3,258,318
edits
m (elru replacement) |
|||
(15 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=psychikos | |Transliteration C=psychikos | ||
|Beta Code=yuxiko/s | |Beta Code=yuxiko/s | ||
|Definition= | |Definition=ψυχική, ψυχικόν,<br><span class="bld">A</span> of the [[soul]] or [[life]], [[spiritual]], opp. [[σωματικός]], ἡδοναί Arist.EN1117b28; ὁρμαί Plb.8.10.9; [[πνεῦμα ψυχικόν]] = the [[spirit]], or [[breath]] of [[life]], Plu.2.1084e, etc.; [[νόσος]] ib.524d. Adv. [[ψυχικῶς]] Ph.1.81; opp. [[σωματικῶς]], [[νοερῶς]], Procl.Inst.139; also, [[heartily]], [[from the heart]], [[LXX]] 2 Ma.4.37, 14.24.<br><span class="bld">2</span> [[of the animal life]], [[animal]], ὁ ψυχικός [[ἄνθρωπος]] = the [[natural]] [[man]], opp. ὁ [[πνευματικός]], 1 Ep.Cor.2.14, cf. Ep.Jud.19, Phot. [[sub verbo|s.v.]]<br><span class="bld">3</span> [[brave]], Alex.338.<br><span class="bld">II</span> for the [[soul]] or [[spirit]] of one [[deceased]], ψυχικὰ δῶρα διδούς, ''[[sc.]]'' to [[Hermes]], Epigr.Gr.815.4 (Crete).<br><span class="bld">III</span> [[cooling]], Vett.Val.6.27 ([[si vera lectio|s.v.l.]]). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1404.png Seite 1404]] von der Seele, vom Leben, zur Seele, zum Leben gehörig, [[δύναμις]], [[πνεῦμα]], Lebenskraft, Odem, Sp.; – ὁρμαί Pol. 8, 12, 9, im | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1404.png Seite 1404]] von der Seele, vom Leben, zur Seele, zum Leben gehörig, [[δύναμις]], [[πνεῦμα]], Lebenskraft, Odem, Sp.; – ὁρμαί Pol. 8, 12, 9, im <span class="ggns">Gegensatz</span> von [[σωματικός]], geistig; vgl. Arist. eth. 3, 10; Sext. Emp. u. A.; – δῶρα ψυχικά Ep. ad. 169 (App. 282), entweder Tieropfer od. von Herzen gern dargebracht. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> [[qui concerne le souffle]] <i>ou</i> la vie;<br /><b>2</b> [[qui concerne l'âme]].<br />'''Étymologie:''' [[ψυχή]]. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=ψυχικός -ή -όν [ψυχή] van de ziel, de ziel betreffend, geestelijk:; ἡδοναὶ ψυχικαί genoegens van de ziel Aristot. EN 1117b28; subst.. τὰ ψυχικά activiteiten van de ziel Aristot. EN 1099a8. christ., tegenover πνευματικός, (in de wereld) levend, werelds:. ὁ ψυχικὸς ἄνθρωπος de mens die de Geest niet bezit ΝΤ 1 Cor. 2.14. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ψῡχικός:''' <b class="num">1)</b> душевный, духовный (ἡδοναί Arst.; ὁρμαί Polyb.; [[πάθη]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> жизненный ([[δύναμις]] Plut.);<br /><b class="num">3)</b> (в отличие от [[πνευματικός]]) душевный [[NT]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ψυχικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τὴν ψυχὴν ἢ εἰς τὴν ζωήν, [[πνευματικός]], αντίθετ. τῷ [[σωματικός]]· ἡδοναὶ Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 3. 10, 2, πρβλ. Ἀνθ. Π. παράρτ. 282· ὁρμαὶ Πολύβ. 8. 12, 9· [[δύναμις]] ψ., [[πνεῦμα]] ψ., ἡ [[δύναμις]], ἡ πνοὴ τῆς ζωῆς, Πλούτ. 2. 1084Ε, κλπ· [[νόσος]] αυτόθι 524D. 2) ὁ ἀνήκων [[ἁπλῶς]] εἰς τὴν ὑλικὴν ζωήν, ζωϊκός, ὁ ψ. [[ἄνθρωπος]], ὁ [[φυσικός]] [[ἄνθρωπος]], ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸν πνευματικόν, Α΄ Ἐπιστ. πρὸς Κορινθ. β΄, 14, Ἰουδ. Ἐπιστ. 19· ἴδε Φώτ. ἐν λ.· - οἱ ψυχικοί, [[ὄνομα]] [[ὅπερ]] ἔδιδον εἰς τοὺς καθολικοὺς Χριστιανοὺς οἱ Μοντανισταὶ (ἴδε Ter. tull. contr. Psychicos), Κλήμ. Ἀλεξ. 604. - Ἐπίρρ. -κῶς, Ἑβδ. (Β΄ Μακκ. Δ΄, 37, ΙΔ΄, 24)· ἴδε ἐν λ. πραγματικὸς ἐν τέλει. ΙΙ. ὁ διὰ τὴν ψυχὴν τεθνεῶτος ψυχικὰ δῶρα διδούς, δηλ. τῷ Ἑρμῇ, Συλλ. Ἐπιγρ. 2569. 5· ὁ τῆς ψυχῆς, ψ. [[σωτηρία]] [[αὐτόθι]] 8752, πρβλ. 8802. | |lstext='''ψυχικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τὴν ψυχὴν ἢ εἰς τὴν ζωήν, [[πνευματικός]], αντίθετ. τῷ [[σωματικός]]· ἡδοναὶ Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 3. 10, 2, πρβλ. Ἀνθ. Π. παράρτ. 282· ὁρμαὶ Πολύβ. 8. 12, 9· [[δύναμις]] ψ., [[πνεῦμα]] ψ., ἡ [[δύναμις]], ἡ πνοὴ τῆς ζωῆς, Πλούτ. 2. 1084Ε, κλπ· [[νόσος]] αυτόθι 524D. 2) ὁ ἀνήκων [[ἁπλῶς]] εἰς τὴν ὑλικὴν ζωήν, ζωϊκός, ὁ ψ. [[ἄνθρωπος]], ὁ [[φυσικός]] [[ἄνθρωπος]], ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸν πνευματικόν, Α΄ Ἐπιστ. πρὸς Κορινθ. β΄, 14, Ἰουδ. Ἐπιστ. 19· ἴδε Φώτ. ἐν λ.· - οἱ ψυχικοί, [[ὄνομα]] [[ὅπερ]] ἔδιδον εἰς τοὺς καθολικοὺς Χριστιανοὺς οἱ Μοντανισταὶ (ἴδε Ter. tull. contr. Psychicos), Κλήμ. Ἀλεξ. 604. - Ἐπίρρ. -κῶς, Ἑβδ. (Β΄ Μακκ. Δ΄, 37, ΙΔ΄, 24)· ἴδε ἐν λ. πραγματικὸς ἐν τέλει. ΙΙ. ὁ διὰ τὴν ψυχὴν τεθνεῶτος ψυχικὰ δῶρα διδούς, δηλ. τῷ Ἑρμῇ, Συλλ. Ἐπιγρ. 2569. 5· ὁ τῆς ψυχῆς, ψ. [[σωτηρία]] [[αὐτόθι]] 8752, πρβλ. 8802. | ||
}} | }} | ||
{{StrongGR | {{StrongGR | ||
Line 23: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
|txtha=ψυχική, ψυχικόν ([[ψυχή]]) (Vulg. animalis, Gem. sinnlich), "of or belonging to the [[ψυχή]];<br /><b class="num">a.</b> having the [[nature]] and characteristics of the [[ψυχή]] i. e. of the [[principle]] of [[animal]] [[life]]," [[which]] men [[have]] in [[common]] [[with]] the brutes ([[see]] [[ψυχή]], 1a.); (A. V. [[natural]]): [[σῶμα]] ψυχικόν, τό ψυχικόν (Winer's Grammar, 592 (551)), [[σάρξ]] καί [[αἷμα]] in σαρκικον; [[but]] prompted by the [[phrase]] [[ψυχή]] ζῶσα in ψυχικόν.<br /><b class="num">b.</b> "governed by the [[ψυχή]] i. e. the [[sensuous]] [[nature]] [[with]] its [[subjection]] to [[appetite]] and [[passion]] (as [[though]] made up of [[nothing]] [[but]] [[ψυχή]]): [[ἄνθρωπος]] (equivalent to [[σαρκικός]] (or [[σάρκινος]], [[which]] [[see]] 3) in ψυχικοί, [[πνεῦμα]] μή ἔχοντες, A. V. [[sensual]] (R. V. [[with]] marginal [[reading]] 'Or [[natural]], Or [[animal]]'); so in the [[following]] [[example]]); [[σοφία]], a [[wisdom]] in [[harmony]] [[with]] the [[corrupt]] desires and affections, and springing from [[them]] ([[see]] [[σοφία]], a., p. 581 b [[bottom]]), [[Aristotle]] and [[Polybius]] | |txtha=ψυχική, ψυχικόν ([[ψυχή]]) (Vulg. animalis, Gem. sinnlich), "of or belonging to the [[ψυχή]];<br /><b class="num">a.</b> having the [[nature]] and characteristics of the [[ψυχή]] i. e. of the [[principle]] of [[animal]] [[life]]," [[which]] men [[have]] in [[common]] [[with]] the brutes ([[see]] [[ψυχή]], 1a.); (A. V. [[natural]]): [[σῶμα]] ψυχικόν, τό ψυχικόν (Winer's Grammar, 592 (551)), [[σάρξ]] καί [[αἷμα]] in σαρκικον; [[but]] prompted by the [[phrase]] [[ψυχή]] ζῶσα in ψυχικόν.<br /><b class="num">b.</b> "governed by the [[ψυχή]] i. e. the [[sensuous]] [[nature]] [[with]] its [[subjection]] to [[appetite]] and [[passion]] (as [[though]] made up of [[nothing]] [[but]] [[ψυχή]]): [[ἄνθρωπος]] (equivalent to [[σαρκικός]] (or [[σάρκινος]], [[which]] [[see]] 3) in ψυχικοί, [[πνεῦμα]] μή ἔχοντες, A. V. [[sensual]] (R. V. [[with]] marginal [[reading]] 'Or [[natural]], Or [[animal]]'); so in the [[following]] [[example]]); [[σοφία]], a [[wisdom]] in [[harmony]] [[with]] the [[corrupt]] desires and affections, and springing from [[them]] ([[see]] [[σοφία]], a., p. 581 b [[bottom]]), [[Aristotle]] and [[Polybius]] down.) | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό / [[ψυχικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[ψυχή]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[ψυχή]] (α. «[[ψυχικό]] [[σθένος]]» β. «ψυχικὴ [[δύναμις]]», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «ψυχική [[οδύνη]]»<br /><b>(νομ.)</b> [[είδος]] αποζημιωτέας ηθικής βλάβης, που επιφέρει ο [[ψυχικός]] [[πόνος]] από τη [[θανάτωση]] ενός προσώπου υπό συνθήκες αδικοπραξίας στα [[μέλη]] της οικογένειάς του<br />β) «ψυχική [[επαφή]]»<br /><b>(ψυχολ.)</b> <b>βλ.</b> [[επαφή]]<br />γ) «ψυχική [[διάθεση]]»<br /><b>(ψυχολ.)</b> το θυμικό<br />δ) «ψυχική [[νόσος]]»<br />(ιατρ.-ψυχολ.) καθεμιά από τις νόσους του εγκεφάλου με συμπτώματα που αφορούν [[κυρίως]] την [[συμπεριφορά]], από τις νόσους της προσωπικότητας που εκδηλώνονται με μη φυσιολογική [[συμπεριφορά]] και από τις νόσους που εμφανίζουν κοινωνικές αποκλίσεις της συμπεριφοράς<br />ε) «[[ψυχικό]] [[τραύμα]]» — <b>βλ.</b> [[τραύμα]]<br />στ) «[[βρασμός]] ψυχικής ορμής»<br />(ποιν. δίκ.) η [[κατά]] τη [[λήψη]] της απόφασης [[προς]] [[τέλεση]] εγκλήματος, ή [[κατά]] την εκτέλεσή της, ψυχική [[κατάσταση]] του δράστη η οποία αποκλείει τη [[σκέψη]]<br />ζ) «ψυχικές έρευνες»<br />(παλαιότερα) η [[παραψυχολογία]]<br />η) «ψυχική [[αποξένωση]]»<br /><b>(ψυχολ.)</b> [[κατάσταση]] ενός υποκειμένου, οι διανοητικές ικανότητες του οποίου έχουν [[σοβαρά]] διαταραχθεί με [[αποτέλεσμα]] να μην του επιτρέπουν [[πλέον]] να διάγει ζωή συμβατή με την κοινωνική ζωή<br />θ) «ψυχική [[ορμή]]»<br />(ποιν. δίκ.) αιφνίδια [[υπερδιέγερση]] ορισμένου συναισθήματος που επιφέρει [[διατάραξη]] της συνείδησης και συνιστά, ως εκ τούτου, λόγο αποκλείσεως του καταλογισμού<br />ι) «[[ψυχικός]] [[κόσμος]]» — ο [[ψυχισμός]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <b>βλ.</b> [[ψυχικό]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην υλική ζωή («ψυχικὸς δὲ [[ἄνθρωπος]] οὐ δέχεται τὰ τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ», ΚΔ)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (αμφβλ. σημ.) [[ψυκτικός]]<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οἱ ψυχικοί</i><br />υβριστικὴ [[ονομασία]] που δινόταν από τους Μοντανιστές στους καθολικούς χριστιανούς («μὴ [[τοίνυν]] ψυχικοὺς ἐν ὀνείδους μέρει λεγόντων | |mltxt=-ή, -ό / [[ψυχικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[ψυχή]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[ψυχή]] (α. «[[ψυχικό]] [[σθένος]]» β. «ψυχικὴ [[δύναμις]]», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «ψυχική [[οδύνη]]»<br /><b>(νομ.)</b> [[είδος]] αποζημιωτέας ηθικής βλάβης, που επιφέρει ο [[ψυχικός]] [[πόνος]] από τη [[θανάτωση]] ενός προσώπου υπό συνθήκες αδικοπραξίας στα [[μέλη]] της οικογένειάς του<br />β) «ψυχική [[επαφή]]»<br /><b>(ψυχολ.)</b> <b>βλ.</b> [[επαφή]]<br />γ) «ψυχική [[διάθεση]]»<br /><b>(ψυχολ.)</b> το θυμικό<br />δ) «ψυχική [[νόσος]]»<br />(ιατρ.-ψυχολ.) καθεμιά από τις νόσους του εγκεφάλου με συμπτώματα που αφορούν [[κυρίως]] την [[συμπεριφορά]], από τις νόσους της προσωπικότητας που εκδηλώνονται με μη φυσιολογική [[συμπεριφορά]] και από τις νόσους που εμφανίζουν κοινωνικές αποκλίσεις της συμπεριφοράς<br />ε) «[[ψυχικό]] [[τραύμα]]» — <b>βλ.</b> [[τραύμα]]<br />στ) «[[βρασμός]] ψυχικής ορμής»<br />(ποιν. δίκ.) η [[κατά]] τη [[λήψη]] της απόφασης [[προς]] [[τέλεση]] εγκλήματος, ή [[κατά]] την εκτέλεσή της, ψυχική [[κατάσταση]] του δράστη η οποία αποκλείει τη [[σκέψη]]<br />ζ) «ψυχικές έρευνες»<br />(παλαιότερα) η [[παραψυχολογία]]<br />η) «ψυχική [[αποξένωση]]»<br /><b>(ψυχολ.)</b> [[κατάσταση]] ενός υποκειμένου, οι διανοητικές ικανότητες του οποίου έχουν [[σοβαρά]] διαταραχθεί με [[αποτέλεσμα]] να μην του επιτρέπουν [[πλέον]] να διάγει ζωή συμβατή με την κοινωνική ζωή<br />θ) «ψυχική [[ορμή]]»<br />(ποιν. δίκ.) αιφνίδια [[υπερδιέγερση]] ορισμένου συναισθήματος που επιφέρει [[διατάραξη]] της συνείδησης και συνιστά, ως εκ τούτου, λόγο αποκλείσεως του καταλογισμού<br />ι) «[[ψυχικός]] [[κόσμος]]» — ο [[ψυχισμός]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <b>βλ.</b> [[ψυχικό]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην υλική ζωή («ψυχικὸς δὲ [[ἄνθρωπος]] οὐ δέχεται τὰ τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ», ΚΔ)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (αμφβλ. σημ.) [[ψυκτικός]]<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οἱ ψυχικοί</i><br />υβριστικὴ [[ονομασία]] που δινόταν από τους Μοντανιστές στους καθολικούς χριστιανούς («μὴ [[τοίνυν]] ψυχικοὺς ἐν ὀνείδους μέρει λεγόντων ἡμᾶς οἱ προειρημένοι, ἀλλὰ καὶ οἱ Φρύγες», Κλήμ. Αλ.)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «πνεῦμα ψυχικόν» — η [[δύναμη]], η [[πνοή]] της ζωής (<b>Πλούτ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ψυχικώς</i> / <i>ψυχικῶς</i>, ΝΜΑ, και <i>ψυχικά</i> Ν<br />ως [[προς]] την [[ψυχή]], [[κατά]] την [[ψυχή]], με την [[ψυχή]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> στα [[βάθη]] της καρδιάς, ενδόμυχα<br /><b>2.</b> ως [[προς]] τα ψυχικά αισθήματα. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ψῡχικός:''' -ή, -όν ([[ψυχή]])·<br /><b class="num">1.</b> αυτός που ανήκει στην [[ψυχή]] ή στη [[ζωή]], [[πνευματικός]], αντίθ. προς το [[σωματικός]], σε Αριστ., Ανθ.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που σχετίζεται με την υλική [[ζωή]] μόνο, [[ζωικός]], ὁ ψυχικὸς [[ἄνθρωπος]], ο [[φυσικός]] [[άνθρωπος]], αντίθ. προς το ὁ πνευματικὸς [[ἄνθρωπος]], σε Καινή Διαθήκη | |lsmtext='''ψῡχικός:''' -ή, -όν ([[ψυχή]])·<br /><b class="num">1.</b> αυτός που ανήκει στην [[ψυχή]] ή στη [[ζωή]], [[πνευματικός]], αντίθ. προς το [[σωματικός]], σε Αριστ., Ανθ.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που σχετίζεται με την υλική [[ζωή]] μόνο, [[ζωικός]], ὁ ψυχικὸς [[ἄνθρωπος]], ο [[φυσικός]] [[άνθρωπος]], αντίθ. προς το ὁ πνευματικὸς [[ἄνθρωπος]], σε Καινή Διαθήκη | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
Line 45: | Line 45: | ||
{{WoodhouseReversedUncategorized | {{WoodhouseReversedUncategorized | ||
|woodrun=[[concerning the soul]] | |woodrun=[[concerning the soul]] | ||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[spiritual]]=== | |||
Arabic: رُوحَانِيّ, رُوحِيّ; Armenian: հոգեւոր; Asturian: espiritual; Azerbaijani: ruhi, ruhani, mənəvi; Belarusian: духоўны; Bengali: আধ্যাত্মিক; Bulgarian: духовен; Catalan: espiritual; Chinese Mandarin: 精神; Czech: duchovní; Danish: åndelig; Dutch: [[geestelijk]], [[spiritueel]]; Esperanto: spirita, anima; Estonian: vaimne; Finnish: hengellinen, henkinen; French: [[spirituel]]; Galician: espiritual; German: [[geistig]]; Gothic: 𐌰𐌷𐌼𐌴𐌹𐌽𐍃; Greek: [[πνευματικός]]; Ancient Greek: [[λογικός]], [[πνευματικός]], [[ψυχικός]], [[ψυχοειδής]]; Hebrew: רוּחָנִי; Hindi: आध्यात्मिक; Hungarian: spirituális, lelki; Irish: spioradálta; Italian: [[spirituale]]; Japanese: 精神的; Kazakh: рухани; Korean: 정신적, 정신의; Kyrgyz: руханий; Macedonian: духовен; Malagasy: ara-panahy; Malayalam: ആത്മീയ; Manx: spyrrydoil; Maori: whakawairua; Middle English: gostly; Norwegian: åndelig, spirituell; Occitan: espirital; Old East Slavic: духовьнꙑи; Old English: gāstlīċ; Old Irish: spirutálta; Persian: روحی, معنوی, روحانی; Polish: duchowy; Portuguese: [[espiritual]]; Romanian: sufletesc, spiritual; Russian: [[духовный]]; Serbo-Croatian Cyrillic: ду̀хо̄внӣ; Roman: dùhōvnī; Slovak: duchovný; Slovene: duhoven; Sorbian Upper Sorbian: duchowny; Spanish: [[espiritual]]; Swedish: andlig; Tagalog: makadiwa; Tajik: рӯҳӣ, маънавӣ; Telugu: ఆధ్యాత్మిక; Turkish: spiritüel, tinsel, ruhsal, manevi, ruhani; Ukrainian: духовний; Uzbek: ruhiy, maʼnaviy; Welsh: ysbrydol; Yiddish: רוחיש, גײַסטיק | |||
}} | }} |