. <i>-πλεα</i>· αιτ. αρσ. <i>-πλεως</i>·<br /><b class="num">I.</b> αρκετά [[πλήρης]] από [[κάτι]], με γεν., σε Ηρόδ., Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> μολυσμένος με ή από [[κάτι]]· με γεν., σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνάπλεος:''' adv. ион. = [[ἀνάπλεως]].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br /><b class="num">I.</b> [[quite]] [[full]] of a [[thing]], c. gen., Hdt., Plat.<br /><b class="num">II.</b> infected with or by a [[thing]], c. gen., Plat.
|mdlsjtxt=<b class="num">I.</b> [[quite]] [[full]] of a [[thing]], c. gen., Hdt., Plat.<br /><b class="num">II.</b> infected with or by a [[thing]], c. gen., Plat.
}}
}}