ἄπεπλος: Difference between revisions

m
Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt="
(1)
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=")
 
(16 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=apeplos
|Transliteration C=apeplos
|Beta Code=a)/peplos
|Beta Code=a)/peplos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">unrobed</b>, i.e. <b class="b2">in her tunic only</b>, of a girl, ἄπεπλος ὀρούσαισ' ἀπὸ στρωμνᾶς <span class="bibl">Pi.<span class="title">N.</span>1.50</span>; <b class="b3">λευκῶν φαρέων ἄπεπλος</b>, i.e. clad in black, <span class="bibl">E.<span class="title">Ph.</span>324</span>(lyr.).</span>
|Definition=ἄπεπλον, [[unrobed]], i.e. [[in her tunic only]], of a girl, ἄπεπλος ὀρούσαισ' ἀπὸ στρωμνᾶς Pi.''N.''1.50; <b class="b3">λευκῶν φαρέων ἄπεπλος</b>, i.e. clad in black, E.''Ph.''324(lyr.).
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> abs. sin peplo de Alcmena ἄ. ὀρούσαισ' ἀπὸ στρωμνᾶς Pi.<i>N</i>.1.50, cf. <i>Fr</i>.52u.14.<br /><b class="num">2</b> c. gen. [[no vestido de]] φαρέων λευκῶν E.<i>Ph</i>.324.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0287.png Seite 287]] ohne Gewand, Pind. N. 1, 50; φαρέων [[ἄπεπλος]] Eur. Phoen. 335, ohne Kleid.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0287.png Seite 287]] ohne Gewand, Pind. N. 1, 50; φαρέων [[ἄπεπλος]] Eur. Phoen. 335, ohne Kleid.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />sans manteau, vêtu seulement d'une tunique ; avec un gén. : non vêtu de.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[πέπλος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἄπεπλος:''' [[без верхней одежды]] (пеплоса) Pind.: λευκῶν φαρέων ἄ. Eur. отказавшийся от белых одежд, т. е. одетый в рубище.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἄπεπλος''': -ον, [[ἄνευ]] πέπλου, ὅ ἐ. μόνον [[μετὰ]] χιτῶνος, ἐπὶ κόρης, ποσσὶν [[ἄπεπλος]] ὀρούσαισ’ ἀπὸ στρωμνᾶς, ἐν χιτωνίσκῳ, κοινῶς «μὲ τὸ ’ποκάμισο», «αὐτοποδητὶ ἐκπηδήσασα ἀπὸ τῆς κοίτης» (Σχόλ.), Πινδ. Ν. 1. (50) 74· ― ἀκριβῶς ὅμοιον τῷ [[μονόπεπλος]] ἐν Εὐρ. Ἑκ. 933 ([[ἔνθα]] τὸ [[πέπλος]] λαμβάνεται γενικῶς ἐπὶ παντὸς ἐνδύματος): ― [[ἄπεπλος]] φαρέων λευκῶν, [[ἀνείμων]] λευκῶν ἱματίων, ὅ ἐ. μέλανα ἐνδεδυμένη, Εὐρ. Φοίν. 324 (πρβλ. α ὡς προθεμ. Ι).
|lstext='''ἄπεπλος''': -ον, [[ἄνευ]] πέπλου, ὅ ἐ. μόνον μετὰ χιτῶνος, ἐπὶ κόρης, ποσσὶν [[ἄπεπλος]] ὀρούσαισ’ ἀπὸ στρωμνᾶς, ἐν χιτωνίσκῳ, κοινῶς «μὲ τὸ ’ποκάμισο», «αὐτοποδητὶ ἐκπηδήσασα ἀπὸ τῆς κοίτης» (Σχόλ.), Πινδ. Ν. 1. (50) 74· ― ἀκριβῶς ὅμοιον τῷ [[μονόπεπλος]] ἐν Εὐρ. Ἑκ. 933 ([[ἔνθα]] τὸ [[πέπλος]] λαμβάνεται γενικῶς ἐπὶ παντὸς ἐνδύματος): ― [[ἄπεπλος]] φαρέων λευκῶν, [[ἀνείμων]] λευκῶν ἱματίων, ὅ ἐ. μέλανα ἐνδεδυμένη, Εὐρ. Φοίν. 324 (πρβλ. α ὡς προθεμ. Ι).
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />sans manteau, vêtu seulement d’une tunique ; avec un gén. : non vêtu de.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[πέπλος]].
}}
}}
{{Slater
{{Slater
|sltr=<b>ᾰπεπλος, -ον</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[unrobed]] ποσσὶν [[ἄπεπλος]] ὀρούσαισ' ἀπὸ στρωμνᾶς (sc. Ἀλκμήνα) (N. 1.50) ][[ἄπεπλος]] ἐκ λεχέων νεοτόκων[ (sc. Ἀλκμήνα) (Pae. 20.14)
|sltr=<b>ᾰπεπλος, -ον</b> [[unrobed]] ποσσὶν [[ἄπεπλος]] ὀρούσαισ' ἀπὸ στρωμνᾶς (''[[sc.]]'' Ἀλκμήνα) (N. 1.50) ][[ἄπεπλος]] ἐκ λεχέων νεοτόκων[ (''[[sc.]]'' Ἀλκμήνα) (Pae. 20.14)
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> abs. sin peplo de Alcmena ἄ. ὀρούσαισ' ἀπὸ στρωμνᾶς Pi.<i>N</i>.1.50, cf. <i>Fr</i>.52u.14.<br /><b class="num">2</b> c. gen. [[no vestido de]] φαρέων λευκῶν E.<i>Ph</i>.324.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 31: Line 34:
|lsmtext='''ἄπεπλος:''' -ον, νεαρή [[γυναίκα]] που δεν φοράει πέπλο [[αλλά]] μόνον χιτώνα, σε Πίνδ.· λευκῶν φαρέων [[ἄπεπλος]], αυτή που δεν είναι ντυμένη με [[λευκά]] φορέματα, δηλ. αυτή που φοράει μαύρα ενδύματα, σε Ευρ.
|lsmtext='''ἄπεπλος:''' -ον, νεαρή [[γυναίκα]] που δεν φοράει πέπλο [[αλλά]] μόνον χιτώνα, σε Πίνδ.· λευκῶν φαρέων [[ἄπεπλος]], αυτή που δεν είναι ντυμένη με [[λευκά]] φορέματα, δηλ. αυτή που φοράει μαύρα ενδύματα, σε Ευρ.
}}
}}
{{elru
{{mdlsj
|elrutext='''ἄπεπλος:''' без верхней одежды (пеплоса) Pind.: λευκῶν φαρέων . Eur. отказавшийся от белых одежд, т. е. одетый в рубище.
|mdlsjtxt=[[unrobed]], clad in the [[tunic]] only, Pind.: λευκῶν φαρέων [[ἄπεπλος]] not clad in [[white]] robes, i. e. in [[black]], Eur.
}}
}}