3,274,917
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=aponinamai | |Transliteration C=aponinamai | ||
|Beta Code=a)poni/namai | |Beta Code=a)poni/namai | ||
|Definition=Med., fut. ἀπονήσομαι Hom.: Ep.aor. 2 without augm. ἀπονήμην, ἀπόνητο Hom.; 2sg. opt. ἀπόναιο | |Definition=Med., fut. ἀπονήσομαι Hom.: Ep.aor. 2 without augm. ἀπονήμην, ἀπόνητο Hom.; 2sg. opt. ἀπόναιο Il.24.556, 3pl. ἀποναίατο ''h.Cer.''132, S.''El.''211 (lyr.); inf. ἀπόνασθαι A.R.2.196; part. ἀπονήμενος Od.24.30: later aor. I ἀπωνάμην Luc.''Am.''52, Procl.''in Alc.''p.89C.:—[[have the use]] or [[enjoyment of]] a thing, ἧς ἥβης ἀπόνητο Il. 17.25; <b class="b3">τῶνδ' ἀπόναιο</b> [[mayest]] thou [[have joy of]] them, ib.24.556; τιμῆς ἀπονήμενος Od. [[l.c.]]; μηδέ ποτ' ἀγλαΐας ἀποναίατο S.''El.''211: without gen., <b class="b3">ἦγε μὲν οὐδ' ἀπόνητο</b> married her but [[had]] no [[joy]] [of it], Od.11.324; <b class="b3">θρέψε μὲν οὐδ' ἀπόνητο</b> ib.17.293, cf. 16.120; πόλιν κτίσας οὐκ ἀπόνητο [[Herodotus|Hdt.]]1.168. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=(ἀπονίνᾰμαι)<br /><b class="num">• Morfología:</b> [fut. ἀπονήσεται <i>h.Merc</i>.543; ép. aor. rad. atem. ἀπόνητο <i>Od</i>.11.324, A.R.1.88, opt. 2<sup>a</sup> sg. [[ἀπόναιο]] <i>Il</i>.24.556, 3<sup>a</sup> plu. ἀποναίατο <i>h.Cer</i>.132, S.<i>El</i>.211, inf. ἀπόνασθαι A.R.2.196, part. [[ἀπονήμενος]] <i>Od</i>.24.30; tard. aor. sigm. ἀπωνάμην Luc.<i>Am</i>.52, Procl.<i>in Alc</i>.89, D.Chr.1.46, 66.26]<br />[[tener el uso o placer]] de una cosa, [[disfrutar]], [[sacar provecho]] c. gen. ἧς ἥβης <i>Il</i>.17.25, τιμῆς <i>Od</i>.24.30, <i>h.Cer</i>.132, ἀγλαΐας S.<i>El</i>.211, ἐδωδῆς A.R.2.196, δωτίνης A.R.1.88, κρίσεως Luc.l.c.<br /><b class="num">•</b>Ἁρμονίης Nonn.<i>D</i>.3.114, ἀλλήλων δ' ἀπόναντο Musae.343, c. prep. y gen. ἐκ τούτων <i>PMasp</i>.151.178 (VI d.C.)<br /><b class="num">•</b>abs. [[sacar provecho]] en uso formulario ἦγε μέν, οὐδ' ἀπόνητο se casó con ella, pero no le aprovechó</i>, <i>Od</i>.11.324, θρέψε μέν, οὐδ' ἀπόνητο <i>Od</i>.17.293, πόλιν κτίσας οὐκ ἀπόνητο Hdt.1.168, ἀπώνατο λέγειν Procl.<i>in Alc</i>.89, οὐδὲν ἀπώνατο D.Chr.1.46, cf. 66.26, | |dgtxt=(ἀπονίνᾰμαι)<br /><b class="num">• Morfología:</b> [fut. ἀπονήσεται <i>h.Merc</i>.543; ép. aor. rad. atem. ἀπόνητο <i>Od</i>.11.324, A.R.1.88, opt. 2<sup>a</sup> sg. [[ἀπόναιο]] <i>Il</i>.24.556, 3<sup>a</sup> plu. ἀποναίατο <i>h.Cer</i>.132, S.<i>El</i>.211, inf. ἀπόνασθαι A.R.2.196, part. [[ἀπονήμενος]] <i>Od</i>.24.30; tard. aor. sigm. ἀπωνάμην Luc.<i>Am</i>.52, Procl.<i>in Alc</i>.89, D.Chr.1.46, 66.26]<br />[[tener el uso o placer]] de una cosa, [[disfrutar]], [[sacar provecho]] c. gen. ἧς ἥβης <i>Il</i>.17.25, τιμῆς <i>Od</i>.24.30, <i>h.Cer</i>.132, ἀγλαΐας S.<i>El</i>.211, ἐδωδῆς A.R.2.196, δωτίνης A.R.1.88, κρίσεως Luc.l.c.<br /><b class="num">•</b>Ἁρμονίης Nonn.<i>D</i>.3.114, ἀλλήλων δ' ἀπόναντο Musae.343, c. prep. y gen. ἐκ τούτων <i>PMasp</i>.151.178 (VI d.C.)<br /><b class="num">•</b>abs. [[sacar provecho]] en uso formulario ἦγε μέν, οὐδ' ἀπόνητο se casó con ella, pero no le aprovechó</i>, <i>Od</i>.11.324, θρέψε μέν, οὐδ' ἀπόνητο <i>Od</i>.17.293, πόλιν κτίσας οὐκ ἀπόνητο Hdt.1.168, ἀπώνατο λέγειν Procl.<i>in Alc</i>.89, οὐδὲν ἀπώνατο D.Chr.1.46, cf. 66.26, ἀπόνασθαι· ἀπολαῦσαι, κατατρυφᾶν Hsch. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>seul. Moy. f.</i> [[ἀπονήσομαι]], <i>ao.</i> [[ἀπωνάμην]];<br />tirer profit de, jouir de, gén. : | |btext=<i>seul. Moy. f.</i> [[ἀπονήσομαι]], <i>ao.</i> [[ἀπωνάμην]];<br />tirer profit de, jouir de, gén. : τῶνδ' ἀπόναιο IL puisses-tu en jouir !.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[ὀνίνημι]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀπονίνᾰμαι:''' [[извлекать пользу]], [[пользоваться]], [[наслаждаться]] (τινος Hom., Soph.): τὴν πόλιν κτίσας οὐκ ἀπώνητο Her. основав город, он (однако) не воспользовался плодами своих трудов. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀπονίναμαι''': μεσ. (ὁ ἐνεστὼς σχεδὸν [[οὐδαμοῦ]] εὑρίσκεται ἐν χρήσει): μέλλ. ἀπονήσομαι Ὅμ.: Ἐπ. ἀόρ. β΄ [[ἄνευ]] αὐξήσ. ἀπονήμην, [[ἀπόνητο]] Ὅμ.: β΄ ἑν. εὐκτ. [[ἀπόναιο]] Ἰλ. Ω 556, γ΄ πληθ. ἀποναίατο Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 132, Σοφ., ἀπαρ. ἀπόνασθαι Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 196· μετοχ. [[ἀπονήμενος]] Ὀδ. Ω 30. μεταγεν. ἀόρ. α΄ ἀπωνάμην Λουκ. Ἔρωτ. 52. Ἔχω τὴν ἀπόλαυσιν ἢ τὴν τέρψιν πράγματός τινος, [[ἀπολαύω]] | |lstext='''ἀπονίναμαι''': μεσ. (ὁ ἐνεστὼς σχεδὸν [[οὐδαμοῦ]] εὑρίσκεται ἐν χρήσει): μέλλ. ἀπονήσομαι Ὅμ.: Ἐπ. ἀόρ. β΄ [[ἄνευ]] αὐξήσ. ἀπονήμην, [[ἀπόνητο]] Ὅμ.: β΄ ἑν. εὐκτ. [[ἀπόναιο]] Ἰλ. Ω 556, γ΄ πληθ. ἀποναίατο Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 132, Σοφ., ἀπαρ. ἀπόνασθαι Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 196· μετοχ. [[ἀπονήμενος]] Ὀδ. Ω 30. μεταγεν. ἀόρ. α΄ ἀπωνάμην Λουκ. Ἔρωτ. 52. Ἔχω τὴν ἀπόλαυσιν ἢ τὴν τέρψιν πράγματός τινος, [[ἀπολαύω]] αὐτοῦ, ἧς ἥβης ἀπόνηθ', «τῆς ἰδίας ἀκμῆς, ὅ ἐστι νεότητος, ἀπέλαυσεν» (Σχολ.), Ἰλ. Ρ. 25· τῶν δ’ [[ἀπόναιο]], «ἀπολαύσειας» (Σχόλ.) «νὰ τὰ χαρῇς». Ω. 556· [[τιμῆς]] [[ἀπονήμενος]] Ὀδ. ἔνθ’ ἀνωτέρω· μηδέ ποτ’ ἀγλαΐας ἀποναίατο Σοφ. Ἡλ. 211.· ἀλλ’ ἡ γενική [[συχνάκις]] παραλείπεται, Ἀριάδνην... ἥν ποτε [[Θησεύς]]... ἦγε μέν, οὐδ’ ἀπόνοιτο, ἔλαβε μὲν αυτὴν ὡς γυναῖκα δὲν τὴν ἐχάρη [[ὅμως]], Ὀδ. Λ. 324· θρέψε μὲν οὐδ’ [[ἀπόνητο]] Ρ. 293, πρβλ. Π. 120· οὐκ ἀπώνητο (ἐνν. τῆς πόλεως) Ἡρόδ. 1. 168. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 23: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀπονίνᾰμαι:''' Μέσ. ([[ὀνίνημι]]), μέλ. <i>-ἀπ-ονήσομαι</i>· Επικ. | |lsmtext='''ἀπονίνᾰμαι:''' Μέσ. ([[ὀνίνημι]]), μέλ. <i>-ἀπ-ονήσομαι</i>· Επικ. γʹ ενικ. αορ. βʹ [[ἀπόνητο]]· γʹ ενικ. ευκτ. [[ἀπόναιο]], γʹ πληθ. <i>ἀποναίατο</i>· μτχ. [[ἀπονήμενος]]· έχω τη [[χρήση]] ή την [[απόλαυση]], την [[τέρψη]] ενός πράγματος, [[απολαμβάνω]] [[κάτι]], με γεν., σε Όμηρ., Σοφ.· η γεν. όμως [[συχνά]] παραλείπεται, [[ἦγε]] μὲν οὐδ' [[ἀπόνητο]], την παντρεύτηκε [[αλλά]] δεν γνώρισε καμία [[χαρά]] από το [[γεγονός]] αυτό (ή από τη [[γυναίκα]] αυτή), σε Ομήρ. Οδ.· οὐκ [[ἀπόνητο]] (ενν. <i>τῆς πόλεως</i>), σε Ηρόδ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt= | |mdlsjtxt=to [[have]] the use or [[enjoyment]] of a [[thing]], c. gen., Hom., Soph.; but the gen. is often omitted, ἦγε μὲν οὐδ' [[ἀπόνητο]] married her but had no joy [of it], Od.; οὐκ ἀπώνητο (''[[sc.]]'' τῆς πόλεως) Hdt. | ||
}} | }} |