Anonymous

καταντλέω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(?s)Medium diacritics=(\w+)(έω)(?s)(.*)btext=(-ῶ)" to "Medium diacritics=$1$2$3btext=$1ῶ"
(2b)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(?s)Medium diacritics=(\w+)(έω)(?s)(.*)btext=(-ῶ)" to "Medium diacritics=$1$2$3btext=$1ῶῶ")
 
(13 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=katantleo
|Transliteration C=katantleo
|Beta Code=katantle/w
|Beta Code=katantle/w
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">pour</b> water or liquid <b class="b2">down</b> one's throat, <span class="bibl">Alex.85</span>; <b class="b2">pour over</b>, <b class="b3">εἰς τὰ λοιπὰ μέρη τοῦ σώματος κατήντλουσαν</b> (3pl. impf.) <span class="bibl"><span class="title">PSI</span> 3.168</span> (ii A.D.): metaph., <b class="b2">pour a flood of words over</b>, ταῦτά τινος <span class="bibl">Ar. <span class="title">V.</span>483</span>; κ. λόγον κατὰ τῶν ὤτων <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>344d</span>; <b class="b3">φιλοσοφίας γέλωτα κ</b>. ib. <span class="bibl">536b</span>; <b class="b3">τὰ ποιήματα ημῶν κ</b>. <span class="bibl">Id.<span class="title">Ly.</span>204d</span>:—Pass., metaph., -ούμενος ταῖς τῶν βασάνων τρικυμίαις <span class="bibl">LXX <span class="title">4 Ma.</span>7.2</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b2">bathe</b>, κ. τι ἐλαίῳ Gal.8.366; τὴν ὁδὸν αἵματι <span class="bibl">J.<span class="title">AJ</span>8.4.1</span>:—Pass., μύροις <span class="bibl">Id.<span class="title">BJ</span>4.9.10</span>.</span>
|Definition=<span class="bld">A</span> [[pour]] water or liquid [[down]] one's throat, Alex.85; [[pour over]], <b class="b3">εἰς τὰ λοιπὰ μέρη τοῦ σώματος κατήντλουσαν</b> (3pl. impf.) ''PSI'' 3.168 (ii A.D.): metaph., [[pour a flood of words over]], ταῦτά τινος Ar. ''V.''483; κ. λόγον κατὰ τῶν ὤτων [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 344d; <b class="b3">φιλοσοφίας γέλωτα κ.</b> ib. 536b; <b class="b3">τὰ ποιήματα ημῶν κ.</b> Id.''Ly.''204d:—Pass., metaph., -ούμενος ταῖς τῶν βασάνων τρικυμίαις [[LXX]] ''4 Ma.''7.2.<br><span class="bld">2</span> [[bathe]], κ. τι ἐλαίῳ Gal.8.366; τὴν ὁδὸν αἵματι J.''AJ''8.4.1:—Pass., μύροις Id.''BJ''4.9.10.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1366.png Seite 1366]] darauf-, darübergießen, -schütten, nach Moeris hellenistisch für αἰονᾶν, Medic. u. Sp., wie Ios.; warme Umschläge, Bähungen auf Etwas machen, übertr., [[ὅταν]] ξυνήγορος ταὐτὰ ταῦτά σου καταντλῇ Ar. Vesp. 483, Plat. Rep. I, 344 d ὥςπερ βαλανεὺς ἡμῶν καταντλήσας κατὰ τῶν ὤτων ἀθρόον καὶ πολὺν τὸν λόγον; γέλωτά τινος, Einen oder Etwas mit Lachen, mit Spott überhäufen, VII, 536 b; Ath. V, 221 a.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1366.png Seite 1366]] darauf-, darübergießen, -schütten, nach Moeris hellenistisch für αἰονᾶν, Medic. u. Sp., wie Ios.; warme Umschläge, Bähungen auf Etwas machen, übertr., [[ὅταν]] ξυνήγορος ταὐτὰ ταῦτά σου καταντλῇ Ar. Vesp. 483, Plat. Rep. I, 344 d ὥσπερ βαλανεὺς ἡμῶν καταντλήσας κατὰ τῶν ὤτων ἀθρόον καὶ πολὺν τὸν λόγον; γέλωτά τινος, Einen oder Etwas mit Lachen, mit Spott überhäufen, VII, 536 b; Ath. V, 221 a.
}}
{{ls
|lstext='''καταντλέω''': [[ἐπιχέω]] [[ὕδωρ]] ἢ ὑγρὸν [[μετὰ]] πολλῆς ἀφθονίας ἐπί τινος ὑποκειμένου, Ἄλεξ. ἐν «Ἡσ.» 1· «τὸ αἰονᾶν Ἀττικόν· τὸ καταντλεῖν Ἑλληνικὸν» Μοῖρις·- μεταφ., [[κατακλύζω]] διὰ φλυαρίας, «[[πνίγω]] μὲ τὰ λόγια», τινὸς Ἀριστοφ. Σφ. 483· οὕτω, κ. λόγον κατὰ τῶν ὤτων [[ὥσπερ]] βαλανεὺς Πλάτ. Πολ. 344D· γέλωτα καταντλήσομεν τῆς φιλοσοφίας [[αὐτόθι]] 536Β· τὰ ποιήματα ἡμῶν κ., ἐπιχέει [[ἄνωθεν]] ἡμῶν χείμαρρον ποιημάτων, μᾶς καταπνίγει δι’ αὐτῶν, ὁ αὐτ. ἐν Λυσ. 204D· ἱερείων πολλῶν αἵματι τὴν ὁδὸν κ. Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 8. 4, 10· καὶ τὸ παθητ., κατηντλῆσθαι σφοδροῖς λόγοις Ἀθήν. 221Α· καταντλοῦμαι μύροις Ἰώσηπ. 2) [[λούω]], [[καταβρέχω]], [[πλύνω]] μὲ [[ὕδωρ]] (σύνηθες τοῖς ἰατροῖς, ὡς καὶ τὸ ἐπαντλεῖν), κ. ὕδατι θερμῷ ἢ ἐλαίῳ τὸ πεπονθὸς [[μόριον]] Γαλην. (;)· κ. θαλάσσῃ τὰ ἕλκη Διοσκ.· καὶ Παθ., [[ἔλαιον]] καταντλεῖται, [[χάριν]] θεραπείας, Ἀφροδ. πρβλ. 1. 50.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />verser sur, épancher sur.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ἀντλέω]].
|btext=[[καταντλῶ]] :<br />[[verser sur]], [[épancher sur]].<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ἀντλέω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''καταντλέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[ρίχνω]] [[νερό]] από πάνω· μεταφ., [[κατακλύζω]] με [[λόγια]], <i>τινός</i>, σε Αριστοφ.
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=κατ-αντλέω uitgieten over, met acc. en gen., overdr.: ὅταν ταὐτὰ ταῦτά σου καταντλῇ wanneer hij diezelfde (beschuldigingen) over jou uitstort Aristoph. Ve. 483; ἡμῶν κατὰ τῶν ὤτων πολὺν λόγον κ. over onze oren een vloed van woorden uitstorten Plat. Resp. 344d.
|elnltext=κατ-αντλέω uitgieten over, met acc. en gen., overdr.: ὅταν ταὐτὰ ταῦτά σου καταντλῇ wanneer hij diezelfde (beschuldigingen) over jou uitstort Aristoph. Ve. 483; ἡμῶν κατὰ τῶν ὤτων πολὺν λόγον κ. over onze oren een vloed van woorden uitstorten Plat. Resp. 344d.
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''καταντλέω:''' досл. выливать, перен. затоплять, обрушивать: τὰ ποιήματά τινος κ. Plat. надоедать кому-л. (своими) стихами; γέλωτα κ. φιλοσοφίας Plat. засыпать философию насмешками.
|elrutext='''καταντλέω:''' досл. выливать, перен. затоплять, обрушивать: τὰ ποιήματά τινος κ. Plat. надоедать кому-л. (своими) стихами; γέλωτα κ. φιλοσοφίας Plat. засыпать философию насмешками.
}}
{{ls
|lstext='''καταντλέω''': [[ἐπιχέω]] [[ὕδωρ]] ἢ ὑγρὸν μετὰ πολλῆς ἀφθονίας ἐπί τινος ὑποκειμένου, Ἄλεξ. ἐν «Ἡσ.» 1· «τὸ αἰονᾶν Ἀττικόν· τὸ καταντλεῖν Ἑλληνικὸν» Μοῖρις·- μεταφ., [[κατακλύζω]] διὰ φλυαρίας, «[[πνίγω]] μὲ τὰ λόγια», τινὸς Ἀριστοφ. Σφ. 483· οὕτω, κ. λόγον κατὰ τῶν ὤτων [[ὥσπερ]] βαλανεὺς Πλάτ. Πολ. 344D· γέλωτα καταντλήσομεν τῆς φιλοσοφίας [[αὐτόθι]] 536Β· τὰ ποιήματα ἡμῶν κ., ἐπιχέει [[ἄνωθεν]] ἡμῶν χείμαρρον ποιημάτων, μᾶς καταπνίγει δι’ αὐτῶν, ὁ αὐτ. ἐν Λυσ. 204D· ἱερείων πολλῶν αἵματι τὴν ὁδὸν κ. Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 8. 4, 10· καὶ τὸ παθητ., κατηντλῆσθαι σφοδροῖς λόγοις Ἀθήν. 221Α· καταντλοῦμαι μύροις Ἰώσηπ. 2) [[λούω]], [[καταβρέχω]], [[πλύνω]] μὲ [[ὕδωρ]] (σύνηθες τοῖς ἰατροῖς, ὡς καὶ τὸ ἐπαντλεῖν), κ. ὕδατι θερμῷ ἢ ἐλαίῳ τὸ πεπονθὸς [[μόριον]] Γαλην. (;)· κ. θαλάσσῃ τὰ ἕλκη Διοσκ.· καὶ Παθ., [[ἔλαιον]] καταντλεῖται, [[χάριν]] θεραπείας, Ἀφροδ. πρβλ. 1. 50.
}}
{{lsm
|lsmtext='''καταντλέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[ρίχνω]] [[νερό]] από πάνω· μεταφ., [[κατακλύζω]] με [[λόγια]], <i>τινός</i>, σε Αριστοφ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. ήσω<br />to [[pour]] [[water]] [[over]]:—metaph. to [[pour]] a [[flood]] of words [[over]], τινός Ar.
}}
}}