3,274,789
edits
(6_8) |
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
(39 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ1 | {{LSJ1 | ||
|Full diacritics= | |Full diacritics=εὐρῠ́ς | ||
|Medium diacritics=εὐρύς | |Medium diacritics=εὐρύς | ||
|Low diacritics=ευρύς | |Low diacritics=ευρύς | ||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=evrys | |Transliteration C=evrys | ||
|Beta Code=eu)ru/s | |Beta Code=eu)ru/s | ||
|Definition= | |Definition=[[εὐρεῖα]], [[εὐρύ]], Ion. fem. εὐρέᾰ (not εὐρέη) [[Herodotus|Hdt.]]1.178, cf. Theoc. 7.78; Aeol. fem.<br><span class="bld">A</span> εὔρηα Alc.Supp.12.5: gen. εὐρέος, εὐρείας, εὐρέος: acc. sg. εὐρύν, (in Hom.) sometimes εὐρέᾰ (v. infr.): gen. εὐρέος as fem., Asius 13, Opp.C.3.323: so nom. pl. εὐρέες AP9.413 (Antiphil.):—[[wide]], [[broad]], οὐρανὸν εὐρύν Il.3.364, al.; εὐρεῖα χθών 4.182, al.; εὐρέα πόντον 6.291; εὐρέα κόλπον 18.140, al.; εὐ. σχεδίη Od.5.163; ὦμοι Il.3.210, Od.18.68,al. (Comp. εὐρύτερος δ' ὤμοισιν ἰδὲ στέρνοισιν ἰδέσθαι Il.3.194); μετάφρενον 10.29; σάκος 11.527; [[τεῖχος]] 12.5; ὁδὸς εὐρυτέρη 23.427; εὐρὺν ἀγῶνα (v. [[ἀγών]]); κατά, ἀνά, μετὰ στρατὸν εὐρὺν Ἀχαιῶν, 1.229,384,478: freq. in Ep. and Lyr., rare in Trag. (exc. in lyr.); in iambic trimeters, E.Fr.921; ποιεῖν τὸν δῆμον εὐρὺν καὶ στενόν Ar. Eq.720; not common in Prose (never in Papyri), εὐ. [[τάφρος]] [[Herodotus|Hdt.]]1.178; κόθορνοι εὐρύτατοι = [[loose]] [[boot]]s, Id.6.125; οἰκίαι X.An.4.5.25; οὔτ' εὐρεῖα οὔτε στενὴ [[διαφυγή]] Pl.Lg.737a; φλέβες εὐρύτεραι, opp. [[λεπτός|λεπτότεραι]], Diog.Apoll.6, cf. Pl.Ti.66d; πόροι Thphr.CP3.11.2; κατὰ στενότερα καὶ εὐρύτερα Pl.Phd.111d.<br><span class="bld">2</span> [[far-reaching]], [[far-spread]], κλέος εὐρύ Od.23.137; κληδών Simon.84.6; εὐ. ἐλπίδες Pl.Epigr.7.<br><span class="bld">II</span> as adverb: the neut. [[εὐρύ]] is used as positive, Pi.O.13.24; cf. [[εὐρυκρείων]], [[εὐρυρέων]]: Comp. [[εὐρυτέρως]], ἔχειν Ar.Lys.419. (Skt. urú- '[[wide]]', Comp. várīyān.) | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1095.png Seite 1095]] εῖα, ύ, ion. fem. εὐρέα, Her. 1, 178, mit kurzem α, Theocr. 7, 78; acc. sing. dei Hom. neben εὐρύν auch εὐρέα in der Vrbdg εὐρέα πόντον u. κόλπον, Il. 6, 291. 18, 140. 21, 125; zweier Endg., μεγάλαι τε καὶ εὐρέες νῆσοι, Antiphil. 28 (IX, 413), wie εὐρέος αἴης Opp. Cyn. 3, 321 u. χθονὸς εὐρέος Asius bei Ath. XII, 525 f; | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1095.png Seite 1095]] εῖα, ύ, ion. fem. εὐρέα, Her. 1, 178, mit kurzem α, Theocr. 7, 78; acc. sing. dei Hom. neben εὐρύν auch εὐρέα in der Vrbdg εὐρέα πόντον u. κόλπον, Il. 6, 291. 18, 140. 21, 125; zweier Endg., μεγάλαι τε καὶ εὐρέες νῆσοι, Antiphil. 28 (IX, 413), wie εὐρέος αἴης Opp. Cyn. 3, 321 u. χθονὸς εὐρέος Asius bei Ath. XII, 525 f; [[weit]], [[geräumig]], bes. [[οὐρανός]], [[πόντος]], νῶτα θαλάσσης, Hom., u. von Ländern, wie [[Τροία]], [[Λυκία]] u. ä., ἵζανεν εὐρὺν ἀγῶνα Il. 23, 258; [[ἄρουρα]] 18, 542; [[στρατός]] 4, 76, wie Hes. O. 244; εὐρύτερος δ' ὤμοισιν ἰδὲ στέρνοισιν ἰδέσθαι, breiter, Il. 3, 194; εὐρέες ὦμοι Od. 18, 68; εὐρεῖα σχεδίη 5, 163; [[τεῖχος]] Il. 12, 5; [[κλέος]], weit verbreitetes Gerücht, Od. 23, 137, wie Pind. Ol. 11, 99, der auch das neutr. adv. braucht, εὐρὺ ἀνάσσων, weithin herrschend, Ol. 13, 23; ῥέων, s. das Vorige; εὐρείαις ἐν αὔραις Aesch. Suppl. 850; εὐρέϊ πόντῳ Soph. Tr. 114; εὐρείας φάρ υγγος, vom Kyklopen, Eur. Cycl. 355; κόθορνοι εὐρέες Her. 6, 125; <span class="ggns">Gegensatz</span> [[στενός]], Plat. Legg. V, 737 a; εὐρύτεραι φλέβες Tim. 66 d; Xen. An. 4, 5, 25, u. einzeln, doch selten, bei andern Prosaikern, wie Luc. Tim. 18; – εὐρυτέρως ἔχειν Ar. Lys. 419. – Bei Hom. schrieb Zenodot für οὐρανὸν εὐρύν mehrfach οὐρανὸν αἰπ ύν, s. Lehrz Aristarch. ed..2 p. 165. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=[[εὐρεῖα]], εὐρύ;<br /><b>1</b> large, qui s'étend en largeur;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> qui se répand au loin, vaste, spacieux;<br /><i>Cp.</i> εὐρύτερος.<br />'''Étymologie:''' DELG cf. <i>skr.</i> váras « largeur », av. vouru « large ». | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''εὐρύς:''' [[εὐρεῖα]] (ион. [[εὐρέα]]), [[εὐρύ]]<br /><b class="num">1</b> [[широкий]] ([[κόλπος]] Hom.; [[τάφρος]] Her.; [[πόρος]] Plat., Arst.);<br /><b class="num">2</b> [[толстый]] ([[τεῖχος]] Hom.);<br /><b class="num">3</b> [[обширный]] ([[οὐρανός]] Hom.; [[στρατός]] Hom., Hes.; ποντος Hom., Soph.; [[νῆσος]] Anth.);<br /><b class="num">4</b> [[просторный]] (κόθορνοι Her.; οἰκίαι Xen.);<br /><b class="num">5</b> [[широко распространяющийся]] ([[κλέος]] φόνου Hom.);<br /><b class="num">6</b> [[далеко идущий]] (ἐλπίδες Anth.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὐρύς''': εὐρεῖα, εὐρύ· Ἰων. θηλ. εὐρέα (οὐχὶ εὐρέη), Ἡρόδ. 1. 778, [[οὕτως]] ἐν Θεοκρ. 7. 78: γεν. εὐρέος, είας, έος· αἰτ. ἑνικ. παρ’ Ὁμήρ. εὐρὺν καὶ [[ἐνίοτε]] εὐρέᾰ (ἴδε κατωτ.): - γεν. εὐρέος ὡς θηλ., Ἀσίου Ἀποσπ. 2, Ὀππ. Κυν. 3. 323· [[οὕτως]] ὀνομ. πληθ. εὐρέες, Ἀνθ. Π. 9. 413: - πρβλ. [[ἡδύς]], [[θῆλυς]], Näke Χοιρίλ. σ. 74· - Συγκρ. εὐρύτερος, ἴδε κατωτ. (Ἐκ τῆς √ΕΥΡ παράγονται [[ὡσαύτως]] αἱ λέξεις εὖρος, [[εὐρύνω]], κτλ.· πρβλ. Σανσκρ. ur-us, θηλ. ur-vi, ur-u-k΄akshâs = [[εὐρύοπα]]). Πλατύς, ἐκτεταμένος, [[εὐρύχωρος]], συχνὸν παρ’ Ὁμ., ἰδίως ἐπὶ τοῦ οὐρανοῦ, τῆς γῆς καὶ τῆς θαλάσσης, οὐρανὸν εὐρὺν Ἰλ. Γ. 364, κτλ.· εὐρεῖα χθὼν Δ. 182 κτλ.· εὐρέα πόντον Ζ. 291· [[ὡσαύτως]], εὐρέα κόλπον Σ. 140, Φ. 125, κτλ.· εὐρ. σχεδίη Ὀδ. Ε. 163· ὦμοι Ἰλ. Γ. 210, 227, Ὀδ. Σ. 68, κτλ.· ([[οὕτως]], εὐρύτερος δ’ ὤμοισιν ἰδὲ στέρνοισιν ἰδέσθαι Ἰλ. Γ. 194)· [[μετάφρενον]] Κ. 29· [[σάκος]] Λ. 527· [[τεῖχος]] Μ. 5· εὐρυτέρα ὁδὸς Ψ. 427· εὐρὺν ἀγῶνα (ἴδε ἐν λ. [[ἀγών]])· κατά, ἀνά, | |lstext='''εὐρύς''': εὐρεῖα, εὐρύ· Ἰων. θηλ. εὐρέα (οὐχὶ εὐρέη), Ἡρόδ. 1. 778, [[οὕτως]] ἐν Θεοκρ. 7. 78: γεν. εὐρέος, είας, έος· αἰτ. ἑνικ. παρ’ Ὁμήρ. εὐρὺν καὶ [[ἐνίοτε]] εὐρέᾰ (ἴδε κατωτ.): - γεν. εὐρέος ὡς θηλ., Ἀσίου Ἀποσπ. 2, Ὀππ. Κυν. 3. 323· [[οὕτως]] ὀνομ. πληθ. εὐρέες, Ἀνθ. Π. 9. 413: - πρβλ. [[ἡδύς]], [[θῆλυς]], Näke Χοιρίλ. σ. 74· - Συγκρ. εὐρύτερος, ἴδε κατωτ. (Ἐκ τῆς √ΕΥΡ παράγονται [[ὡσαύτως]] αἱ λέξεις εὖρος, [[εὐρύνω]], κτλ.· πρβλ. Σανσκρ. ur-us, θηλ. ur-vi, ur-u-k΄akshâs = [[εὐρύοπα]]). Πλατύς, ἐκτεταμένος, [[εὐρύχωρος]], συχνὸν παρ’ Ὁμ., ἰδίως ἐπὶ τοῦ οὐρανοῦ, τῆς γῆς καὶ τῆς θαλάσσης, οὐρανὸν εὐρὺν Ἰλ. Γ. 364, κτλ.· εὐρεῖα χθὼν Δ. 182 κτλ.· εὐρέα πόντον Ζ. 291· [[ὡσαύτως]], εὐρέα κόλπον Σ. 140, Φ. 125, κτλ.· εὐρ. σχεδίη Ὀδ. Ε. 163· ὦμοι Ἰλ. Γ. 210, 227, Ὀδ. Σ. 68, κτλ.· ([[οὕτως]], εὐρύτερος δ’ ὤμοισιν ἰδὲ στέρνοισιν ἰδέσθαι Ἰλ. Γ. 194)· [[μετάφρενον]] Κ. 29· [[σάκος]] Λ. 527· [[τεῖχος]] Μ. 5· εὐρυτέρα ὁδὸς Ψ. 427· εὐρὺν ἀγῶνα (ἴδε ἐν λ. [[ἀγών]])· κατά, ἀνά, μετὰ στρατὸν εὐρὺν Ἀχαιῶν Α. 229, 384, 478· - συχνὸν παρ’ ἅπασι τοῖς ποιηταῖς πλὴν τῶν Ἀττ., οἵτινες σχεδὸν δὲν μεταχειρίζονται αὐτὸ εἰμή ἐν λυρικοῖς χωρίοις, ἀλλ’ ἴδε Εὐρ. Ἀποσπ. 913, Ἀριστοφ. Ἱππ. 720· οὐδ’ [[εἶναι]] κοινὸν παρὰ πεζολόγοις, εὐρ. [[τάφρος]] Ἡρόδ. 1. 178· κόθορνοι εὐρέες, ὑποδήματα εὐρύχωρα, 6. 125· οἰκίαι Ξεν. Ἀν. 4. 5, 25· ἀντίθετον τῷ [[στενός]], Πλάτ. Νόμ. 737Α· φλέβες, πόροι ὁ αὐτ. ἐν Τιμ. 66D, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 11, 2· κατὰ εὐρύτερα Πλάτ. Φαίδων 111D. 2) [[μέγας]], φθάνων εἰς μεγάλην ἀπόστασιν, [[κλέος]] εὐρὺ Ὀδ. Ψ. 137· κληδὼν Σιμωνίδ. 84 (59). 6· εὐρ. ἐλπίδες Ἀνθ. Π. 7. 99. ΙΙ. ὡς Ἐπίρρ., τὸ οὐδ. εὐρὺ [[εἶναι]] ἐν πλείστῃ χρήσει, Πίνδ. Ο. 13. 34, κλ.· ― Συγκρ. [[εὐρυτέρως]] ἔχειν Ἀριστοφ. Λτσ. 419· ἴδε [[εὐρυρέων]]. | ||
}} | |||
{{Autenrieth | |||
|auten=εῖα, ύ, gen. -έος, -είης, acc. [[εὐρέα]] and εὐρύν: [[broad]], [[wide]]; comp., εὐρύτερος, Γ 1, Il. 23.427; adv., εὐρὺ ῥέειν, Il. 5.545. | |||
}} | |||
{{Slater | |||
|sltr=[[εὐρύς]] (εὐρύν; -είας, -εῖαν; -ύ acc.) [[broad]], [[spacious]] “κείναν εὐρεῖαν ἄπειρον” (P. 4.48) ἐς θαλάμου μυχὸν εὐρὺν [[ἔβαν]]” (N. 1.42) χθονὸς εὐρείας ἀκίνητον [[τέρας]] fr. 33c. 3. ἀγῶνα Λοξίᾳ καταβάντ' εὐρὺν ἐν [[θεῶν]] ξενίᾳ (Pae. 6.60) [[Πέργαμον]] εὐρὺ[ν] (supp. Schr.) Πα.… γᾶς παρ' ὀμφαλὸν εὐρύν (Pae. 6.120) met., [[generous]], τρέφοντι δ' εὐρὺ [[κλέος]] κόραι [[Πιερίδες]] [[Διός]] pr. (O. 10.95) n. acc. s. pro adv., [[broadly]], Ἀλφεὸν εὐρὺ ῥέοντα (O. 5.18) ὕπατ' εὐρὺ ἀνάσσων [[Ὀλυμπίας]] Ζεῦ πάτερ (O. 13.24) | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-εία -ύ (ΑΜ [[εὐρύς]], -εῖα, -ύ)<br /><b>1.</b> [[εκείνος]] που έχει αρκετή ή [[μεγάλη]] [[έκταση]], του οποίου τα [[άκρα]] ή οι πλευρές βρίσκονται σε [[απόσταση]] [[μεταξύ]] τους, [[πλατύς]], [[φαρδύς]]<br /><b>2.</b> διαδεδομένος (α. «ευρεία [[φήμη]]» β. «ευρεία [[αναγνώριση]] της αξίας του» <br />γ) «εὐρὺ [[κλέος]]»)<br /><b>μσν.</b><br />[[έτοιμος]], [[πρόθυμος]] να κάνει [[κάτι]] [[κακό]] («εὐρὺς εἰς βλασφημίαν»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[παχύς]], [[χοντρός]]<br /><b>2.</b> (το ουδ. εν. ως επίρρ.) <i>εὐρυ</i><br />[[ευρέως]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[ευρέως]] (ΑΜ εὐρέως)<br />με [[μεγάλη]] [[διάδοση]], πλατιά («διαδίδεται [[ευρέως]] ότι...»)<br /><b>αρχ.</b><br />με [[ευρυχωρία]], με [[άνεση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η [[ετυμολογία]] της λ. παρουσιάζει προβλήματα. Συγγενής τ. το ουσ. [[εύρος]]. Η [[σύνδεση]] τους με τα αρχ. ινδ. <i>uru</i> «[[ευρύς]]», <i>varas</i> «[[ευρύτητα]]» και το αβεστ. <i>vouru</i>- «[[ευρύς]]» και κατ' [[επέκταση]], με τον ΙΕ τ. <i>wrrus</i> (συνεσταλμένη [[βαθμίδα]]) «[[ευρύς]]» για το επίθ. και <i>weros</i> ([[απαθής]] [[βαθμίδα]]) «ευρύ» για το όνομα δεν ερμηνεύει το αρχικό [[φωνήεν]] <i>ε</i>-. Γι' αυτό συσχετίζεται με ελλ. αρχικό τ. <i>ε</i>-<i>Fρύ</i>-<i>ς</i>, με πρόθεματικό [[φωνήεν]] και μηδενισμένη [[βαθμίδα]]. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], το <i>ε</i> [[είναι]] [[προϊόν]] μεταθέσεως από αρχικό τ. <i>Fερύς</i>, με απαθή [[βαθμίδα]]. Ως α' συνθετικό η λ. [[ευρύς]] απαντά σε πολυάριθμα [[σύνθετα]], [[πολλά]] από τα οποία μαρτυρούνται από την αρχαία [[εποχή]] [[μέχρι]] [[σήμερα]]. Ως β' συνθετικό απαντά με τη [[μορφή]] -<i>ευρής</i> στον τ. <i>ισο</i>-<i>ευρής</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ευρύνω]], <i>ευρύτης</i><br /><b>νεοελλ.</b><br />[[εύρυνση]]<br />(Για σύνθ. <b>βλ.</b> <i>ευρυ</i>-)]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''εὐρύς:''' [[εὐρεῖα]], εὐρύ, Ιων. θηλ. [[εὐρέα]]· γεν. <i>εὐρέος</i>, <i>-είας</i>, <i>-έος</i>· αιτ. ενικ. <i>εὐρύν</i> και <i>εὐρέᾰ</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[πλατύς]], [[φαρδύς]], [[εκτεταμένος]], [[ευρύχωρος]], σε Όμηρ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που φθάνει σε [[μεγάλη]] [[απόσταση]], αυτός που απλώνεται σε [[μεγάλη]] [[απόσταση]], [[μέγας]], [[κλέος]] εὐρύ, σε Ομήρ. Οδ.· <i>ἐλπίδες</i>, σε Ανθ.<br /><b class="num">II.</b> ως επίρρ., χρησιμ. [[κυρίως]] το ουδ. <i>εὐρύ</i>, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=<b class="num">I.</b> [[wide]], [[broad]], Hom., etc.<br /><b class="num">2.</b> far-reaching, far-[[spread]], [[κλέος]] εὐρύ Od.; ἐλπίδες Anth.<br /><b class="num">II.</b> as adv. the neut. εὐρύ is [[mostly]] used, Il., etc. | |||
}} | |||
{{FriskDe | |||
|ftr='''εὐρύς''': {heurús}<br />'''Forms''': ep. Akk. auch -έα (analogisch und metrisch)<br />'''Meaning''': [[breit]], [[weit]], [[geräumig]] (seit Il.).<br />'''Composita''': Sehr oft als Vorderglied (zu [[εὐρυάγυια]] u. a. s. bes.).<br />'''Derivative''': Davon [[εὐρύτης]] [[Breite]], [[Weite]] (Hp.) und das denominative εὐρύ̄νω [[breit]], [[weit machen]] (seit θ 260; zur Bildung Schwyzer 733). — Daneben [[εὖρος]] n. [[Breite]], [[Weite]] (seit λ 312), als Hinterglied in [[ἰσοευρής]] [[mit gleicher Breite]] (Phot.).<br />'''Etymology''': Von aind. ''urú''-, aw. ''vouru''- [[breit]], aind. ''váras''- n. [[Breite]] unterscheiden sich [[εὐρύς]] und [[εὖρος]] nur im Anlaut. Auszugehen ist von idg. *''u̯r̥rú''-''s'', *''u̯éros''-, die eigentlich gr. *ϝαρύς, *ϝέρος hätten ergeben müssen; vgl. [[βαρύς]] = aind. ''gurú''-, aw. ''gouru''-. Entweder enthält [[εὐρύς]] ein prothetisches schwundstufiges *ἐϝρύς (vgl. aw. ''uru''- in ''urv''-''āp''- [[mit weitem Wasser]] aus *''u̯ru''-); oder es steht mit Metathese für ein sekundär hochstufiges *ϝερύς (nach dem primären Komparativ, aind. ''várī''-''yān'' [[breiter]]); auch [[εὖρος]] gegenüber aind. ''váras''- läßt sich so erklären, falls nicht sekundär zu [[εὐρύς]] (vgl. [[βάρος]], [[βάθος]], [[τάχος]] usw.). Unklar ist die Grundform von toch. A ''wärts'', B ''aurtse'' [[breit]] (-''ts''(''e'') suffixal). — Lit. bei Schwyzer 412 A. 1; s. auch 224 A. 2 und Fraenkel IF 50, 11. Ältere Lit. bei Bq und WP. 1, 285.<br />'''Page''' 1,592-593 | |||
}} | |||
{{WoodhouseReversedUncategorized | |||
|woodrun=[[ample]], [[broad]], [[spacious]], [[wide]], [[large in space]], [[spread out]] | |||
}} | |||
{{mantoulidis | |||
|mantxt=(=[[πλατύς]], [[εὐρύχωρος]]). Ἀπό ρίζα εϝρ → [[εὐρύς]].<br><b>Παράγωγα:</b> τό [[εὖρος]] (=[[πλάτος]]), [[εὐρύνω]]. | |||
}} | }} |