3,277,121
edits
m (elru replacement) |
|||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=aleo | |Transliteration C=aleo | ||
|Beta Code=a)le/w | |Beta Code=a)le/w | ||
|Definition=(A), [ᾰ]: impf. [[ἤλουν]] | |Definition=(A), [ᾰ]: impf. [[ἤλουν]] Pherecr.10.1: aor. ἤλεσα Id.183,Hp.''Fist.'' 7, ''Steril.''230, etc.; Ep. [[ἄλεσσα]] (κατ-) Od.20.109: pf. ἀλήλεκα ''AP''11.251 (Nicarch.):—Pass., pf. ἀλήλεσμαι Hp. ap. Gal.19.76, [[Herodotus|Hdt.]]7.23; ἀλήλεμαι Th.4.26, Amph.9: aor. ἠλέσθην Dsc.1.120:—[[grind]], [[bruise]], Hom. only in compd. [[καταλέω]], [[quod vide|q.v.]]; <b class="b3">ἤλουν τὰ σιτία</b> Pherecr.l.c.; [[βίος ἀληλεμένος]] = [[civilized]] [[life]], in which one uses [[ground]] [[corn]] and not [[raw]] [[fruit]]s, Amph. [[l.c.]]; [[ἄλει]], [[μύλα]], [[ἄλει]] = [[grind]], [[mill]], [[grind]]! ''Carm. Pop''.43: metaph., [[ὀψὲ θεῶν ἀλέουσι μύλαι, ἀλέουσι δὲ λεπτά]] = the [[millstone]]s of the [[god]]s [[grind]] [[late]], but they [[grind]] [[fine]] Poet. ap. S.E.''M.''1.287.<br /><br />(B), only in Med. [[ἀλέομαι]], [[quod vide|q.v.]] | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext= | |btext=[[ἀλῶ]] :<br /><i>impf.</i> [[ἤλουν]], <i>f.</i> ἀλέσω, <i>att.</i> [[ἀλῶ]] ; <i>ao.</i> [[ἤλεσα]], <i>pf.</i> [[ἀλήλεκα]];<br /><i>Pass. ao.</i> [[ἠλέσθην]], <i>pf.</i> [[ἀλήλεσμαι]] <i>ou</i> [[ἀλήλεμαι]];<br />moudre ; <i>fig.</i> [[écraser]], [[battre]], [[blesser LSJ]].<br />'''Étymologie:''' R. Ἀλ pour Ϝαλ, moudre ; cf. [[ἀλωή]] et [[ἅλως]]. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
Line 41: | Line 41: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀλέω''': [ᾰ]: παρατατ. ἤλουν, Φερεκρ. ἐν «Ἀγρίοις» 1˙ ἀόρ. ἤλεσα, ὁ αὐτ. Ἄδηλ. 18, Ἱππ., κτλ., Ἐπ. ἄλεσσα (κατ-), Ὀδ.: ― πρκμ. [[ἀλήλεκα]], Ἀνθ. Π. 11. 251: ― Παθ. πρκμ. ἀλήλεσμαι, Ἡρόδ. 7. 23, Θουκ. 4. 26 ([[ἔνθα]] [[ὅμως]] ὁ Βεκκ. ἀλήλεμαι καὶ ὅτι [[οὗτος]] [[εἶναι]] ὁ ὀρθὸς Ἀττικὸς [[τύπος]] φαίνεται ἐκ τοῦ μέτρου, ἂν ὀρθῶς ὁ Meineke ἔχῃ αὐτὸ ἐν «Γυναικομανίᾳ» Ἄμφιδος 1.): ― ἀόρ. ἠλέσθην, Διοσκ. 1. 173, = Ἀλέθω, [[συντρίβω]], [[κοπανίζω]], κατὰ πυρὸν ἄλεσσαν ([[ὅπερ]] [[κυρίως]] ἀνήκει εἰς τὸ [[καταλέω]]), Ὀδ. Υ. 109˙ ἤλουν τὰ σιτία, Φερεκρ. ἔνθ’ ἀνωτ., [[βίος]] ἀληλεμένος, [[βίος]] πεπολιτισμένος, καθ’ ὃν γίνεται [[χρῆσις]] ἀληλεσμένου σίτου καὶ οὐχὶ καρπῶν ἐν τῇ φυσικῇ αὐτῶν καταστάσει, ἴδε Meineke ἐν «Ἄμφιδι» ἔνθ’ ἀνωτ., ἄλει, μύλα, ἄλει, ἄλεθε, μύλε, ἄλεθε, ᾆσμα παρὰ Πλουτ. 2. 157Ε, Bgk. Carm. Pop. Lyr. 43. (Ἐκ √ΑΛ παράγονται καὶ τὰ [[ἀλήθω]], [[ἀλίνω]], ἀλείατα, [[ἀλετός]], [[ἄλευρον]] (ἀλλ’ οὐχὶ [[ἄλφιτον]]), [[ἀλοάω]], ἄλως, [[ἀλωή]]˙ ὁ Βούττμανος καὶ ἄλλοι σχετίζουσι τὴν ῥίζαν ταύτην πρὸς τὴν ϜΕΛ ἐν [[εἴλω]], [[ὅπερ]] ὑποστηρίζει καὶ ὁ [[τύπος]] [[οὐλαί]] (χονδροαλεσμένον κριθάρι). Ἄλλ’ οὐδὲν ὑπάρχει [[ἴχνος]] τοῦ ϝ ἐν τῷ [[ἀλέω]] καὶ τοῖς παραγώγοις | |lstext='''ἀλέω''': [ᾰ]: παρατατ. ἤλουν, Φερεκρ. ἐν «Ἀγρίοις» 1˙ ἀόρ. ἤλεσα, ὁ αὐτ. Ἄδηλ. 18, Ἱππ., κτλ., Ἐπ. ἄλεσσα (κατ-), Ὀδ.: ― πρκμ. [[ἀλήλεκα]], Ἀνθ. Π. 11. 251: ― Παθ. πρκμ. ἀλήλεσμαι, Ἡρόδ. 7. 23, Θουκ. 4. 26 ([[ἔνθα]] [[ὅμως]] ὁ Βεκκ. ἀλήλεμαι καὶ ὅτι [[οὗτος]] [[εἶναι]] ὁ ὀρθὸς Ἀττικὸς [[τύπος]] φαίνεται ἐκ τοῦ μέτρου, ἂν ὀρθῶς ὁ Meineke ἔχῃ αὐτὸ ἐν «Γυναικομανίᾳ» Ἄμφιδος 1.): ― ἀόρ. ἠλέσθην, Διοσκ. 1. 173, = Ἀλέθω, [[συντρίβω]], [[κοπανίζω]], κατὰ πυρὸν ἄλεσσαν ([[ὅπερ]] [[κυρίως]] ἀνήκει εἰς τὸ [[καταλέω]]), Ὀδ. Υ. 109˙ ἤλουν τὰ σιτία, Φερεκρ. ἔνθ’ ἀνωτ., [[βίος]] ἀληλεμένος, [[βίος]] πεπολιτισμένος, καθ’ ὃν γίνεται [[χρῆσις]] ἀληλεσμένου σίτου καὶ οὐχὶ καρπῶν ἐν τῇ φυσικῇ αὐτῶν καταστάσει, ἴδε Meineke ἐν «Ἄμφιδι» ἔνθ’ ἀνωτ., ἄλει, μύλα, ἄλει, ἄλεθε, μύλε, ἄλεθε, ᾆσμα παρὰ Πλουτ. 2. 157Ε, Bgk. Carm. Pop. Lyr. 43. (Ἐκ √ΑΛ παράγονται καὶ τὰ [[ἀλήθω]], [[ἀλίνω]], ἀλείατα, [[ἀλετός]], [[ἄλευρον]] (ἀλλ’ οὐχὶ [[ἄλφιτον]]), [[ἀλοάω]], ἄλως, [[ἀλωή]]˙ ὁ Βούττμανος καὶ ἄλλοι σχετίζουσι τὴν ῥίζαν ταύτην πρὸς τὴν ϜΕΛ ἐν [[εἴλω]], [[ὅπερ]] ὑποστηρίζει καὶ ὁ [[τύπος]] [[οὐλαί]] (χονδροαλεσμένον κριθάρι). Ἄλλ’ οὐδὲν ὑπάρχει [[ἴχνος]] τοῦ ϝ ἐν τῷ [[ἀλέω]] καὶ τοῖς παραγώγοις αὐτοῦ καὶ αἱ ἀντίστοιχοι λέξεις ἐν τῇ Λατιν. καὶ ἄλλαι τινὲς ὑποδεικνύουσιν ὅτι ἀπεβλήθη ἓν Μ, [[ὥστε]] ἡ ἐξ ἀρχῆς [[ῥίζα]] δυνατὸν νὰ ἦτο ΜΑΛ, ΜΟΛ, Λατ. molo, mola, κτλ.˙ ἴδε ἐν λ. [[μύλη]]). Ἐν χρήσει μόνον κατὰ τὸ μέσ. [[ἀλέομαι]], ὃ ἴδε. | ||
}} | }} | ||
{{FriskDe | {{FriskDe |