3,258,372
edits
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(?s)Medium diacritics=(\w+)(έομαι)(?s)(.*)btext=(-οῦμαι)" to "Medium diacritics=$1$2$3btext=$1οῦμαιοῦμαι") |
||
(10 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=prodiomologeomai | |Transliteration C=prodiomologeomai | ||
|Beta Code=prodiomologe/omai | |Beta Code=prodiomologe/omai | ||
|Definition= | |Definition=[[agree in allowing beforehand]], Pl.''Ti.''78a, Arist. ''Top.''108b15; <b class="b3">π. τινί</b> c. inf., D.C.38.14; π. ἵνα… Id.62.21:—Pass., [[προδιωμολογημένα]] [[points conceded on both sides beforehand]], [[varia lectio|v.l.]] for [[προσδιομολογέομαι]] in Pl.''Sph.''241a; ἐκεῖνο προδιομολογείσθω [[Aristotle|Arist.]]''[[Nicomachean Ethics|EN]]''1103b34; τούτου -ομολογηθέντος Ph.1.431. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=[[προδιομολογοῦμαι]];<br />convenir auparavant ; [[ἵνα]] que ; <i>Pass.</i> être convenu.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[διά]], [[ὁμολογέω]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''προδιομολογέομαι:'''<br /><b class="num">1</b> [[предварительно соглашаться]], [[приходить к соглашению]] Arst.: κατοψόμεθα [[ῥᾷον]], προδιομολογησάμενοι τὸ τοιόνδε Plat. мы легче поймем (это), столковавшись вот насчет чего;<br /><b class="num">2</b> [[ранее признаваться]]: προδιωμολογημένα Plat. заранее признанное; ἐκεῖνο προδιομολογείσθω (ὅτι) Arst. заранее нужно согласиться с тем (что). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προδιομολογέομαι''': ἀποθ., συμφωνῶ ἐκ τῶν προτέρων, Πλάτ. Τίμ. 78Α, Ἀριστ. Τοπ. 1, 18, 6· π. τινι, μετ’ ἀπαρ., Δίων Κ. 38. 14· πρ. ἵνα... ὁ αὐτ. 62. 21. ― Παθ., προδιωμολογημένα, προσυμπεφωνημένα, Πλάτ. Σοφ. 241Α· ἐκεῖνο προδιομολογείσθω Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 2. 2, 3. ― Ρημ. ἐπίθ., προδιομολογητέον, πρέπει τις νὰ παραδεχθῇ ἐκ τῶν προτέρων, ὁ αὐτ. ἐν Τοπ. 2. 3, 2. | |lstext='''προδιομολογέομαι''': ἀποθ., συμφωνῶ ἐκ τῶν προτέρων, Πλάτ. Τίμ. 78Α, Ἀριστ. Τοπ. 1, 18, 6· π. τινι, μετ’ ἀπαρ., Δίων Κ. 38. 14· πρ. ἵνα... ὁ αὐτ. 62. 21. ― Παθ., προδιωμολογημένα, προσυμπεφωνημένα, Πλάτ. Σοφ. 241Α· ἐκεῖνο προδιομολογείσθω Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 2. 2, 3. ― Ρημ. ἐπίθ., προδιομολογητέον, πρέπει τις νὰ παραδεχθῇ ἐκ τῶν προτέρων, ὁ αὐτ. ἐν Τοπ. 2. 3, 2. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''προδιομολογέομαι:''' μέλ. <i>-ήσομαι</i>, αποθ., [[συμφωνώ]] εκ των προτέρων — Παθ., είμαι συμφωνημένος και στις δυο μεριές εκ των προτέρων, σε Αριστ. | |lsmtext='''προδιομολογέομαι:''' μέλ. <i>-ήσομαι</i>, αποθ., [[συμφωνώ]] εκ των προτέρων — Παθ., είμαι συμφωνημένος και στις δυο μεριές εκ των προτέρων, σε Αριστ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=fut. ήσομαι<br />Dep. to [[grant]] [[beforehand]]:—Pass. to be granted on [[both]] sides [[beforehand]], Arist. | |mdlsjtxt=fut. ήσομαι<br />Dep. to [[grant]] [[beforehand]]:—Pass. to be granted on [[both]] sides [[beforehand]], Arist. | ||
}} | }} |